Γενικά, το να ‘σαι στη θάλασσα, είναι επικίνδυνο. Το να είσαι στη θάλασσα στις συνθήκες που ταξιδεύουν πρόσφυγες, είναι εφιαλτικό. Δεν είναι καν επικίνδυνο, είναι εφιαλτικό.
Λέγομαι Ιάσονας Αποστολόπουλος. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τις διασώσεις προσφύγων το 2015 στη Λέσβο, σε ένα μικρό ψαροχώρι, στη Σκάλα Συκαμιάς. Τον Οκτώβριο του 2015, στο απόγειο των προσφυγικών αφίξεων, με μια ομάδα αλληλέγγυων από την Αθήνα, πήραμε την απόφαση να πάμε στη Λέσβο και να στήσουμε μια δομή αλληλεγγύης ακριβώς στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού, δηλαδή, ακριβώς στην παραλία στην οποία έφταναν οι βάρκες από την Τουρκία.
Οι πρώτες μου εικόνες με το που έφτασα στο νησί, ήταν μια κατάσταση παντελώς εκτός ελέγχου. Δηλαδή, ήσουν στην παραλία, κοίταγες τη θάλασσα κι έβλεπες παντού μαύρες κουκκίδες, δηλαδή, είχες εκατό βάρκες τη μέρα να έρχονται μόνο στην παραλία που ήμασταν εμείς. Έβλεπες, δηλαδή, ένα μαζικό κύμα φυγής, σε μία βάρκα να είναι ένα ολόκληρο χωριό μέσα, γονείς, μητέρα, παιδιά, ακόμα και τα κατοικίδιά τους. Να βλέπεις παιδάκια να κουβαλάνε τις γάτες τους και να περνάνε το Αιγαίο με ένα πλαστικό βαρκάκι.
Είχαμε έκτακτα περιστατικά όλο το εικοσιτετράωρο. Μέρα-νύχτα, πρόσφυγες βγαίναν σε βράχια και γκρεμοτσακίζονται και τους βγάζαμε με σπασμένα χέρια και πόδια. Βγαίνανε μωρά με υποθερμία κι έπρεπε γρήγορα να τα αλλάξουμε, για να μην πάθουνε, να μην πεθάνουν. Όλη η ακτογραμμή της Λέσβου, ουσιαστικά, ήταν ένα απέραντο σημείο αφίξεων ανθρώπων.
Το γεγονός που μας επηρέασε όσο τίποτε άλλο και προσωπικά μού άλλαξε τη ζωή για πάντα, ήταν το μεγάλο ναυάγιο στις 28/10/2015 στον Μόλυβο της Λέσβου, όπου ένα ξύλινο καΐκι με τριακόσιους πρόσφυγες βούλιαζε, real time, το βλέπαμε, βούλιαζε ένα μίλι μακριά από την ακτή κι εμείς ήμασταν στην παραλία και το κοιτούσαμε και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε οι διασωστικές ομάδες στο νησί, δεν υπήρχαν ούτε ΜΚΟ στο νησί που να επιχειρούν στη θάλασσα, δεν υπήρχε τίποτα. Το λιμενικό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, είχε ένα σκάφος στην περιοχή.
Ήταν μια κατάσταση που βγαίνανε νεκροί και τραυματίες ασταμάτητα. Οι μόνοι που τρέξανε ήταν οι ψαράδες του χωριού. Οι ψαράδες του χωριού σώσαν πάρα πολύ κόσμο εκείνη την ημέρα. Πάνω από εξήντα τρεις άνθρωποι πνίγηκαν, η θάλασσα ξέβραζε πτώματα για μέρες. H παραλία του Μολύβου είχε γεμίσει παιδιά αναίσθητα που τους κάνανε ΚΑΡΠΑ, δηλαδή, έβλεπες παντού σώματα καλυμμένα με κουβέρτες, άλλοι νεκροί, άλλοι ζωντανοί, με σειρήνες ασθενοφόρων… μια κατάσταση εμπόλεμη.
Την ίδια μέρα κάναμε συνέλευση το βράδυ κι είπαμε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, δε γίνεται αυτό το πράγμα. Πρέπει να φτιάξουμε μια ομάδα διάσωσης. Και τότε ενημέρωσα εγώ τη συνέλευση ότι έχω ένα, η οικογένειά μου έχει ένα μικρό φουσκωτό στην Αθήνα. Κι αν βάλουμε όλοι μαζί χρήματα, μπορούμε να το φέρουμε στη Λέσβο, να το επιδιορθώσουμε και να στήσουμε ομάδα διάσωσης. Κι όντως, έτσι έγινε.
Και το έφερα στη Λέσβο, βρήκαμε και δύο γιατρούς, τρεις ναυαγοσώστες κι έναν άνθρωπο που μεταφράζει από αραβικά και φαρσί σε ελληνικά και φτιάξαμε την πρώτη ομάδα διάσωσης του νησιού, την ομάδα διάσωσης του Πλατάνου. Κι ουσιαστικά, ήμουνα ο κυβερνήτης του σκάφους για τους υπολοιπους εννέα μήνες. Έτσι ξεκίνησε η εμπλοκή μου με το θέμα των διασώσεων.
Η βόρεια ακτή της Λέσβου είναι ναρκοπέδιο με υφάλους για αυτό κι είχαμε τόσα ναυάγια. Οι πρώτοι που μας εκπαίδευσαν κι εμάς ήταν οι ψαράδες, δηλαδή, οι ψαράδες του χωριού μού δείξανε πώς να ρυμουλκείς τις βάρκες χωρίς να τους κάνεις ζημιά, πώς να τις προσεγγίζεις, ποια είναι ευάλωτα σημεία σε κάθε βάρκα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάναν διασώσεις πολύ πριν πάμε εμείς εκεί. Μου δείξανε που είναι οι ύφαλοι, ποια ακρωτήρια είναι επικίνδυνα, πώς να προσεγγίζεις, γιατί πάρα πολλές διασώσεις που κάναμε εμείς ήταν ουσιαστικά απεγκλωβισμοί από γκρεμούς. Δηλαδή, βγαίναν οι πρόσφυγες μέσα στη νύχτα, δεν ξέρουν καν πού πάνε. Οπότε πήγαινα με το φουσκωτό και τους απεγκλωβίζαμε λίγους-λίγους και τους φέρναμε στο χωριό.
Από τον Οκτώβρη μέχρι τον Γενάρη που ήταν το μεγάλο κύμα, που ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν μέσα από τα ελληνικά νησιά, ήτανε όχι απλά καθημερινό, ήτανε ωριαίες οι αφίξεις. Κάθε ώρα, κάθε μέρα και με μποφόρ και με 7-8 μποφόρ, οι άνθρωποι ερχόντουσαν ασταμάτητα. Και με κάθε είδους βάρκα.
Θυμάμαι μια βάρκα, η οποία όταν φτάσαμε, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε κάτι χέρια τεντωμένα. Και δεν κατάλαβα τι είναι αυτό. Και με το που πλησίασα παραπάνω, είδα ότι τα χέρια τα τεντωμένα ήτανε άνθρωποι, οι οποίοι κρατάγανε ψηλά τα μωρά τους και μας παρακαλούσαν να τα πάρουμε πρώτα για να σωθούν στα σίγουρα, για να μην πνιγούν. Γιατί το νερό είχε φτάσει μέχρι το στήθος. Οι υπόλοιποι επιβαίνοντες αδειάζαν νερό με τα παπούτσια τους. Είδα ανθρώπους να αδειάζουν νερό με τις χούφτες και με τα παπούτσια τους απ’ τη βάρκα. Γιατί μιλάμε τώρα για ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ θάλασσα στη ζωή τους. Οι Αφγανοί αναφέρονταν στο Αιγαίο ως «το ποτάμι που καίει». Ή ένας άλλος, μου είχε πει: «Πολύ αλμυρή η λίμνη σας!» Όχι απλά δεν έχουν δει ποτέ θάλασσα στη ζωή τους, απλά μπήκαν σε ένα φουσκωτό και τους είπαν: «Πηγαίντε από κει».
Στη Λέσβο κάτσαμε μέχρι τον Ιούνιο του ‘16. Και μετά, επειδή οι αφίξεις προσφύγων σχεδόν εκμηδενίστηκαν μετά τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, εμείς κλείσαμε τη δομή κι αποχωρήσαμε, γιατί δεν ήμασταν από κει. Οπότε έτσι ξεκινάει δεύτερο κεφάλαιο της ενασχόλησής μου με τις διασώσεις, που είναι η Κεντρική Μεσόγειος, δηλαδή, η θάλασσα μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης. Οπότε όταν εμείς κλείσαμε τη δομή στη Λέσβο, έμαθα ότι τα διασωστικά καράβια στη Μεσόγειο ζητάνε ανθρώπους με εμπειρία, οπότε λόγω της εμπειρίας της Λέσβου έκανα μια αίτηση σ’ ένα από τα καράβια εκεί και με πήρανε.
Η Κεντρική Μεσόγειος είναι μακράν το πιο θανατηφόρο θαλάσσιο πέρασμα στον πλανήτη. Τα τελευταία εφτά χρόνια έχουνε χαθεί πάνω από είκοσι τρεις χιλιάδες άνθρωποι κι ουσιαστικά, η λέξη «πέρασμα» είναι παραπλανητική. Στη Μεσόγειο όμως, επειδή οι αποστάσεις είναι τόσο απέραντες, εκεί δεν έχεις αναφορά την ακτή. Είσαι εσύ, είσαι μόνος σου, πρέπει να τα φέρεις εις πέρας με ό,τι έχεις πάνω στο πλοίο.
Ήτανε σοκαριστική η διαφορά με τη με τη Λέσβο. Οι βάρκες είναι τόσο υπερφορτωμένες και τόσο κακής ποιότητας, που με ελάχιστο κύμα διαλύονται ή αναποδογυρίζουν. Στη Μεσόγειο, έχουμε βάρκες που κουβαλάνε μέχρι κι εξακόσιους ανθρώπους μέσα. Τα λεγόμενα «πλωτά φέρετρα». Εξακόσιοι άνθρωποι. Συνήθως είναι ξύλινα καΐκια, που έχουνε δύο καταστρώματα. Και στο κάτω, στα αμπάρια, οι άνθρωποι εκεί είναι τόσο στριμωγμένοι, που έχουμε δει για να χωρέσουνε να πατάει ο ένας στο κεφάλι του άλλου, άνθρωποι να πεθαίνουν από ασφυξία και να ταξιδεύουν ζωντανοί μαζί με τους νεκρούς για ώρες.
Στη Μεσόγειο, είναι ένας αγώνας δρόμου οι διασώσεις. Δηλαδή, αν δεν εντοπίσουμε αυτές τις βάρκες, ειδικά τις φουσκωτές, αν δεν τις εντοπίσουμε άμεσα, μετά από λίγο τα μπαλόνια χάνουν αέρα, οι άνθρωποι πέφτουν στο νερό και πνίγονται. Είναι ένα απέραντο νεκροταφείο χωρίς καν να βλέπεις τους τάφους. Δηλαδή, ακόμα και στον πόλεμο έχεις μια εικόνα πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν. Εμείς δεν έχουμε.
Το πρώτο πράγμα που μας ρωτάνε οι πρόσφυγες είναι: «Πού πάει το πλοίο; Πού πάμε; Αν πάμε πίσω στη Λιβύη, προτιμώ να πεθάνω, προτιμώ να βουτήξω στη θάλασσα». Όλοι οι άνθρωποι που διασώζουμε έχουν τραύματα στο κορμί τους από βασανιστήρια. Όλοι έχουν πουληθεί ως σκλάβοι δύο και τρεις φορές ο καθένας κι όλες οι γυναίκες έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά από παραπάνω από έναν άντρες στη Λιβύη. Δηλαδή, η Λιβύη είναι μια κόλαση για τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Είναι ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο δικό μας καράβι, το Aquarius, δεχτήκαμε μια επίθεση από το λιβυκό λιμενικό, την ώρα που διασώζαμε τους πρόσφυγες. Δηλαδή, είχαμε ξεκινήσει τη διάσωση, ήμαστε στη βάρκα, είχαμε δώσει σωσίβια σε εκατό-εκατόν πενήντα ανθρώπους. Κι από το πουθενά, εμφανίζεται ένα σκάφος του λιβυκού λιμενικού.
Ακούμε ριπές από ένα πολυβόλο που έχουνε στην πλώρη μπροστά. Πέσαμε όλοι κάτω στο πάτωμα. Θυμάμαι ότι επειδή δεν είχα καν χώρο να καλυφθώ στο φουσκωτό, γιατί είχα πρόσφυγες, είχαμε πρόσφυγες μέσα κι απλά έβαλα τα χέρια μου από εκεί που θεώρησα ότι μπορεί να έρθουν σφαίρες, στο κεφάλι. Και μετά τους είδαμε, πλησιάσαν, πλησιάσαν παραπάνω. Κι αυτοί κάναν «ντου» στη βάρκα των προσφύγων, που είχανε μείνει γύρω στους εβδομήντα ακόμα πρόσφυγες, εμείς είχαμε πάρει τους μισούς. Κι άρχισαν να τους ξυλοκοπούν μπροστά μας με τους υποκόπανους των καλάσνικοφ, τους χτυπάγανε και τους απειλούσαν ότι: «Άμα κουνηθείτε, θα σας εκτελέσουμε!» Αλλά επειδή οι πρόσφυγες είχαν ήδη πάρει σωσίβια, εμείς τους είχαμε δώσει σωσίβια, πέσαν όλοι στη θάλασσα για να γλιτώσουν κι οι άνθρωποι κολυμπούσαν με τα σωσίβια προς το πλοίο μας. Οπότε, εμείς βάλαμε μπροστά τις μηχανές με το φουσκωτό και τρέχαμε να τους διασώσουμε, οι Λίβυοι τρέχανε από την άλλη να τους αιχμαλωτίσουν κι όποιος προλάβαινε, έπαιρνε όποιον άνθρωπο προλάβαινε! Αλλά εγώ είδα με τα μάτια μου τους Λίβυους να αφαιρούν σωσίβια από πέντε ανθρώπους τουλάχιστον, για να πνιγούνε.
Δεν ξέρω τι έγινε, πόσους διασώσαμε, ήταν τόσο χαοτική η κατάσταση που κάποιοι κολύμπησαν στο καράβι μας, κάποιους τους πήραμε, κάποιοι επιστράφηκαν στη Λιβύη. Αλλά θυμάμαι που μια άλλη βάρκα που ήταν δίπλα, είχε πάει το λιβυκό Λιμενικό πρώτα σε αυτούς κι επειδή δεν είχαν σωσίβιο αυτοί, δεν τόλμησε κανείς να βουτήξει στη θάλασσα, γιατί δεν ξέρουν κολύμπι. Οπότε τους βλέπαμε να απομακρύνονται με το λιβυκό λιμενικό μέσα να τους οδηγεί προς τη Λιβύη.
Και ξαφνικά, βλέπουμε έναν άνθρωπο, μόνο έναν, να βουτάει! Μόνος του. Ένας βούτηξε να γλιτώσει. Τον βλέπουμε, τρέχουμε με το φουσκωτό καταπάνω του, τρέχουν κι οι Λίβυοι να τον μαζέψουνε και φτάνουμε ταυτόχρονα πάνω από τον άνθρωπο. Ο οποίος, κρέμονται κάτι σχοινιά από το φουσκωτό, από την πλώρη και πιάστηκε απ’ τα σκοινιά και πάμε να τον μαζέψουμε. Κι έρχονται οι Λίβυοι και μας κάνουν τα όπλα «έτσι» και μας λένε: «Όχι». Λέμε: «Τι εννοείς;» «Αφού βούτηξε», λέει, «θα πεθάνει, θα μείνει στη θάλασσα». Λέμε: «Είναι ένας άνθρωπος! Είναι ένας άνθρωπος!» Λέει: «Όχι, όχι, βούτηξε. Τους είχαμε πει: “Αν βουτήξετε, να πεθάνετε”. Θα το κάνουμε πράξη».
Και κάναμε παζάρια για τη ζωή του ανθρώπου. Και λέγαμε, τους λέγαμε ότι: «Εντάξει, έχετε πάρει όλη τη βάρκα. Ορίστε, έχετε πάρει εκατόν πενήντα, ένας είναι, αφήστε τον. Είναι ένας άνθρωπος, δεν μπορεί να τον αφήσει να πνιγεί. Έχουμε κάμερες, σας καταγράφουν, δε γίνεται να μείνει μες στη θάλασσα». Και μας λέγανε: «Όχι όχι, όχι» κανά πεντάλεπτο. Ώσπου σε κάποια φάση, εντάξει, τον τραβήξαμε. Τον τράβηξα εγώ με το χέρι μου και με έναν άλλον κι απλά τον πήρα πάνω, ανεξάρτητα από τι θα συμβεί. Κι ο άνθρωπος μάς φίλαγε τα χέρια, δηλαδή, τα οποία… Δεν έχω δει τέτοια, τέτοια έκφραση χαράς κι ανακούφισης, δεν έχω ξαναδεί ποτέ. Ναι, αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη μέρα στη θάλασσα. Αυτά γίναν την ίδια μέρα.
Θυμάμαι μια μέρα που ήταν Δεκέμβρης, ήταν… είχε πολύ κρύο κι όταν ανεβάσαμε τους ανθρώπους στο καράβι μας, διαπιστώσαμε ότι δύο γυναίκες ήταν αιναίσθητες και δεν προλάβαμε καν να τις επαναφέρουμε και πέθανανε. Δηλαδή, είχαμε δύο γυναίκες νεκρές από το κρύο. Κι ειδικά τη μία γυναίκα προσπαθούσαμε πολλή ώρα να την επαναφέρουμε, αλλά δυστυχώς, πέθανε στο κρεβάτι της κλινικής μας. Κι ειδοποιήσαμε το λιμενικό ότι από τετρακόσιους πενήντα πρόσφυγες που είχαμε στο κατάστρωμα, πλέον είχαμε τετρακόσιους σαράντα οχτώ, γιατί χάθηκαν δύο άνθρωποι.
Και το ίδιο βράδυ που συνέβη αυτό, μια άλλη γυναίκα την πιάσανε οι πόνοι της γέννας, ήταν έγκυος. Μια γυναίκα από τη Νιγηρία. Και δεν προλαβαίναμε ούτε να πάμε Ιταλία, ούτε να ‘ρθει ελικόπτερο, ζητήσαμε ελικόπτερο και δεν μπορούσε να έρθει. Οπότε ξεκινάει να γεννάει πάνω στο πλοίο. Η γέννα ήταν δύσκολη. Όλοι, ξέρεις, αγχωθήκαμε για το, για το χειρότερο. Αλλά τελικά, όλα πήγαν καλά και στο κρεβάτι που το πρωί χάσαμε μια ζωή, το βράδυ γεννήθηκε μια νέα ζωή.
Διασώζουμε ανθρώπους, επειδή κανείς άλλος δεν το κάνει. Επειδή αν δεν είμαστε εμείς εκεί, θα πνιγούν όλοι. Δηλαδή, στη θάλασσα είναι μόνο ναυαγός o άλλος. Δε μετράει καμία ιδιότητα, δεν έχει σημασία. Και serial killer να ‘ναι, οφείλεις να τον διασώσεις. Τον πας στην ακτή και στην ακτή, θα δεις τι είναι. Στην ακτή κοιτάμε τι είναι, αν είναι πρόσφυγας, μετανάστης, ξέρω γω, τζιχαντιστής, δεν ξέρω τι. Αλλά στη θάλασσα, είναι μόνο ναυαγοί.
Εννοείται ότι έχω σκεφτεί να σταματήσω, γιατί είναι επώδυνο. Αλλά είναι τόσο μεγάλη ανάγκη να είμαστε εκεί έξω, που αυτό μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε να το κάνουμε. Γιατί; Γιατί δεν έχουμε περιθώριο να σταματήσουμε αυτό. Δεν έχουμε περιθώριο. Αν δεν είμαστε εμείς εκεί, δε θα είναι κανείς.