ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ
Περιγραφή
Παραμονές του Αϊ-Γιαννιού στο 1950, στους δρόμους της προσφυγικής Κοκκινιάς ανάβουν φωτιές κι οι νέες κοπέλες ξεκινούν να πάρουν το αμίλητο νερό για τον Κλήδονα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ιόλη Αποστόλου
Αφήγηση
- Καίτη Ζαζοπούλου
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Δάφνη Ματζιαράκη
Αυτό που ήτανε, γινότανε πολύ γέλιο, ήτανε στον Κλήδονα. Ο Κλήδονας λοιπόν, ο Κλήδονας, το αμίλητο νερό. Τον Ιούνιο κάπου ήτανε, 24 Ιουνίου πρέπει να ‘ναι; Του Αι-Γιαννιού.
Από την παραμονή ανάβανε τις φωτιές. Τι ξεκινούσαν, λοιπόν; Την Πρωτομαγιά, όλα τα σπίτια βάζανε στεφάνια και τα κρατούσαν τα στεφάνια, ξεραινόντουσαν κι ήταν στην πόρτα τους μέχρι τότε. Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, αρχίζανε οι φωτιές. Βάζανε λοιπόν και φέρνανε όλοι να κάψουν τα στεφάνια. Κάνανε μια στοίβα με τα στεφάνια. Αλλά μετά ακολουθούσαν παλιές καρέκλες, παλιά τραπέζια, ακολουθούσε ό,τι είχε και δεν είχε το κάθε σπίτι και μάλιστα, μερικοί θερμοί νεαροί φέρνανε ακόμα κι αυτά που δεν έπρεπε να φέρουνε. Φέρνανε και καίγανε, τους κυνηγούσαν οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες ν’ αφήσουν τα πράγματα μες στο σπίτι.
Τα αγόρια, όσο δυνάμωνε η φωτιά, τρέχανε και πηδούσανε πάνω απ’ αυτήν τη φωτιά. Έπρεπε το λιγότερο τρεις φορές να πηδήξεις, για καλή τύχη. Λέγανε ότι όποια το πηδήξει τρεις φορές, είναι για καλή τύχη. Βέβαια, εκεί ήταν και μερικά ευτράπελα. Δηλαδή παίρνανε φόρα, πηδούσαν απ’ τη μια μεριά και μετά, καμιά φορά, ερχότανε ένας απ’ το αντίθετο σημείο, συγκρουόντουσαν πάνω απ’ τη φωτιά. Είχαμε και τέτοιου είδους μικροατυχήματα.
Κορίτσια, γυναίκες, γιαγιάδες, παππούδες, ήταν όλοι έξω στη γειτονιά. Κι όπως καταλαβαίνεις κι Ιούνιο, καλοκαιράκι, ήταν μεγάλη διασκέδαση.
Μετά, αφού καταλαγιάζανε απ’ όλα αυτά, ξεκινούσαν οι κοπέλες να ετοιμάσουν τον Κλήδονα. Τι ήτανε λοιπόν, ο Κλήδονας; Πήγαινε μια κοπέλα η οποία, κατά προτίμησιν, έπρεπε να είναι σε ευτυχισμένη οικογένεια. Να ζει κι ο μπαμπάς της κι η μαμά της. Να μην είναι, ας πούμε, ορφανό και τη συνοδεύανε κι άλλες δύο κοπέλες, γιατί όλα αυτά είχε να κάνει με την τύχη, ας πούμε. Και τη συνοδεύανε κι άλλες δύο κοπέλες, καμιά φορά και τρεις-τέσσερις. Και πηγαίνανε να πάρουνε το αμίλητο νερό. Πηγαίνανε και γεμίζανε ένα δοχείο ή μια κανάτα, αλλά που να είχε στόμιο από πάνω, αρκετά ανοιχτό. Πηγαίνανε και τη γεμίζανε νερό. Καθ’ όλη τη διάρκεια που πηγαίνανε και γυρίζανε το νερό αυτό, δε μιλούσε καμία. Απαγορευόταν να μιλήσει. Γιατί όταν μίλαγε, θα χάλαγε το μαγικό.
Γυρνώντας λοιπόν μ’ αυτό το αμίλητο νερό, πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι. Ήταν συγκεντρωμένοι όλες οι κοπέλες και μέσα σ’ αυτό το δοχείο με το νερό ρίχνανε, άλλη έριχνε μια δαχτυλήθρα, η κάθε μια το δικό της σήμα, για να ξέρει ποιο είναι το δικό της. Η άλλη έριχνε ένα σκουλαρίκι, η άλλη έριχνε ένα κλειδί, η άλλη έριχνε μια αλυσιδούλα... Διάφορα αντικείμενα μέσα, έτσι που να ξέρουνε ότι είναι δικό τους. Αφού έριχνε λοιπόν όλη η γειτονιά το αντικείμενο που ήθελε, ξαναταξίδευε το αμίλητο νερό.
Το ‘παιρνε λοιπόν η αδελφή μου, η οποία συχνά πήγαινε κι έκανε αυτή τη δουλειά, έπαιρνε δηλαδή το αμίλητο νερό κάθε χρόνο σχεδόν. Και το πήγαινε σιωπηλά και τι κάνανε; Το ανέβαζε στην ταράτσα κάτω απ’ τ’ αστέρια, όλη τη νύχτα. Κλείδωνε το πορτάκι να μην μπορεί να πάει κανείς άλλος ή να κάνει κάτι κι έμενε το νερό επάνω στην ταράτσα, στ΄ αστέρια. Να πάρει τα μαγικά από τ’ αστέρια. Υποτίθεται. Έτσι σκεφτόντουσαν. Κι αφού έπαιρνε λοιπόν όλη αυτή τη μαγεία από τ’ αστέρια, πρωί-πρωί η αδελφή μου, πριν ο ήλιος βγει ακόμα και λάμψει, έτρεχε να το πάρει αυτό το νερό για να μη χάσει τη μαγική του δύναμη από τ’ αστέρια. Και το βράδυ λοιπόν του Αϊ-Γιαννιού, μαζευόντουσαν όλοι.
Καθόντουσαν λοιπόν όλη η γειτονιά, αγόρια, κορίτσια, μαμάδες, μπαμπάδες, όλοι ήτανε παρόντες. Έβαζε λοιπόν το χέρι της μέσα στον Κλήδονα, έπιανε ένα αντικείμενο κι έλεγε, ας πούμε: «Πέστε!» Και πεταγότανε ένας στην τύχη κι έλεγε ένα δίστιχο, ένα κάτι. Που να ήτανε, αν πετύχαινε δηλαδή, ανάλογα με αυτήν που είχε το αντικείμενο. Βγάζοντάς το επάνω το αντικείμενο, αν ταίριαζε το στιχάκι που της είπανε μ’ αυτήν.
Αλλά πολλές φορές τώρα τι να βρουν τα δίστιχα, δεν μπορούσανε κι όλοι να τα ξέρουν. Τι κάνανε; Μαδούσανε το ημερολόγιο από πίσω που είχε στιχάκια κι ο καθένας μάθαινε ένα στιχάκι καλά, το ‘λεγε κι έτσι διεκπεραιωνότανε ο Κλήδονας.
Στη γειτονιά τότε βγαίνανε και φωνάζανε: «Έλα, Τάκη, έλα μέσα», «Να, μαζέψου», κάνε, δείξε... Όποιου λοιπόν όνομα ακούγανε πρώτο, αυτό το όνομα θα είχε κι ο άντρας που θα παίρνανε. Τ’ αγόρια λοιπόν, παμπόνηρα, κρυβόντουσαν κι όποιος του άρεσε καμιά, έβαζε κάποιον να φωνάξει: «Γιώργο, Γιώργο!» Ή άλλα ονόματα: «Νίκο, Νίκο!» «Αχ!» κι έλεγε, «Νίκος, εμένα μου βγήκε Νίκος!» «Εσένα σου βγήκε Γιώργος!» Λοιπόν έτσι περνούσανε… αυτό ήταν μια διασκέδαση για όλους αυτούς.