Go Back

Βοσκός λόγω κορονοϊού

1520x736kompos2
Αφηγητής/τρια

Ο Διονύσης Κόμπος στα 20 του χρόνια αναγκάζεται να γυρίσει στο χωριό του και να εργαστεί ως μετακινούμενος κτηνοτρόφος. Εκεί, γνωρίζει μια νέα ζωή που τον γοητεύει. 

Όταν τελείωσα το σχολείο, δεν ήθελα να πάω σε Πανεπιστήμιο ή κάτι τέτοιο, καθώς δεν ήμουν ποτέ του διαβάσματος. Οπότε προτίμησα να πάω σε μία σχολή και να μάθω μία τέχνη. Επέλεξα την αρτοζαχαροπλαστική γιατί είναι μία μορφή τέχνης, δημιουργείς. Η ζαχαροπλαστική θέλει την ακρίβεια της, δεν μπορείς να τα κάνεις με το μάτι, διότι θα πάει χαμένη όλη η προσπάθεια. Είναι κάτι απαιτητικό αλλά είναι κι ωραίο, έχεις να παίξεις με τα χρώματα, με τις γεύσεις, με τα αρώματα…

Όταν ήρθε η στιγμή όμως που θα έπρεπε να κάνω την πρακτική μου και να πάρω το πτυχίο μου, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο ωραία όσο τα φανταζόμουν. Συγκεκριμένα, βρέθηκα στο νησί της Κρήτης κι εκεί ζούσα σε δύσκολες συνθήκες τόσο στο σπίτι, με άλλα πέντε άτομα, όσο και στον χώρο εργασίας. Αφού πέρασαν ένας με δύο μήνες, άρχισε να σπάει η ψυχολογία μου και μετά από ένα συγκεκριμένο περιστατικό στη δουλειά μου, ήρθε η στιγμή να αποχωρήσω.

Στη συνέχεια, έφυγα για τη Λευκάδα, όπου εργαζόταν ένας φίλος. Εκεί υπήρχε καλύτερη συνεννόηση κι η δουλειά πήγαινε καλύτερα. Τότε ήταν όμως που ξεκίνησε η περιπέτεια με τον κορονοϊό.

Ο πατέρας μου είναι μετακινούμενος κτηνοτρόφος στο Δοτσικό Γρεβενών. Με τον κορονοϊό, πολλοί από τους ξένους εργάτες του πατέρα μου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα για να πάνε πίσω στην πατρίδα τους, καθώς είχαν φοβηθεί με το κλείσιμο των συνόρων στην καραντίνα. Έτσι, έμεινα για να βοηθήσω τον πατέρα μου στη δουλειά. 

Εμείς έχουμε κάπου 700 ζώα, οπότε χρειάζονταν πάνω από τρεις εργάτες, συν τον πατέρα μου. Κι όμως, με την καραντίνα, ήμασταν μόνο εγώ κι εκείνος. Ο πατέρας μου ήταν εβδομήντα τριών χρόνων, οπότε δεν μπορούσε να περιμένει κανείς και πολλά πράγματα. Από την άλλη εγώ, στα είκοσί μου, προσπαθούσα να τρέξω και να τα κάνω όλα.

Είναι μία δύσκολη δουλειά, την οποία πολύ δύσκολα εξασκούν παιδιά στην ηλικία μου. Είναι μία δουλειά χωρίς ρεπό, 365 μέρες το χρόνο, ακατάπαυστα. Πρέπει να είσαι πάντα εκεί, διότι έχεις να κάνεις με ζωντανούς οργανισμούς. 

Η μέρα ξεκινάει από νωρίς το πρωί, γιατί θα πρέπει να πας να τα αρμέξεις, ύστερα να τα ταΐσεις και μετά να τα βγάλεις έξω για να βοσκήσουν. Οπότε πάω από το πρωί και γυρνάω ξανά σπίτι μου το βράδυ, σερί. Είναι μια πάρα πολύ εξαντλητική δουλειά, διότι εκτός του ότι είναι πολλές οι ώρες, 13 με 15 τη μέρα, έχεις να κάνεις και με τη διαβίωση στο βουνό ή στον κάμπο, κοντά στη φύση αλλά και στα ζώα που ζουν σε αυτή. 

“Έχεις να κάνεις με αρκούδες, λύκους, αγριογούρουνα...”

Τον χειμώνα βρίσκομαι στη Λάρισα. Είναι μια δύσκολη εποχή, καθώς ξεκινάνε και γεννάνε τα ζώα. Είναι η στιγμή που πρέπει σχεδόν 400 με 500 ζώα να τα ξεχωρίσεις και να ξεχωρίσεις και τα κατσίκια που έχουν γεννήσει. Θα πρέπει να τρώνε γάλα και φυσικά να τα προσέχεις, να μην κρυώσουν. 

