Γεννήθηκα στον Ασπρόπυργο Αττικής σε μια κτηνοτροφική-αγροτική οικογένεια. Κι αφού γεννήθηκα εγώ, της μάνας μου της ήρθε κόλπος! Και σκεφτόταν, να με πετάξει από το παράθυρο, γιατί τότε τα κορίτσια καλέ δεν τα θέλανε. Τότε έπρεπε να στάξεις λίρες για να παντρέψεις τα κορίτσια, τότε. Και πάει επίσκεψη ένας πρώτος ξάδερφός της και τη βρήκε που έκλαιγε και της λέει: «Γιατί, ρε Μαρία, κλαις;». Λέει: «Να σου πω, Γιώργο, να σου εκμυστηρευτώ. Έκανα», λέει, «κορίτσι και θέλω να το πετάξω!» «Τι είπες, μωρέ; Πώς θα πετάξεις το κορίτσι από το παράθυρο; Άστο, αυτό θα γίνει καμία κοπέλα να κάψει καρδιές, μωρέ! Θα γίνεις εγκληματίας; Θα πας φυλακή μωρέ, πώς θα το πετάξεις το κορίτσι;» Κι όπου με έβρισκε ο μπάρμπας μου, έλεγε: «Από μένα ζεις, γιατί θα σε πέταγε η μάνα σου, η παλαβή, απ’ το μπαλκόνι!»
Ο πατέρας μου είχε ζώα και μαγαζί στον Ασπρόπυργο, κρεοπωλείο και το εμπόριο. Τότε, τα ζώα που τα ‘φερνε ο πατέρας μου από διάφορα μέρη της Ελλάδος, δεν υπήρχανε σφαγεία να πα’ να τα σφάξουνε και τα σφάζανε στα σπίτια, στις αχυρώνες, στα… Ο πατέρας μου τα ‘σφαζε στην αυλή κι έβλεπες στην αυλή εκεί πέρα, Βαγγελίστρα μου, το τι γινότανε, να σφάζεις τόσα ζώα! Τι βρόμα και τι αίματα και τι αντερομάνι και τι δέρματα! Ο αδερφός μου, επειδή αγαπούσε τη δουλειά, ας πούμε, το χασαπλίκι, λέει: «Θα φτιάξουμε ένα μαγαζί στην Αθήνα». Και φτιάχνουμε πράγματι ένα μαγαζί στην Αθήνα, στην Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα, στον Βοτανικό.
Κάποια στιγμή, πάει ο αδερφός μου φαντάρος. Άρχισα εγώ μέσα στο μαγαζί σιγά-σιγά. Τι ‘μουνα; Δεκαεφτά χρονών; Πάλευα κι εγώ, μ’ άρεσε! Ήθελα εκεί να κόβω κιμά, να ξεκοκαλίζω, να κάνω… Και μετά πήρα το χαντζάρι, σιγά-σιγά-σιγά. Τι θα μου ‘λεγε ο πατέρας μου; Ο πατέρας μου ήθελε να δουλεύω, τι θα μου έλεγε ο πατέρας μου, θα μου ‘λεγε: «Α, είσαι κοπέλα και πρέπει να είσαι “μη μου απτου” και τι θα πούνε: “Μια χασάπαινα;”» Τι λες ρε; Μου ‘λεγε: «Εδώ, κόψε! Πιο δυνατά, πιο δυνατά!» ώσπου να πάρω τον αέρα. Μέχρι που πήρα τον αέρα και μετά ήθελα πέντε, πέντε κόφτες ήθελα! Δεν ξέρω, ήμουνα δυνατή, δεν ξέρω, γιατί αυτό θέλεις και δύναμη να κόψεις το κρέας, δεν είναι έτσι παίξε-γέλασε να σπάσεις τα κόκαλα. Αυτό θέλει δύναμη, δεν είναι έτσι άντε. Τίποτα, τίποτα! Μου φαινόταν άνετο.
Κι έγινα πρώτος χασάπης, η πρώτη χασάπαινα γυναίκα ήμουνα στην Αθήνα, ήμουνα εγώ. Μπορεί να ήταν και σ’ όλη την Ελλάδα, ήμουνα εγώ. Ήμουνα μέσα στο μαγαζί και το κράταγα το μαγαζί μόνη μου, σχεδόν μόνη μου το κράταγα το μαγαζί.
Πούλαγα χίλια κιλά κρέας τη βδομάδα μόνη μου, αρνιά, γουρούνια, μουσχάρια, που έπρεπε να το κόψεις. Δεν είχαμε κορδέλα ηλεκτρική τότε να κόβουμε, με το χέρι το πριόνι! Έπιανα ένα μπούτι μοσχάρι και το έβαζα στην τσιγγέλα, λες κι έπιανα κάνα κοτόπουλο. Πέταγα, πέταγα! Με φοβήθηκαν οι καλύτεροι κόφτες της κρεαταγοράς!
Υπήρχαν δουλειές τότε, δούλευαν οι οικοδόμοι, γινότανε η οικοδομή, δουλεύανε ο κόσμος, ψώνιζαν. Τι να σου πω, ουρά ο κόσμος να ψωνίζει, είχε λεφτά. Ερχόταν την Παρασκευή κι είχε το παντελόνι γεμάτη η τσέπη του λεφτά, του οικοδόμου. Δούλεψα πάρα πολύ, πάρα πολύ. Στις γιορτές έβγαζα πάρα πολλά λεφτά. Έβγαζε λεφτά. Είχε ποσοστό κέρδους πολύ το κρεοπωλείο.
Ήμουνα όμως πάρα πολύ γερός άνθρωπος, ούτε έπινα, ούτε ξενύχταγα. Γιατί δεν κόταγα κιόλας! Πού να ξενυχτήσω; Ο πατέρας μου ήτανε περίεργος, δεν ήτανε: «Άντε, σήμερα, τώρα θα πάω με τη φίλη, μπαμπά, για καφέ» ή «Αύριο θα βγω», δεν είχαμε τέτοια. Λένε: «Μα δουλεύεις εκεί πέρα, δεν είχες φόβο να σου ριχτεί κανένας;» Εγώ δούλεψα μέσα στο μαγαζί, που το κρεοπωλείο είναι μία αντρική δουλειά, κι όμως με τον τρόπο μου δε μου μίλησε κανένας να μου κολλήσει ή να μου πει… Γιατί ήξερα πώς συμπεριφερόμουνα και τον είχα τον άλλονε σε απόσταση. Μετέπειτα, γνωρίστηκα με τον άνδρα μου. Ο άντρας μου ήταν αστυνομικός κι ήτανε φίλος με τον αδερφό μου. Έρχονταν ο άντρας μου εκεί στο μαγαζί κι εκεί ερωτεύτηκα με τον άντρα μου εγώ. Αλλά έρχονταν ο άντρας εκεί, τάχα αστυνομικός, τάχα κολοκύθια κι από ‘κεί, τα ψήσαμε.
Αρχίσανε μετά τα μικρομάγαζα, τα κρεοπωλεία, τα παραδοσιακά κρεοπωλεία, αρχίσανε κι έκοβε η δουλειά. Γιατί; Γιατί πήγαινε ο κόσμος, έπεσε με τα μούτρα στα σούπερ μάρκετ. Το παίρνανε πιο φθηνό. Λίγες φορές εγώ Πάσχα είχα χάσει τώρα τελευταία και δύο εκατομμύρια... Ένα Πάσχα που τα ‘βαλε ένα σουπερμάρκετ που ήταν κάτω στη Βουλιαγμένης κι έλεγε: «9, 9 τα κατσίκια και τ’ αρνιά» κι εγώ τα είχα αγοράσει πιο ακριβά απ’ ότι τα πούλαγε αυτός! Μου μείνανε εμένα, έχασα δύο εκατομμύρια. Άντε τον άλλο χρόνο, άντε. Μετά απηύδησα…
Τριάντα χρόνια γεμάτα δούλεψα μέσα στο κρεοπωλείο. Το κρέας μ’ έχει γεννήσει! Το κρεοπωλείο ήταν η ζωή μου. Και να πεθάνω, θα το θυμάμαι. Δεν το έχω ξεχάσει ποτέ, ποτέ!