«Γυρίστε τώρα να δείτε το χωριό σας!»

Δε θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό μας. Ήμουν στα αμπέλια μας και ξαφνικά, ακούω: «Ήρθαν οι Γερμανοί!» «Ήρθαν οι Γερμανοί!»
Εγώ τρελάθηκα. Σαν παιδί, δώδεκα χρονών ήμουν τότε, πάντα τους έτρεμα τους Γερμανούς. Έφυγα τρέχοντας, να πάω στο χωριό. Όταν έφτασα στο σπίτι, μας λέει η μάνα μου σε εμένα και στα αδέρφια μου: «Οι Γερμανοί είναι τώρα εδώ, αλλά να μη φοβάστε! Είναι άνθρωποι κι αυτοί, σαν κι εμάς. Δε θα τους δώσουμε δικαίωμα να μας πειράξουν». Ήμασταν μικρά παιδιά και φοβόμασταν, αλλά εγώ φοβόμουνα πιο πολύ από όλους.
Ήταν ένας Γερμανός, «Σήφη» τον φώναζαν και τον έτρεμαν όλα τα χωριά. Έδερνε κόσμο, τρομοκρατούσε τα παιδιά, έκανε πολλά κακά. Όταν ερχόταν στα Ανώγεια, τρέχαμε να φύγουμε. Είχαμε ένα περιβόλι με ένα πηγάδι που κάναμε την μπουγάδα και πηγαίναμε όλοι να κρυφτούμε εκεί όταν ερχόταν, να μην μας βρει στο χωριό. Ή φώναζε η μάνα μου: «Έρχεται ο Σήφης! Όλοι στα δέντρα, εμπάτε στα δέντρα να κρυφτείτε!» και μπαίναμε στα δέντρα και κρυβόμασταν. Κάποια ημέρα, ειδοποίησε ο σύνδεσμος τους αντάρτες και κατέβηκαν στα Ανώγεια και τον έπιασαν. Τον πήγανε πάνω στο βουνό κι εκεί, τον έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και τον σκότωσαν. Είχε κάνει τόσα πολλά κακά, που ούτε που τον έθαψαν. Αυτός ήταν κι η αιτία που ήρθαν οι Γερμανοί στα Ανώγεια. Αυτός κι ο Κράιπε, το «μεγάλο κεφάλι» των Γερμανών που τον έπιασαν οι αντάρτες και τον πέρασαν μέσα από το χωριό.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, οι άνδρες είχαν ήδη ειδοποιηθεί κι είχαν φύγει. Εμάς τα παιδιά, τις γυναίκες και τους γερόντους, μας πήρανε όλους και μας πήγαν μακριά, απέναντι από το χωριό, σε ένα ύψωμα. Και μας λένε: «Γυρίστε τώρα να δείτε το χωριό σας!»
“Γυρίζουμε και τι να δούμε; Μια λαμπάδα! Άναβε το χωριό ολόκληρο!”
Τότε ακούστηκε μια σπαραχτική βοή. Μια βοή, γυναίκες και παιδιά, μια βοή το κλάμα! Κλάμα, κακό, πράγμα.
Μας πιάνουν με τα όπλα οι Γερμανοί και μας λένε: «Δρόμο τώρα για τη Αγιά!» Δεν κουνήθηκε κανείς. Όλοι καθόντουσαν, έκλαιγαν και έβλεπαν το χωριό να τυλίγεται στις φλόγες. Έβλεπαν και έκλαιγαν.
Μας πήραν μετά και μας πήγαν προς στο Γενί Γκαβέ. Περπατούσαμε μέρες σε έναν δρόμο, που δεν ήταν δρόμος! Περπατούσαμε σε πέτρες, πάνω σε κλαδιά... Μας περάσανε οι Γερμανοί κι από έναν πισσωμένο δρόμο. Μας έκαιγε η πίσσα τα πόδια και κλαίγαμε όλα τα παιδιά. Τι να κάναμε;
Η κακομοίρα η μάνα μου μόνο αυτή βαστούσε, εφτά παιδιά είχε, εφτά αδέρφια ήμασταν. Ό,τι κρατούσαμε τα πετάξαμε, γιατί λέγαμε: «Θα μας σκοτώσουν. Τι τα θέλουμε τώρα αυτά; Να τυραννιόμαστε κιόλας;» Πιστεύαμε ότι μας πήγαιναν να μας σκοτώσουν, γιατί αυτό μας έλεγαν συνέχεια: «Θα σας σκοτώσουμε!» Αυτό. Δεν μας έλεγαν τίποτα άλλο. Μόνο ότι θα μας σκοτώσουν.
Ούτε που θυμάμαι πόσες μέρες περπατούσαμε. Αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου είναι ότι περνούσαμε από διάφορα χωριά και δε μας ήθελαν οι άνθρωποι. Φοβόντουσαν. Έλεγαν: «Φύγετε γιατί θα μας κάψετε και εμάς!» Δεν ήθελαν οι άνθρωποι να σιμώσουμε καθόλου. Κι έλεγα: «Χριστέ μου! Γιατί; Δεν είμαστε εμείς πατριώτες;»
Κι εκεί που περιμέναμε να μας σκοτώσουν, φτάνουμε σε ένα χωριό που το έλεγαν Λαγκά. Εκεί, έγινε κάτι απίστευτο: Μας μολάρανε να φύγουμε! Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω γιατί μας άφησαν να φύγουμε, ενώ μας είχαν για να μας σκοτώσουν. Με το αντάρτικο ίσως κάτι συνέβη και έτσι μας άφησαν εκεί. Δεν προχωρήσαμε στην Αγιά.
Κάτσαμε εκεί καμία βδομάδα στα Λαγκά. Ήταν καλοί άνθρωποι σε αυτό το χωριό, ήτανε αντάρτες, Ανωγειανοί. Μας περιποιήθηκαν, μας κουβάλησαν ένα σωρό πράγματα, μας πήρανε σπίτι τους, μας κάνανε τραπέζι.
Ο πατέρας μου όλο αυτό το διάστημα μάς έψαχνε μαζί με έναν άλλον, που έψαχνε κι αυτός την οικογένεια του. Και καθώς περνούσε από τον δρόμο που είχαμε περάσει κι εμείς, με σκόνες και με χώματα, αναγνώρισε τις πατούσες μου στο δρόμο! Αφήσαν οι πατούσες μου το αποτύπωμά τους στη σκόνη και μόλις τις είδε, είπε: «Αυτές οι πατουσιές είναι της Πελαγιός μου!» «Σώπα ρε», του λέει ο άλλος, «που θα γνωρίζεις της Πελαγιός σου!» «Ακολούθα με και θα πάμε εκεί που είναι». Κι ήρθαν κατευθείαν εκεί που ήμασταν, στα Λαγκά, και μας βρήκαν στο σχολείο.
Τότε αποφάσισε ο πατέρας μου να φύγουμε και να πάμε στο Καβροχώρι, που είχαμε συγγενείς και θα μπορούσαν ίσως να μας φιλοξενήσουν. Πρώτα έφυγε εκείνος να πάει να βρει την ξαδέρφη του, την Μαρία, και να την ρωτήσει αν έχει χώρο για εμάς. Κι η θεία μου, αμέσως, χωρίς δισταγμό, του είπε: «Φέρε την οικογένεια σου και εγώ θα τα περιποιηθώ όλα τα παιδιά!» Ήταν πρώτα ξαδέρφια, η Μαρία με τον πατέρα μου. Ήταν σαν αδερφοπαίδια.
Και όντως, έτσι έγινε. Μετά από μέρες πήγαμε και εμείς στο Καβροχώρι. Η θεία μου είχε ένα κτήμα με ένα σπιτάκι λίγο πιο έξω από το χωριό και πρώτα μας έστειλε εκεί, γιατί είχαμε πάρα πολλές μέρες να πλυθούμε κι είχαμε γεμίσει ψείρες. Είχε η συγχωρεμένη η θεία μου στήσει ένα μεγάλο καζάνι για να βράσει τα ρούχα μας. Θυμάμαι ότι τις βλέπαμε με τα αδέρφια μου και κλαίγαμε: «Τι είναι αυτά που περπατάνε; Τι είναι;» και κάναμε έτσι με το χέρι μας, τις πιάναμε και βγάζαμε τις ψείρες από το κεφάλι μας. Κι η μάνα μας, μας έλεγε: «Δεν πειράζει, αγάπες μου, δεν πειράζει. Αυτά θα φύγουν. Όταν κάνουμε μπάνιο, θα φύγουν οι ψείρες. Δε θα τις έχουμε για πάντα, θα φύγουν!» Μετά η θεία μου μας έδωσε ό,τι ρούχα είχε από τα ξαδέρφια μου. Τα αγόρια της ήταν στην ηλικία μας κι έτσι, μας έντυσε αγόρια. Μας είπε: «Εδώ πέρα δε θα διαλέξουμε ρούχα τώρα!»
Μια εβδομάδα κάτσαμε στο κτήμα. Μετά μας βρήκαν σπίτι στο χωριό, στο Καβροχώρι, και βολευτήκαμε εκεί. Από τότε, δε φύγαμε. Κάναμε και δικό μας σπίτι και φτιάξαμε τη ζωή μας εκεί. Και έτσι, δεν ξαναγύρισα ποτέ στα Ανώγεια.


Για τον Σήφη, θυμάμαι, ήρθε η μάνα του μετά από μερικά χρόνια στα Ανώγεια, να πάρει τα οστά του. Είχε έρθει με έναν σωρό σοκολάτες, με καραμέλες για τα παιδιά, φορτωμένη με γλυκά πολλά… «Ποια οστά;» της λέει ένας χωριανός. «Οστά δε θα βρεις! Εκεί που τον βάλαμε, δεν υπάρχουν οστά! Ο γιος σου της λέει, δεν υπήρχε άλλος τέτοιος κακός άνθρωπος. Εσύ είσαι καλή γυναίκα, πώς έβγαλες τέτοιον άνθρωπο;» Αυτά της είπε της γυναίκας. Και αναρωτιέμαι καμιά φορά, αν ήξερε πόσα κακά έκανε ο γιος της… Δεν γίνεται να μην είχε ακούσει. «Οστά δεν υπάρχουν, κυρία μου! Συγγνώμη, οστά δε θα βρεις. Ούτε παιδιά σεβόταν, ούτε γυναίκες σεβόταν, τίποτα! Ήταν ένα θηρίο στον κόσμο!»
Όλα αυτά τα χρόνια, δε θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που έκαψαν οι Γερμανοί τα Ανώγεια. Η εικόνα του λαμπαδιασμένου χωριού, οι φωνές, το κλάμα των παιδιών και των γυναικών, θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου.