Όταν πονάμε, χαμογελάμε

Όταν είσαι τεσσάρων χρονών, η ρυθμική γυμναστική είναι ένα παιχνίδι. Κορίτσια, μπαλέτο, κορύνες, μπάλες, σχοινάκι, κορδέλες. Από την πρώτη μέρα που πήγα στην ομάδα του Βύρωνα, φάνηκε κατευθείαν ότι ήμουν ένα πάρα πολύ ευλύγιστο παιδί κι είχε πολλή πλάκα. Στις προπονήσεις οι δασκάλες μου με έβαζαν να κάνω σπαγγάτο πάνω σε καρέκλες και να περνάω τα πόδια πίσω από το κεφάλι μου σαν κόμπος.
Στα επτά μου, ξεκίνησα πρωταθλητισμό. Ζούσα σαν επαγγελματίας ενήλικας, αλλά με μυαλό μικρού παιδιού, γεμάτο χαρά, ακροβατικά κι ερωτήσεις. Από την άλλη, είχα μόνο σχολείο και προπόνηση, έξι-επτά φορές την εβδομάδα, έξι-επτά ώρες τη μέρα. Δε θυμάμαι καν να είχαμε διαλείμματα, ήταν ξύλο. Ξύλο κανονικό δηλαδή, γιατί η δασκάλα μας, κάποιες φορές, χρησιμοποιούσε το σχοινάκι της για να μας χτυπάει στα σημεία που κάναμε λάθος, ώστε να βελτιώσουμε την τεχνική μας.
Εμείς, μια ομάδα από καμιά δεκαριά επτάχρονα, ήταν σαν να παίζαμε τον ρόλο μας, καθημερινά. Έπρεπε να είμαστε ντυμένες από κάτω με το κορμάκι μας και τα κολάν μας, το μαλλί πάντα μόνιμα κότσος και λακ και τσιμπιδάκια, σε μία φάση άρχισαν να μου πέφτουν τα μπροστινά μου μαλλιά, είχα αραίωση.
Ακολουθούσαμε πολύ αυστηρό πρόβλημα διατροφής, πηγαίναμε και κάθε μέρα μας ζυγίζανε. Και θυμάμαι ένα περιστατικό, που σε κάποια φάση ήμουνα 200 γραμμάρια παραπάνω από τη μέτρηση της προηγούμενης μέρας.
"Με ρώτησε η προπονήτριά μου: «Τι έφαγες;» Και της είπα: «Έφαγα δύο μπιφτέκια με πατάτες φούρνου». Και μου κάνει: «Γιατί δύο; Έπρεπε να φας ένα!»"
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να με βγάλει έξω στο γήπεδο να τρέξω, να τρέχω μόνη μου δεν θυμάμαι πόσους γύρους, να γυρίσω μέσα, να μη συμμετέχω στην προπόνηση που κάναν τα υπόλοιπα κορίτσια και να πάω ξεχωριστά μόνη μου και να κάνω 100 σετ κοιλιακούς, 100 σετ ραχιαίους, 100 σετ push-ups και μετά να κάνω και 1000 σκοινάκι μπροστά, 1000 σκοινάκι πίσω, 1000 σταυρωτά, σαν τιμωρία και για να κάψω το ένα μπιφτέκι παραπάνω που έφαγα...
Εγώ όμως αγαπούσα τη ρυθμική και την πειθαρχία της, την αφοσίωση στον στόχο. Έτσι κι αλλιώς, στο σπίτι, μετά τον χωρισμό των γονιών μου, δεν ένιωθα καλά. Προτιμούσα να περνάω έξι ώρες από τη μέρα κάπου που μπορώ να εκφραστώ μέσα από την άσκηση και τον χορό. Ήταν η διαφυγή μου. Και δώσ’ του ξυπνήματα, μελανιές, τούμπες… Άλλα κορίτσια έλεγαν στις μαμάδες τους: «Δεν μπορώ άλλο, θέλω να φύγω». Εγώ ποτέ. Απλά έλεγα στον εαυτό μου: «Όταν πονάμε χαμογελάμε». Κι η δική μου μαμά συνέχιζε να υποχρεώνεται σε φίλους και γνωστούς για να με πηγαινοφέρνουν στις προπονήσεις, αφού η ίδια δεν είχε μεταφορικό μέσο. Με στήριζε και με άφηνε να κάνω αυτό που θέλω. Σαν να ήξερα πολύ καλά τι κάνω, σε αυτήν την πρώτη δεκαετία της ζωής μου.


Για λίγα χρόνια λειτουργούσα έτσι, αυτόματα. Ένα καλοκαίρι, έμαθα τυχαία ότι η δασκάλα μου κάνει κρυφά προπονήσεις σε κάποιες κοπέλες, τις οποίες ήθελε να προωθήσει στην Εθνική ομάδα. Πάγωσα. Ήμουν έντεκα χρονών, και ξαφνικά το «παιχνίδι» είχε πλέον μέσα του τον ανταγωνισμό. Και στο μυαλό μου φυτεύτηκε για πρώτη φορά το: "Είμαι αρκετά καλή;" Ως τότε, δεν είχα νιώσει ποτέ έτσι. Έβλεπα τις φίλες μου στο ταπί να κάνουν το πρόγραμμά τους κι έλεγα στη μαμά μου ότι έχω πολύ άγχος. Εκείνη μου απαντούσε: «Δε γίνεται να έχεις άγχος για άλλους», τόσο σίγουρη, που εγώ μετά αναρωτιόμουν αν έκανα κάτι κακό ή αν έλεγα ψέματα.
Κάποιες κοπέλες αποφασίσαμε τότε να φύγουμε από την ομάδα και να πάμε στην Αργυρούπολη, που είχε μια ομάδα πολύ ανώτερου επιπέδου, για να προπονηθούμε κι εμείς ανάλογα. Έγινα «η καινούργια» και ήταν η περίοδος που σύντομα θα μας έβλεπαν κι εμάς από την Εθνική.
Προπόνηση στην Αργυρούπολη. Ξεκινάω…1-2-3, ακούω ένα «χρακ!» και με πιάνει νευρικό γέλιο. Πέφτω κάτω, δεν μπορώ να περπατήσω. Με παίρνει προπονήτριά μου σηκωτή, με πάει στον πάγκο, και με ακούει να γελάω. Και μου λέει: «Τι;» Της λέω: «Δεν μπορώ να κουνήσω το πόδι μου». «Τι εννοείς δεν μπορείς να… αφού γελάς!» Λέω: «Υποφέρω».
Ρήξη χιαστού. Κι ονείρου.
Για λίγο, προσπάθησα να κρατήσω την ιδέα της ρυθμικής και της Εθνικής ημι-ζωντανή, πηγαίνοντας στις προπονήσεις με γύψο. Λίγο χεράκια, λίγο κορύνες… δεν είχε νόημα. Κινούμουν κι εγώ σαν ημι-ζώντανη, ένα εντεκάχρονο ζόμπι χωρίς κανέναν πραγματικό προορισμό. Στο τέλος, έπαθα και λοιμώδη μονοπυρήνωση. Τη μέρα που το έμαθα, βγήκα από το ταπί και δεν ξαναμπήκα ποτέ.
Συνέχισα στο σχολείο κανονικά, μετά ΙΕΚ και δουλειά, σαν όλα αυτά να μην είχαν συμβεί ποτέ. Ίσως και να προστατεύτηκα από μια μεγαλύτερη αποτυχία, δεν ξέρω. Απλά τα έσβησα όλα.
Δώδεκα χρόνια μετά, τυπική μέρα μου. Ήμουν είκοσι ενός και δούλευα σερβιτόρα σε ένα μπαρ στο Παγκράτι, το οποίο φιλοξένησε τότε μια επίδειξη από μια σχολή pole dancing. Τα παιδιά έστησαν τον στύλο, το stage, ανέβηκε η χορεύτρια κι εγώ εκεί, κόλλησα. Σαν να έγινε κάποιο κλικ μετά από χρόνια, έβλεπα πάλι μπροστά μου δύναμη, χορό, ευλυγισία, δηλαδή την παλιά μου ζωή. Το έψαξα αμέσως, το ξεκίνησα κρυφά (γιατί είσαι και δαχτυλοδεικτούμενη όταν κάνεις pole «με το βρακί») και στο πρώτο μάθημα, έκανα μετά από δέκα χρόνια και πάλι σπαγγάτο.
Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή απελευθέρωσα όλες τις εμπειρίες μου από τη ρυθμική, κάθε μελανιά, χτύπημα της δασκάλας, ξύπνημα, πάγωμα. Σαν εγώ να τα άφησα κι εκείνα να ήρθαν να με βρουν, για να τα συγχωρήσω.
Από εκεί, ξεκίνησε για μένα μια ανακουφιστική και δημιουργική πορεία, με νέες προπονήσεις, με απέραντη υποστήριξη από την pole κοινότητα, καλό ανταγωνισμό, επιτυχία και πάνω απ’ όλα, τόλμη. Μετά από τρία χρόνια, είμαι πλέον δασκάλα και μαθήτρια pole dancing κι ακροβατικών, και πιέζω κάθε μέρα τον εαυτό μου και τους μαθητές μου για ένα μόνο πράγμα: Να μην κατέβουμε ποτέ από τον στύλο χωρίς να έχουμε δώσει την ψυχή μας, να μην αναρωτιέται κανείς αν μπορούσε και καλύτερα.


Όταν ανεβαίνω στη σκηνή το διασκεδάζω, βλέπω τα λάθη μου τη στιγμή που τα κάνω και χαμογελάω στη δασκάλα μου, που είναι και το χορευτικό μου ζευγάρι. Μαζί δημιουργήσαμε και κάποιες νέες ασκήσεις pole dancing, με δική μας καινούργια τεχνική, που κανένα σχοινάκι δεν μπορεί να μας «διορθώσει».