Είμαι μία γιαγιά που έχω ζήσει κάποιες εμπειρίες στη ζωή, λόγω της ηλικίας μου. Είμαι στη φάση που μπορώ ακόμα να χαίρομαι αυτά που δημιούργησα, και τα καλά και τα κακά, και κοιτώντας προς τα μπρος, πάντα.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν φουλ μέσα στον πόλεμο, αλλά εγώ ήμουν αρκετά μικρή για να το καταλαβαίνω αυτό. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί κι άρχισε εκείνο το φρικτό του Εμφυλίου πολέμου, πολλοί άνθρωποι διώχθηκαν, εκείνη την εποχή. Μέσα σε αυτούς, ήταν και ο πατέρας μου.
Θυμάμαι καταρχήν μία σκηνή: Η αυλή μας είχε μία τζαμαρία μπροστά. Κάποια στιγμή, ένα πρωινό, είδα κάποια κεφάλια με στολή και με πηλίκια να μπαίνουν από την πόρτα της αυλής και να χτυπάνε την πόρτα της κουζίνας. Ήταν στρατιωτικοί, αστυνομικοί, αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω εγώ. Είδα, όμως, ότι με το όπλο στο χέρι έβαλαν τη μητέρα μου στην άκρη, πήραν τον πατέρα μου. Κατηγορήθηκε ως αντι-δεξιός.
Στην αρχή υπήρχε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως κοντά στο Χασάνι, το έλεγαν έτσι τότε, κοντά στο αεροδρόμιο, στο Ελληνικό, το παλιό. Πήγαινε η μητέρα μου κάθε μέρα να τον βρει από μέσα από τα σίδερα, από τα κάγκελα, από τα σύρματα. Του πήγαινε λίγο ψωμί, λίγο, κάτι, ό,τι μπορούσε. Μία μέρα που είχε πάρα πολλά χιόνια, ήταν χειμώνας, φορώντας αντί για παπούτσια, χοντρές κάλτσες πάνω από τα παπούτσια και κρατούσε και το ψωμί κι ό,τι του είχε φτιάξει, τα κρατούσε πίσω, γιατί έμαθε ότι τους είχαν πάρει. Aπό εκεί και μετά, δεν ξέραμε πού τους είχαν πάει. Και μετά, από χρόνια, από αρκετό χρόνο, μάθαμε ότι ζει κάπου στην Αίγυπτο.
Η καλή πόρτα του σπιτιού μας ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο κι ήταν τρία σκαλιά μαρμάρινα κι από εκεί, έμπαινες στην πόρτα. Καθόμουν, λοιπόν, μαζί με την αδελφή της μητέρας μου στα σκαλιά και ξαφνικά, είδαμε από απέναντι να έρχεται ένας κύριος. Καμία σχέση με τον κομψό πατέρα που είχα --ήταν πολύ κοκέτης-- έναν ταλαίπωρο χριστιανό, γερασμένο, τελείως άλλη όψη. Κι όταν με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά, ήταν ο πατέρας μου. Αυτό θυμάμαι.
Από κάποια στιγμή και μετά, πήγαμε και σχολείο. Το «σπούδασες» για μία κοπέλα τότε, ήτανε πολύ μεγάλη κουβέντα. Εγώ είχα σαν όνειρο να γίνω ή χημικός ή γιατρός. Αντ’ αυτού έκανα στενογραφία, δακτυλογράφηση. Προσπάθησα να αποκτήσω όσο μπορούσα πιο πολλά προσόντα, για να βρω μια υπαλληλική θέση. Εκείνη την εποχή πρωτοήρθε στην Ελλάδα η IBM. Έγινα προγραμματίστρια, δούλεψα αρκετό καιρό έτσι. Είχε πέσει κι ο έρωτας στη μέση, παντρεύτηκα, ο χρόνος δε με έπαιρνε να κάνω τόσα πολλά.
Λίγο μετά τον γάμο μου, ήρθε η λαμπρή εποχή των '60. Που πια ζήσαμε, ζήσαμε πάρα πολύ ωραία. Το επάγγελμα του ανδρός μου ήτανε δημοσιογράφος και ζούσαμε σε έναν άλλο κύκλο, πιο κουλτούρας, ας πούμε. Και πηγαίναμε στις συναυλίες μας, πηγαίναμε στο θέατρο, πηγαίναμε στους κεντρικούς κινηματογράφους, είχαμε συγκεντρώσεις στα σπίτια που ήτανε πολύ όμορφες, με συζητήσεις, με μουσικές...
Σηκώθηκα το πρωινό, ντύθηκα ωραία και καλά κι έφυγα να περπατήσω προς την πλατεία, κάτω στο κέντρο, που ήταν η IBM. Όπως πήγαινα κάθε πρωινό, έβλεπα κι άλλους ανθρώπους να περπατάνε στα πεζοδρόμια. Εκείνο το πρωινό... δεν έδωσα σημασία. Ούτε το περίπτερο ήταν ανοιχτό έξω από την πόρτα μου, που συνηθίζα να του λέω: «Καλημέρα, γεια σας, τι κάνετε;» κι έφευγα. Προχωρώντας όμως προς το κέντρο της Αθήνας είδα κόσμο να γυρίζει πίσω και κάποια στιγμή, περνάει αντίθετα από μένα --εγώ πήγαινα προς τη δουλειά μου κι εκείνος γύριζε προς το σπίτι του-- ένας συνάδελφος, ο οποίος έντρομος, δε γύρισε το κεφάλι του να μου μιλήσει, απλώς μου είπε: «Γύρνα πίσω στο σπίτι σου, έχουμε δικτατορία, έχουμε συναγερμό, έχουμε επανάσταση! Φύγε, γύρισε στο σπίτι σου, δεν έχουμε δουλειά».
Εγώ δεν καλο-κατάλαβα και συνέχισα. Και βρέθηκα στην Ομόνοια, όπου είδα τανκς γύρω-γύρω και γύρισα και κοίταγα σαν το αγαθό! Και με πλησιάζει ένας ωραίος στρατιώτης και μου λέει: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» γιατί ήμουν και κοντούλα κι αδύνατη τότε. «Πάω στο δουλειά μου», του λέω, «τι "πού πάω;"». «Σε ποια δουλειά;» «Στην υπηρεσία την τάδε». «Γύρισε πίσω, πήγαινε στο σπίτι σου, έχει γίνει επανάσταση και δεν υπάρχει, είναι όλα κλειστά».
Είχα καταλάβει κάτι, έναν ψιλο-φόβο, ψιλο-στενοχώρια. Γύρισα σπίτι μου. Ξυπνάω τον άντρα μου, ο οποίος ήταν νυχτερινός στην εφημερίδα και δεν είχε γυρίσει πριν γίνει αυτό. Και του λέω: «Γύρισα πίσω, γιατί μου είπαν ότι έχει γίνει δικτατορία κι έχουμε επανάσταση!» «Τι είπες;» μου λέει.
Σηκώνεται, παίρνει το τηλέφωνο και του λένε «το και το». Τον βλέπω και ντύνεται γρήγορα, μου λέει: «Αυτό συνέβη», μου λέει. «Δεν είναι για να το περνάς έτσι. Είναι σοβαρό αυτό που συνέβη. Εσύ, ως μικρή, δεν έχεις ξαναζήσει. Εμείς, που έχουμε ξαναζήσει, ξέρουμε τι θα πει η δικτατορία». Μετά γυρίζω και ρωτάω τη μητέρα του, της λέω: «Και πόσο θα κρατήσει αυτό το πράγμα;» «Α, δεν ξέρουμε, παιδί μου» λέει. Λέω: «Κανέναν μήνα, κανέναν χρόνο;» «Όχι, παιδί μου», λέει. «Πολύ χρόνο».
Το πρώτο βράδυ ή το δεύτερο, ότι σκοτώσανε τον... Έλης τον λέγανε; Τον πρώτο Έλληνα που έπεσε, στον Ιππόδρομο. Τον τουφεκίσαν στον Ιππόδρομο.
Καιρό μετά, ας πούμε, τα βράδια μας έπρεπε να κλείνουμε το φως, να μαζευόμαστε. Πάνε θέατρα, πάνε κινηματογράφοι, πάνε συγκεντρώσεις, όλα αυτά. Ο άντρας μου... Κάποια στιγμή, έκλεισαν οι εφημερίδες. Το κυριότερο. Δημοσιογράφος χωρίς εφημερίδες, να κάνει τι. Τότε δεν είχε τηλεόραση. Είχες εφημερίδα κι ήσουν δημοσιογράφος. Τώρα, έπρεπε εγώ να ζήσω την οικογένειά μου. Για πάρα πολύ καιρό, ο άντρας έγινα εγώ. Πολλοί απ’ τους ανθρώπους εκείνους τότε αλλάξανε. Γίνανε, ξέρω ‘γώ, διαφημιστές, πουλούσαν στραγάλια στο Σύνταγμα, ό,τι θέλεις για να ζήσει ο καθένας. Ήτανε δύσκολα χρόνια.
Ο άντρας μου, παρότι δεν βρέθηκε στην εξορία σαν τον πατέρα μου, είχε ανακατευτεί αρκετά στα κινήματα αυτά. Το τελευταίο ήτανε το Κίνημα του Ναυτικού, όπου το γλίτωσε επειδή δεν έδωσε τον επόμενο, που ήτανε ο άντρας μου. Κι έτσι γλίτωσε. Δε βρέθηκε πάλι σε καμία Γυάρο. Εγώ, έπρεπε πριν κοιμηθώ να ετοιμάσω την καμπαρντίνα του αντρός μου, να βάλω από εκεί ρουχαλάκια, από εκεί κάναν ξηρό καρπό, από εκεί κάνα τσιγαράκι... Να τα έχω έτοιμα, αν έρθουν να τον πιάσουν. Πέρασε ένας χρόνος που πάρα πολλοί άνθρωποι φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουν.
Η καθημερινότητα ήτανε... αν την έβλεπε κανείς από μακριά, η ίδια πάντα, σαν την άλλη. Αλλά δεν ήτανε, ήτανε εικονική. Γιατί είχε, καταρχήν, πάψει η ελευθερία του Τύπου. Έπρεπε να μιλάς και να λες γελοιότητες και σαχλαμάρες. Ή να παρίστασαι σε πράγματα που σου φέρνανε και γέλιο και πόνο. Διότι «θα μιλήσει ο τάδε» κι «έχε υπόψη σου ότι σε καταγράφουμε ποιος μπήκε και ποιος βγήκε». Κι έπρεπε να είσαι εκεί και να λες: «Ζήτω» και να σου έρχεται τρέλα, να μπεις και να σε πατήσει το τραμ μετά...
Παρ' όλα αυτά, στην Πλάκα, υπήρχε μία ταβέρνα όπου πηγαίναμε και ακούγαμε τη Δημητρίου, που τραγουδούσε τα τραγούδια τα εναντίον της Χούντας κι όλα αυτά. Δεν είχαμε πάρει είδηση όμως ότι βγαίνοντας στην πόρτα, αυτός που μας έδινε το παλτό μας, έγραφε και τα ονοματάκια μας. Και ξαφνικά, μπορεί αν ήσουν καλός να τα περνούσες ή να τα έκανες με τρόπο και να μη σε πιάνανε, αλλά μπορεί να σου έρχόταν κι ένα χαρτάκι ότι απολύεσαι. Πολλοί άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν, πολλοί βασανίστηκαν. Το τέλος αυτό ήταν με το Πολυτεχνείο, αυτής της κατάστασης.
Όταν γύρισε ο Καραμανλής από τη Γαλλία, τον πρώτο καιρό ο άνθρωπος πρόσεχε, κρυβόταν σε κάποια διάφορα σημεία. Εμείς όμως δεν είχαμε το νου μας ότι έπρεπε ακόμα να φυλαγόμαστε. Και κάναμε στο σπίτι μας ένα πάρτι. Το είπαμε «πάρτι της ελευθερίας«. Εκείνο το πάρτι, μαζεύτηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι του πνεύματος, της μουσικής, του τραγουδιού κι επτά από τους φίλους μας ήτανε από τους φυλακισμένους, που ήταν φυλακλη στην Κρήτη, που ήταν φυλακισμένοι στην Αίγινα --οι Φιλιέοι ήτανε κι οι τρεις στην οικογένεια, τρία αγόρια, και τα τρία στη φυλακή-- με διάφορους συγγραφείς και πόσους φίλους, δημοσιογράφους και μη. Μαζευτήκαμε με μουσική, Θεοδωράκη.
Το σπίτι μας έγινε ένα πανηγύρι. Το είχαμε μαζέψει όλο, όπου στη μέση του σπιτιού κρεμάσαμε ομοίωμα του Παπαδόπουλου κι από κάτω, του βάλαμε φωτιά. Και παραλίγο να πάρει φωτιά και το σπίτι, βέβαια!
Και μετά από καιρό μάθαμε ότι την ώρα που γελάγαμε εμείς κι ερχόντουσαν οι ανθοδέσμες μας στο σπίτι από δημοσιογράφους, από εκδότες, από εφημερίδες, από περιοδικά, συγχαρητήρια για το πάρτι, δεν ξέραμε ότι την ώρα που τραγουδούσαμε, γύρω-γύρω από τα σπίτια μας γυρίζανε κι ακόμα αυτοί που μπορούσαν να μας δώσουν, αν κάτι άλλαζε και δεν πήγαινε καλά.
Όταν έγινε αυτό που λέγαμε απαλλαγή από αυτό το πράγμα, σιγά-σιγά η ζωή μας... Η χαρά, καταρχήν που είχαμε, η ευχαρίστηση που είχαμε στο ότι βγήκαμε από αυτό το πράγμα, έφυγε από πάνω μας. Ίσως και να μην μας άφηνε να ξεχωρίσουμε τι ακριβώς νιώθαμε. Λίγο-λίγο η ζωή καλυτέρευε. Γλεντούσαν οι άνθρωποι, τραγουδούσανε στους δρόμους, παίζανε κιθάρες, κάνανε καντάδες. Γλεντούσανε!