Είμαστε κτηνοτρόφοι που τα βοσκάμε έξω, δε βρισκόμαστε σε μια μονάδα όπου είναι κλεισμένα μέσα, τα ταΐζεις και μπορείς να φύγεις κάποιες ώρες. Εμείς δεν μπορούμε να λείπουμε. Είτε βρέξει, είτε χιονίσει, είτε φυσάει πάρα πολύ, πάλι θα πρέπει να τα βγάλουμε έξω. Τον χειμώνα, σε μία μεγάλη καταιγίδα, για παράδειγμα, μπορεί να σου κοπεί ο δρόμος προς το μαντρί. Έπειτα, πώς να κουβαλήσεις το γάλα, τις τροφές; Μπορεί ακόμα και να μην έχεις πώς να επιστρέψεις στο χωριό και να ξεμείνεις στο βουνό. 

Κάθε μέρα που τα βγάζεις για βοσκή, τα περιφέρεις σε απίστευτες εκτάσεις. Μπορεί να περπατάς έως κι έξι με εφτά συνεχόμενες ώρες, να διανύεις δηλαδή την ημέρα από δώδεκα έως κι είκοσι χιλιόμετρα. 

Το καλοκαίρι αρχίζει και γίνεται λίγο πιο εύκολο το πράγμα, διότι φεύγεις από τον κάμπο και πας στο βουνό, μιας κι η διαβίωση στον κάμπο γίνεται ανυπόφορη. Δε βρίσκεις ούτε νερό, ούτε τροφή. Το καλοκαίρι τα φέρνουμε στο χωριό, εδώ στο Δοτσικό, στα Γρεβενά. Εδώ στο βουνό είναι ανοιχτά τα μέρη, μπορείς να τα αφήσεις ελεύθερα κι απλά να τα παρατηρείς, χωρίς κανέναν φόβο. Βέβαια, εδώ υπάρχει ένας άλλος κίνδυνος. Όπως λίγοι ή πολλοί γνωρίζουν, η Πίνδος είναι το σπίτι της αρκούδας. 

Θυμάμαι ήταν μία μέρα του καλοκαιριού εδώ, στο Δοτσικό. Είχαμε τελειώσει το άρμεγμα και γυρίσαμε σπίτι για να βάλουμε το γάλα στην παγολεκάνη, ένα μηχάνημα που διατηρεί το γάλα παγωμένο, ώστε να μη χαλάσει. Την επόμενη, πηγαίνουμε στα ζώα και δε βλέπουμε ούτε τα μισά. Λέμε: «Τι έγινε;» Βρίσκουμε την περίφραξη σπασμένη και καταλαβαίνουμε ότι είχε περάσει αρκούδα! Από το τρόμο τους, τα ζώα έριξαν τους φράχτες και φύγανε. 

Περάσαμε τρεις ώρες, μέσα στα βουνά, να τρέχουμε από δω κι από κει για να βρούμε πού μπορεί να πήγαν. Ο πατέρας μου πήγε με το αμάξι σε ένα σημείο πολύ ψηλά, ώστε να μπορεί να δει κι εγώ με τα πόδια να ψάχνω από δω κι από κει, μήπως ακούσω κάποιο από τα κουδούνια τους… 

Εν τέλει, δόξα τω Θεώ, τα βρήκαμε. Είχαν φύγει σε απόσταση τουλάχιστον είκοσι χιλιομέτρων από το μαντρί. Ευτυχώς η ζημιά δεν ήταν μεγάλη, είχαμε μόνο απώλεια δύο έως τριών ζώων. Καμιά φορά γίνονται και χειρότερα, καθώς από το τρόμο τους μπορεί να ποδοπατηθούν και να χάσεις από εβδομήντα έως κι εκατό ζώα.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, για να δει κανείς πόσο έξυπνα ζώα είναι: Το επόμενο βράδυ από το συμβάν, την ώρα που ήταν να τα κλείσουμε μέσα στο ίδιο σημείο, από τον φόβο τους ότι θα ξαναπεράσει αρκούδα, αντί να γυρίσουν από μόνα τους στο μαντρί, όπως συνήθως κάνουν, έφυγαν ξανά να πάνε στο ίδιο σημείο που είχαν πάει την προηγούμενη! Για να νιώθουν ασφάλεια. Και τελειώνοντας το άρμεγμα, τα ψάχναμε πάλι. Κάναμε το ίδιο δρομολόγιο κι έτσι, τα βρήκαμε.

Έχω ζήσει κι ένα καλοκαίρι που έβρεχε ασταμάτητα για είκοσι μέρες. Αναγκαστικά έπρεπε να τα βγάλουμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, διότι το καλοκαίρι δεν τα ταΐζουμε καρπό ή κάτι τέτοιο. Τα βοσκάμε μόνο έξω, στη φύση. Στη φύση, όμως, έβρεχε είκοσι μέρες, είχαμε μείνει χωρίς ρούχα, είχαν λασπώσει τα πάντα. Ακόμα και τα ζώα, μπορούν να βγάλουν πρόβλημα στις οπλές τους, αρχίζει και σαπίζει το κόκκαλό τους και κουτσαίνουν. Ένιωθα λες κι ήμουνα σε ένα ποτάμι πεταμένος, από την τόση βροχή. Δε σταμάτησε στιγμή να βρέχει, πραγματικά! Στιγμή! Δεν ήξερε ποιος να πρώτο κρυφτεί, εγώ ή τα γίδια κάτω από τα δέντρα. Ευτυχώς, δεν είχαμε κανένα επεισόδιο με κεραυνούς, διότι είναι κι ένα μέρος που τραβάει εύκολα τους κεραυνούς, το βουνό. 

Ο καιρός επηρεάζει πάρα πολύ τα ζώα. Είτε φυσήξει, είτε βρέξει, έστω και για μία ώρα, αν συμβεί τη στιγμή που βοσκάνε, μπορεί να χάσεις πάρα πολλά κιλά γάλακτος. Και με τον αέρα τα ζώα, τα γίδια κυρίως, τρελαίνονται. Τους αρέσει πάρα πολύ, κυνηγάνε τον αέρα, τρέχουν όλη μέρα και ξεχνάνε να βοσκάνε. Είναι σαν μικρά παιδιά που τους δίνεις μία μπάλα.

Θυμάμαι ένα άλλο περιστατικό. Εμείς έχουμε μια φοράδα, όπως κι αρκετοί κτηνοτρόφοι που έχουν πάντα ένα άλογο μαζί τους, είτε για να βόσκανε το κοπάδι, είτε για να μπορούν να μεταφέρουν πράγματα κάπου που δεν μπορεί να βγει ένα αμάξι. Το καλοκαίρι είναι η περίοδος αναπαραγωγής για τα περισσότερα ζώα, δηλαδή αρχίζουν και «σέρνουν», όπως λέμε εμείς οι κτηνοτρόφοι. Και μια μέρα, δύο βαρβάτα άλογα, αρσενικά, είχαν έρθει να βρουν τη φοράδα τη δικιά μας. Πρόκειται για πανύψηλα, πολύ δυνατά ζώα. Εγώ με τις λίγες γνώσεις που είχα τότε, πίστεψα ότι παίρνοντας τη δικιά μου τη φοράδα να την κλείσω στο μαντρί, θα τελειώσει εκεί. Μόνο αυτό δεν έγινε! Αυτά άρχισαν να χτυπιούνται, να δαγκώνονται, να πηδάν τον φράχτη μας λες και πηδά κανείς λακκούβα. Τα είχαν κάνει όλα σμπαράλια. Δεν έμεινε τίποτα. Και μετά σηκώθηκαν κι έφυγαν σαν κύριοι.

Είναι δυσκολίες οι οποίες μένουν χαραγμένες, όπως κι ο θαυμασμός για τη δύναμη της φύσης και τα ζώα της. 

Όταν περνάει το καλοκαίρι, φεύγουμε από το Δοτσικό για τον κάμπο. Η επιστροφή γίνεται περίπου τον Σεπτέμβριο, ώστε να υπάρχει βοσκή στον δρόμο. Εμείς είμαστε παλιομοδίτες και τα γυρνάμε με τα πόδια τα ζώα, σε ένα διάστημα είκοσι ημερών, μένοντας στη φύση. Το έχω κάνει τουλάχιστον δύο με τρεις φορές και πλέον μου είναι πιο εύκολο, πιο ευχάριστο. Είναι σαν να πας σε ένα κάμπινγκ με εφτακόσια άτομα. Βέβαια, πρόκειται για ζώα, αλλά εντάξει, συνηθίζεται. Θέλει, όμως, προσοχή σε περίπτωση που σου επιτεθεί κάποιο ζώο, οπότε χάνεις και δε χάνεις λίγο τον ύπνο σου.

Για φαγητό έχουμε μία μποτίλια κι εκεί πάνω κάνουμε φαγητό, κάνουμε τον καφέ μας, εκεί βράζουμε νερό, είτε το ζεσταίνουμε για να κάνουμε μπάνιο. Έχουμε, επίσης, μαζί μας κάποια στρώματα και παίρνουμε ξύλα, με τα οποία στήνουμε αντίσκηνα και σε περίπτωση βροχής, βάζουμε μουσαμά και προστατευόμαστε. Προμηθευόμαστε υλικά μακράς διάρκειας, όπως είναι το ρύζι, η μανέστρα και τα μακαρόνια. Όταν είσαι στο δρόμο δεν μπορείς να έχεις κι απαιτήσεις. Πορεύεσαι είκοσι μέρες με ό,τι έχεις. 

Συνήθως προσπαθείς να κόβεις δρόμο από τα βουνά, διότι πλέον παντού υπάρχουν χωράφια και δε θες να πάνε τα ζώα σου να φάνε και να μαλώνεις με τους γεωργούς. Επίσης, πρέπει να προσέχεις κυρίως για λύκους, που είναι πιο ζημιάρηδες. Πρόκειται για ένα ζώο που μπορεί να σου επιτεθεί απλά και μόνο για να σκοτώσει, όχι για να τραφεί. Η αρκούδα είναι πιο επικίνδυνη προς τον άνθρωπο, γιατί είναι ένα δυνατό και μεγάλο ζώο. Αλλά από την άλλη, δεν είναι ζώο το οποίο θέλει να κάνει ζημιά. Αν θέλει να φάει, θα πάρει ένα ή δύο ζώα και θα φύγει. Ο λύκος, από την άλλη, είναι πιο πονηρός, πιο εκδικητικός, θα έλεγε κάποιος. Μπορεί, δηλαδή, να μπει σε ένα κοπάδι να φάει ένα ή να μη φάει κανένα, μπορεί απλά να έρθει και να σκοτώσει σαράντα ζώα και να φύγει.

Εμείς οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι ακολουθούμε συγκεκριμένα σημεία εδώ και χρόνια. Μέχρι και τα ζώα από μόνα τους γνωρίζουν πού να πάνε, από μόνα τους ξεκινάνε και περπατάνε. Αλλά βλέπεις ότι με τα χρόνια έχουν χτιστεί χωριά, έχουν βγει χωράφια κι αυτό το κάνει πιο δύσκολο. Τα ζώα δεν μπορείς εύκολα να τα πας από αλλού, νιώθουν έναν φόβο. Οπότε αναγκαστικά και μέσα από χωράφια θα πας και μέσα από χωριά θα περάσεις και μέσα από αυτοκινητοδρόμους θα περάσεις. 

Συγκεκριμένα, ένα δύσκολο σημείο στη διαδρομή είναι φτάνοντας στον Βενέτικο ποταμό, που αντί να τα πας εντός του δρόμου και να δημιουργήσεις κάποιο μποτιλιάρισμα ή να πέσει αμάξι πάνω στα ζώα σε κάποια στροφή και να υπάρξει πρόβλημα, θα πρέπει αναγκαστικά να τα περάσεις μέσα από το ποτάμι. Αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο για εμάς. Είναι δύσκολο διότι τα ζώα τρομάζουν να περάσουν απέναντι. Μπορεί να σου πάρει ως και πέντε ώρες για να τα καταφέρεις να τα περάσεις απέναντι. Όταν πλησιάζεις, απλά κάνεις το σταυρό σου να περάσει γρήγορα αυτή η μέρα και σίγουρα εύχεσαι να μην πιάσει κάποια βροχή και φουσκώσει το ρέμα, διότι θα μείνεις εκεί, σε αυτό το σημείο.

Στην αρχή μπορεί να στεναχωρήθηκα κάπως που άλλαξα εργασιακή κατεύθυνση, τελικά όμως έχω μείνει τρία χρόνια. Δέθηκα κι αγάπησα τη δουλειά μου και πλέον δεν το πολυ-σκέφτομαι. Έχοντας πια συνηθίσει στη φύση, πολύ δύσκολα θα με έβαζε κάποιος σε μία κουζίνα, να φοράω μάσκα όλη την ημέρα, να δουλεύω και να είμαι κλεισμένος μέσα σε ένα κτίριο, ιδίως την καλοκαιρινή περίοδο. Εν τέλει, αρχίζει και μου αρέσει. Πλέον έχω αποφασίσει να μείνω στη δουλειά του πατέρα μου και δεν το έχω μετανιώσει έως τώρα.

Ερευνητής
Περίχαρος Αντώνης
Επιμέλεια
Φένια Χαλά
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί