Go Back

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω κι εγώ Ρουγκατσάρι

1520x736rugatsaria
Αφηγητής/τρια

Μικρό παιδί, ο Στέργιος Παλπάνης βλέπει τον πατέρα του να συμμετέχει στα Ρουγκατσάρια της Παλιουριάς και μαγεύεται. Όταν με τα χρόνια το πρωτοχρονιάτικο έθιμο σταματά, εκείνος βάζει σκοπό να το διασώσει.


Μέσα μου είχε μπει το μικρόβιο: «Όταν μεγαλώσω, θα γίνω κι εγώ Ρουγκατσάρι».

Το 1967 ήμουνα μικρός, περίπου δέκα χρονών. Ένα απόγευμα, γύρισε ο πατέρας μου από το μαντρί κι αφού έφαγε καλά, λέει τη μάνα μου: «Βαγγελιώ, θα πάω να τελειώσω τη δουλειά». «Ποια δουλειά;» λέω εγώ. Αφού τώρα γύρισε, θα ξαναπάει πάλι στη δουλειά; Περίεργος, όπως είμαι από τη φύση μου, τον ακολούθησα.

Μόλις άνοιξα την πόρτα, μπήκα στο μαγειρειό, με κοιτάει λίγο λοξά, με χαμογελάει κάτω από τα μουστάκια κι εκεί, βλέπω ένα μπαούλο μεγάλο, βλέπω κάτι ράσα από παππά, το καπέλο του, είχε και μία γενειάδα από μία γίδα που είχε. Ρωτούσα, ξαναρωτούσα τι τα θέλει αυτά. Κάποια στιγμή, χτυπάει κι η πόρτα, βλέπω τον Σπύρο τον Ζιανό, ο οποίος είναι ο κολλητός του, από μικρά παιδιά. Είχε μία πάνινη, φουσκωμένη σακούλα, τι είχε μέσα δεν ήξερα. Μπήκε κι άρχισε να βγάζει κι αυτός πράγματα από μέσα: μία στολή τσολιά. Εγώ πάλι άρχισα να ψάχνω, να ρωτάω: «Τι γίνεται ρε μπαμπά εδώ πέρα; Τι είναι αυτά;» Αυτός πάλι με χαμογέλασε και μου λέει: «Σε λίγο θα τελειώσουμε και θα σου πω τι συμβαίνει». Εγώ εκεί δεν κρατούσα, κάποια στιγμή είχα γουρλώσει και τα μάτια εκεί πέρα να δω τι γίνεται, μου λέει αυτός: «Περίμενε, μη βιάζεσαι».  

Μετά από λίγο βάλαν από ένα ποτηράκι τσίπουρο κι άρχισαν να μου λέν’ την ιστορία: «Σε δύο μέρες θα γίνουν τα Ρουγκατσάρια. Έχουμε ένα έθιμο στο χωριό που γίνεται του Άϊ-Βασιλιού, τη μέρα της Πρωτοχρονιάς», μου λέει. «Θα ντυθούμε διάφορες αμφιέσεις, διάφορες στολές θα βάλουμε, όλοι θα είμαστε χωριανοί και θα βγούμε στην πλατεία. Εκεί θα δεις διάφορους και θα τρομάξεις, αλλά να ξέρεις ότι είναι φίλοι μας κι είναι χωριανοί μας. Είναι ο μπάρμπα-Γιάννης, ο μπάρμπα-Κώστας, αυτοί οι γνωστοί, απλώς μπορεί να έχουν κάποια μάσκα. Και να μη φοβηθείς».

Σηκωθήκαμε το πρωί, βάλαμε τα καλά μας όλοι, καμαρωτά κι εμείς, μας είχε πάρει και καινούργια ρούχα ο πατέρας μου εκείνη την εποχή, ντυθήκαμε, πήγαμε στην εκκλησία, στον Άγιο Νικόλαο. Μετά την εκκλησία γυρίσαμε στο σπίτι, είχε βάλει η κυρα-Βαγγελιώ από τη νύχτα μες στον ξυλόφουρνο χοιρινό στη γάστρα και πίτες με πέτουρα. Οι καλές νοικοκυρές κάναν τη βασιλόπιτα, που ήταν ή στριφτή ή με πέτουρα και μέσα βάζανε διάφορα, όπως βάζουμε το φλουρί εμείς. Βάζανε ένα σάλομα, δηλαδή ένα άχυρο, που σημαίνει ότι θα πάρεις ένα μαντρί εσύ, βάζανε το κέρμα, βάζανε ένα πουρνάρι, που σημαίνει εσύ θα έχεις γίδια, βάζαν ένα χαρτί, που λέει εσύ θα είσαι γραμματιζούμενος και τρώγοντας, περίμενες τι θα βρεις από κάτω.

“Φάγαμε και μετά ο πατέρας μού λέει: «Θα φύγω εγώ, θα πάω να γίνω Ρουγκατσάρι σε λίγο».”

Στην εκκλησία θα συγκεντρώνονταν τα Ρουγκατσάρια όλα και μαζί μ’ αυτά κι ο πατέρας μου.

Το έθιμο γινόταν μόνο από άντρες. Έπρεπε να ντυθούν ένας-ένας κι είχαν διάφορες φιγούρες. Μία από τις φιγούρες, ο Αλή Αράπης, όπως τον έλεγαν, ήθελε πολύ φασαρία για να γίνει, έτσι ετοίμαζαν πρώτα αυτόν. Έπαιρναν έναν, τον βάφαν με μαύρο φούμο, τα μάτια του φαινόταν μόνο, τον βάζανε στην πλάτη ένα ταλαγάνι, την κατσιούλα που λέγανε εδώ. Επρόκειτο για μία κάπα από γίδινο μαλλί που το φορούσαν οι τσομπάνηδες για να μη βρέχονται κι είχε μία κουκούλα επάνω. Γύρω-γύρω από τη μέση του τον ζώναν μια φαρδιά ζώνη και κρεμούσαν κουδούνια, κυπριά από τα γιδοπρόβατα που είχανε. Στον λαιμό τον κρεμούσαν ένα σακούλι πάνινο, είχε μέσα στάχτη, που τη σκορπούσε στον δρόμο αν τον πείραζε κανένας και τέλος, του δίναν κι ένα ρόπαλο.

Ο Αράπης, όπως κι όλα τα Ρουγκατσάρια, συνοδευόταν από μία γυναίκα, από μία σύζυγο. Η γυναίκα του Αράπη ήταν κι αυτή μελαχρινή, όλα μαύρα φορούσε κι όταν έτρεχε χτυπούσαν τα κουδούνια, τρόμαζες κι έφευγες πέρα-δώθε.

Η γυναίκα που συνόδευε κάθε φιγούρα λεγόταν Μπούλα. Η Μπούλα ήταν πάλι ένας άντρας, ο οποίος ντυνόταν γυναικεία, φορούσε μία επίσημη φορεσιά της γυναίκας της εποχής, με τις ποδιές και με τα κρεματζούλια εδώ στο λαιμό που είχε. Βάφαν τα χείλια τους και φορούσαν τα σκουλαρίκια τους.

Οι φιγούρες που συνήθως κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή ήταν άντρες καπεταναραίοι, που είχαν τη στολή του κλεφταρματωλού. Είχαν το φέσι στο κεφάλι, είχαν φυσεκλίκια, καλτσοδέτες, τσαρούχια, φούντες, ό,τι έχει ένας τσολιάς: κουμπούρια και σπαθιά στις μέτες και τις απάλες, που λέγαμε εδώ πέρα. Μετά υπήρχε ο αγροφύλακας, υπήρχε ο χωροφύλακας, είχαν παλιές στολές που φορούσαν. Υπήρχε ο γαμπρός με τη νύφη, ο παπάς με την παπαδιά. Ο παπάς δεν έλειπε από πουθενά, έτσι; Ήταν μάλιστα μία ιδιαίτερη φιγούρα, γιατί είχε την παπαδιά συνέχεια αγκαζέ, κρατούσε το κακάβι, δηλαδή μία μικρή κατσαρόλα που μέσα είχε νερό, το οποίο έλεγε ότι είναι αγίασμα, είχε κι έναν βασιλικό κι ευλογούσε. Περιπλανιόταν στο χωριό κι όταν συναντούσε, υποτίθεται, κάποιον άρρωστο, έπρεπε να τον διαβάσει λέγοντας διάφορα σεξουαλικού περιεχομένου λόγια που ανάσταιναν τον άρρωστο και προκαλούσαν έντονα γέλια στον περίγυρο.

Ιδιαίτερη ήταν κι η φιγούρα του Κατσιούλη. Ο Κατσιούλης ήταν ένα Ρουγκατσάρι που δεν είχε σύντροφο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχανε από κάποιον. Αυτός δεν ήταν ποτέ μες στο γκρουπ της παρέας, καθόταν πίσω, περιφερόταν γύρω τους κι έψαχνε κάποια ευκαιρία να κλέψει τη γυναίκα από κάποιον άλλον, όποια να ‘ναι, και παπαδιά να είναι, όποια να ‘ναι, αρκεί να κλέψει κάποια γυναίκα. Ο Κατσιούλης ήταν συνήθως ένας νεαρός, ψηλός, ευέλικτος, για να μπορεί να τρέχει. Πηδούσε τους φράχτες όταν τον κυνηγούσαν οι άλλοι, πηδούσε μάντρες, ντουβάρια. Φορούσε πάντα ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο λευκού χρώματος κι είχε φτιάξει μόνος του μια μάσκα χάρτινη, την οποία είχε ζωγραφίσει με μάτια και μουστάκια. Στο κεφάλι του φορούσε πάντα ένα καπέλο, την κατσιούλα -γι’ αυτό πήρε και το όνομα αυτό- ένα χάρτινο καπέλο σε σχήμα κώνου που το έφτιαχνε πάντα μόνος του. 

Ο Κατσιούλης, αν και θεωρούνταν ανεπιθύμητος, είχε κι αυτός τη χάρη του, γιατί οι γυναίκες καμαρώναν γι’ αυτόν, γιατί υποτίθεται ότι ήταν κάτι το διαφορετικό. Μάλιστα όταν τριγυρνούσε μόνος του, όποιον έβρισκε στο δρόμο, είχε το μεγάλο το ξίφος και χτυπούσε την παλάμη του κι έλεγε: «Παρά!» «Παρά!» «Παρά!» χρήματα δηλαδή, κι αν δεν είχε κάποιος να τον δώσει, τον έκοβε ένα κουμπί.

720x720rugatsaria1
720x720rugatsaria2

Τα Ρουγκατσάρια πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι. Σε όλα τα σπίτια που πηγαίνανε τους περιμένανε με τα τσίπουρα, με μεζέδες, με δώρα… άλλος έβγαζε λεφτά, άλλοι δίνανε λίπος, κρέας χοιρινό, αυγά, ό,τι είχε ο κάθε άνθρωπος τότε. Αν ήταν κάποιος κάπως πιο ευκατάστατος κι εκείνος με τη σειρά του έδινε κάτι ανάλογο. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνανε έλεγαν και διάφορα τραγούδια ή ανάλογα με τους πόθους και τις επιθυμίες που είχε η οικογένεια, υπήρχαν σχόλια διάφορα, επαινετικά ή πειράγματα. Όταν φεύγαν από το ένα σπίτι για να πάνε στο άλλο, λέγανε:

«Από τους αφεντάδες βγαίνουμε, στους αρχοντάδες πάμε,
να τους πολυχρονίσουμε για όλη τη χρονιά».

Από την ώρα που ξεκινούσαν με τα κουδούνια που είχε ο Αλής, όλο το χωριό ήταν επί ποδός με τη φασαρία και τα σφυρίγματα και περίμενε ο καθένας πότε θα περάσουν από το σπίτι του. Οι γυναίκες που τους καλοδέχονταν στα σπίτια καμαρώναν κι αυτές με τη σειρά τους ποια θα κάνει πιο καλά μεζεκλίκια, εδέσματα, γλυκά, να τους επαινέσουν οι άλλοι: «Μπράβο, φάγαμε στη Μαρία, πολύ ωραίο το γλυκό της!» ή «Εκεί έχει ωραία μέντα». Φεύγοντας όλοι πάλι χαμογελαστοί, εύχονταν: «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά!» «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά!»

Δεν έπρεπε να ξεχάσουν κανένα σπίτι. Άμα ξεχνούσαν ένα σπίτι παρεξηγιότανε, λέει: «Κάτσε, εμένα γιατί;» Έστω και κατά λάθος να γίνονταν. Οπότε όταν φτάναν στην άκρη του χωριού, κάθονταν και σκέφτονταν: «Πήγαμε σε όλα; Πήγαμε στη Βαγγελή; Πήγαμε στην τάδε; Στον τάδε πήγαμε;» Υπήρχαν κι άνθρωποι που ήταν μόνοι στο χωριό, δηλαδή ηλικιωμένοι που ζούσαν μόνοι στο σπίτι και περιμέναν αυτή την ημέρα. Ήταν μεγάλη η χαρά τους. Βέβαια, από σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, δεν περνούσαν ποτέ μπροστά από ένα σπίτι που πενθούσε. Προσπαθούσαν να πάνε από άλλο τετράγωνο, για να παν σε κάποιον άλλον.

Έπειτα, έπρεπε να παν πάλι στο κονάκι και μοιράζαν τα λεφτά ή ό,τι είχε ο καθένας. Ο τελικός προορισμός ήταν η πλατεία. Το χωριό είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται εκεί κι άρχιζαν να χορεύουν τα Ρουγκατσάρια. Βέβαια, τότε μουσικά όργανα δεν είχαν, πρώτα είχαν τις φλογέρες, ένα ντέφι, ένα νταϊρέ, αυτά τα δύο ήταν στην αρχή. Στην πορεία ήρθαν δύο γραμμόφωνα στο χωριό μας, παίρναν το γραμμόφωνο αγκαλιά και χορεύαν στην πλατεία με το γραμμόφωνο. Ξεκινούσαν και χόρευαν πρώτα όλοι οι Ρουγκατσάρηδες. Οι γυναίκες καμάρωναν γύρω-γύρω και κάποια στιγμή, δινόταν το σύνθημα να μπει και το υπόλοιπο χωριό στον χορό. Συμμετείχε όλο το χωριό, γινόταν τρανός χορός και δεν ξεχώριζαν εκεί πλούσιοι και φτωχοί, ήταν όλοι μία αγκαλιά κι ήταν κι ευτυχισμένοι, υπήρχε αγάπη κι ευτυχία, τίποτα άλλο.

Όταν νύχτωνε χορεύοντας, έπρεπε να καθίσουν να φάνε τα φαγητά που ετοίμαζαν οι νέες κοπέλες, από νωρίς. Άλλη έκανε γλυκά, άλλη έκανε φαγητά, πίτες, ό,τι έφτιαχναν την εποχή κι ο κύριος σκοπός ήτανε να εντυπωσιάσουν τους άντρες τους ελεύθερους από τα Ρουγκατσάρια. Η μάσκα είχε ήδη βγει, άλλος την είχε στο κεφάλι, άλλος την έβγαζε κι εκείνες ήθελαν να δείξουν ότι: «Είμαι κι εγώ καλή νοικοκυρά, είμαι κι εγώ καλή κοπέλα», για να βρει έναν καλό γαμπρό. Όλος ο σκοπός ήταν εκεί.

Ο χορός βέβαια συνέχιζε, μέχρι αργά το βράδυ χορεύαν και γλεντούσανε. Το βράδυ, αφού τέλειωναν όλοι με το καλό, όλοι χαμογελαστοί, χαρούμενοι, αγκαλιαζόταν κι εύχονταν: «Καλή χρονιά! Και του χρόνου να είμαστε όλοι γεροί εδώ. Καλή χρονιά!» Και φεύγαν για τα σπίτια τους.

Τα χρόνια πέρασαν κι αυτό το έθιμο σιγά-σιγά χάθηκε από το χωριό μου. Εγώ όμως, το θυμόμουν. Μεγαλώνοντας, ήθελα να μάθω περισσότερα, ρωτούσα κάτι παππούδες στο χωριό, έψαχνα να βρω καμία φωτογραφία… Τελικά βρήκα μία του 1950, φαινόταν ακόμα το καμπαναριό, πριν καεί η εκκλησία. Τα πρόσωπα δεν ήταν καθαρά, ήταν έτσι λίγο θαμπά, αλλά δείχναν τις φιγούρες που είχε ο καθένας. Ψάξε-ψάξε, βρήκα μία πολύ ωραία φωτογραφία του 1955. Ήταν μία ομάδα πολλών ατόμων, είχαν πάρα πολλές διαφορετικές φιγούρες. Μάλιστα, μπήκα στη διαδικασία να την κάνω κι έγχρωμη για να δω τι φορούσαν, τι χρώματα είχαν, τι διαλέγανε τότε.

Στο μυαλό μού είχε κολλήσει η ιδέα: «Θα το αναβιώσω μόνος μου. Δε γίνεται, κάποια στιγμή πρέπει ξαναγίνει το έθιμο».

Και τελικά το 1991, το κατάφερα. Διοργάνωσα ξανά τα Ρουγκατσάρια. Συμμετείχα κι ο ίδιος και πολλοί νέοι συγχωριανοί μου, αλλά κι ηλικιωμένοι, στην ηλικία του πατέρα μου, οι οποίοι το είχαν ζήσει αυτό και μας καθοδηγούσαν. Εμείς ήμασταν σαν τα αρνάκια τώρα, δεν ξέραμε πού πάμε, αυτοί μας λέγαν τι θα πούμε και τι θα κάνουμε. Και το έθιμο αναβίωσε κρατώντας σαν νήμα τις αφηγήσεις των παλαιότερων.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι αυτό το έθιμο προέρχεται από τη διονυσιακή λατρεία και στην εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν ένας τρόπος να επικοινωνούν μεταξύ τους οι άνθρωποι πιο ελεύθερα γιατί είχαν τη μάσκα τους, είχανε μία ελευθερία από τους Τούρκους. Είναι ένα παμπάλαιο έθιμο που έπρεπε να συνεχίσει.

Το έθιμο, μετά την αναβίωση του ’91, επαναλήφθηκε το ’13 και το ’14, με ευθύνη δικιά μου, και σταμάτησε πια το ’15. Η ζωή άλλαξε, ο κόσμος δε νοιάζονταν πια για το έθιμο. Ευτυχώς, τα έχω καταγράψει αυτά κι έσωσα ό,τι μπορούσα να σώσω. Έκανα ένα ιστολόγιο κι εκεί συγκέντρωσα ό,τι στοιχεία είχα από ήθη, έθιμα, βίντεο, φωτογραφικό υλικό, περίπου 4.000 φωτογραφίες των χωριανών, των παππούδων και προπαππούδων, για να μυήσω σε αυτό το δρώμενο τη νεολαία. Γιατί στο μέλλον, πιστεύω, μετά από πέντε-δέκα χρόνια, από τη στιγμή που υπάρχει το υλικό, κάποιοι θα μπορέσουν να το αναβιώσουν και πάλι.

Ερευνητής/τρια
Μυρτσιώτη Μαρία
Επιμέλεια
Φένια Χαλά
Φωτογραφίες
Αρχείο Στεργίου Παλπάνη / opaliouriotis.gr
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί