Φωτεινή Τσατσαράγκου. Δεκαπέντε χρόνια σινεμά, θερινό σινεμά.
Ξεκινήσαμε με τον άντρα μου το 1990, πήραμε τον κινηματογράφο, ένα παλιό θερινό σινεμά στην παραλιακή, στο Καλαμάκι, χωρίς να έχουμε ιδέα τι μας γίνεται. Σαν θεατές ήμασταν πάρα πολύ καλοί, σαν επιχειρηματίες όμως, δεν ξέραμε τίποτα! Εγώ προσωπικά κι η μόνη σχέση που είχαμε το σινεμά, είναι να πηγαίνω σινεμά και να βλέπω ταινίες. Ήμουνα είκοσι εφτά χρόνων, δηλαδή πολύ μικρή θεωρώ για κάτι τέτοιο. Οπότε κάναμε μία ανανέωση. Το βάψαμε, το φτιάξαμε, βάλαμε λουλούδια, γιασεμιά, τριαντάφυλλα...
Ξεκινάμε, λοιπόν, την πρώτη χρονιά. Ήταν απογοήτευση ο πρώτος μήνας. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται γνωστό, κάναμε διαφήμιση και στο ραδιόφωνο, οπότε ερχόταν από πολλά σημεία κι όχι μόνο από τη γειτονιά. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο από το Φάληρο, ερχόταν από Γλυφάδα, από Κηφισιά, από Πειραιά.
Θυμάμαι κάτι πολύ αστείο. Την πρώτη χρονιά τα ηχεία τότε ήταν ακριβώς κάτω από την οθόνη. Ένα βράδυ, θυμάμαι, παίζαμε την ταινία το «Good morning Vietnam». Κι εκεί αυτός φώναζε: «Good morning Vietnam!» Και θυμάμαι από την πίσω πολυκατοικία, ήρθε μία κυρία αλαφιασμένη και λέει: «Τι θα γίνει ρε παιδιά; Θα κοιμηθούμε σήμερα;» Είχαμε και τέτοια. Οπότε αποφασίσαμε και κάναμε dolby surround, δηλαδή περιμετρικό μάλλον ήχο, και σταματήσανε για τα προβλήματα αυτού του τύπου.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, το αεροδρόμιο ήταν στο Ελληνικό. Κάθε φορά που έφευγε αεροπλάνο, χάναμε για αρκετά δευτερόλεπτα, να μη σου τα λεπτά... τον ήχο, τα πάντα από την ταινία που παίζαμε, γιατί πέρναγε ακριβώς από πάνω το αεροπλάνο! Και συνήθως ήταν τα αεροπλάνα που φεύγανε για Ευρώπη. Μιλάμε τα Boeing, τεράστια, να τα βλέπεις…
Η σχέση μας με τους πελάτες δεν ήταν σχέσεις -με τους περισσότερους πελάτες- δεν ήταν σχέσεις τυπικές, «Γεια σας, το εισιτήριο σας, περάστε». Ήτανε πολύ ανθρώπινες. Κάθε φορά που ξεκινούσαμε το καλοκαίρι, ερχόταν κόσμος που έλεγε: «Τι κάνετε; Πώς περάσατε τον χειμώνα; Τι ταινίες θα μας φέρετε, τι παίζετε;» Υπήρχε στο τηλέφωνο, κάθε φορά που άλλαζε είχαμε τηλεφωνητή κι έλεγα εγώ το έργο που παίζαμε, τους ηθοποιούς, σκηνοθεσία κι όλα αυτά. Όταν ξεκίναγε όμως κατά τις 8μιση, το βγάζαμε και σήκωνα εγώ το τηλέφωνο.
Κάποια στιγμή, παίρνει μία πελάτισσα και λέει: «Ποιο έργο παίζετε;» Λέω: «Παίζουμε…» νομίζω πρέπει να παίζαμε τον «Βράχο», μία αμερικανική ταινία με πολύ σασπένς. Επειδή ήξερα όμως ότι δεν ήταν το στυλ της αυτή η ταινία, τους είπα την πραγματικότητα, ότι η ταινία είναι έτσι: «Νομίζω ότι δε θα σας αρέσει, αλλά και πάλι, αν θέλετε, μπορείτε να έρθετε να κρίνετε και μόνοι σας». Με ακούει ο Αντώνης και λέει: «Πολύ ωραία τα είπες, δε θα έρθει κανένας άμα μιλάς έτσι για τις ταινίες που παίζουμε!» Τελικά ήρθαν, είδαν την ταινία και φεύγοντας μου είπε: «Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήσουνα περιεκτικότατη σε αυτό που είπες. Ό,τι είπες, έτσι ήταν η ταινία».
Ο κινηματογράφος λοιπόν… Τον πήραμε υποτίθεται με 3500 εισιτήρια και φτάσαμε κοντά στα 30000 εισιτήρια, δεν το περίμενε κανένας. Κι όλο αυτό, γιατί η σχέση μας ήταν τέτοια με το σινεμά και με τους ανθρώπους, που μάλλον τελικά αυτό είναι.
Α, το απίστευτο... θα σου πω, θα γελάσεις! Εκεί βέβαια δεν ήξεραν ότι εγώ είμαι παντρεμένη με τον Αντώνη, ότι έχουμε κι ένα παιδί. Είχα φάει τα απίστευτα καμάκια, όπως κι ο Αντώνης βέβαια, γιατί ήταν κι ομορφόπαιδο. Το πιο ωραίο, το πιο αστείο καμάκι; «Τι ώρα σχολάς; Να σε κεράσω ένα σουβλάκι;» Πες μου σε παρακαλώ, δηλαδή, μιλάμε, εντάξει…
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω; Κάθε Δεκαπενταύγουστο που δεν είχε κόσμο στην Αθήνα και μένανε οι πιο επιλεκτικοί, παίζαμε πάντα την «Καζαμπλάνκα», μία ασπρόμαυρη ταινία. Γνωρίσαμε πολλούς ανθρώπους, κάναμε φίλους, τους καλύτερούς μας φίλους τους είχαμε εκεί. Είχαμε πολλούς πελάτες που ήταν πολύ καταξιωμένοι στον χώρο τους. Ήτανε η Χαρούλα Αλεξίου, ήταν οι αδερφοί Κατσιμίχα, ο Χάρης κι ο Πάνος, ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που ερχόταν μαζί με τον Ψαριανό, και πολλοί άλλοι, δεν τους θυμάμαι, και πολιτικοί.
Είχαμε την ωραία μηχανή που έφτιαχνε ποπ κορν. Μόλις τα έφτιαχνε, μοσχοβολούσε ο τόπος... κι επίσης αυτό που φτιάχναμε ήταν και hot dog και τη σάλτσα την έφτιαχνα μόνη μου. Ερχόταν για τα hot dog από τη γειτονιά και παίρνανε, χωρίς να βλέπουνε ταινία. Περιμένανε πότε θα γίνει διάλειμμα, να ανέβουν επάνω για να πάρουν hot dog για το σπίτι. Είχαμε εξοικειωθεί με όλη τη γειτονιά, που τι να σου πω τώρα; Η κυρα-Σόφια απέναντι στην πολυκατοικία, που όταν μαγείρευε γεμιστά, ας πούμε, φώναζε: «Αντώνη έλα, έχω γεμιστά!» Υπήρχαν στιγμές απίστευτες. Γέλιο, χιούμορ, και φυσικά πολύ καλή παρέα.
Απ’ τα τρία χρόνια-τέσσερα και μετά, ο κινηματογράφος είχε γίνει ένα στέκι για πολύ κόσμο. Και μιλάγαμε και λέγαμε, αναλύαμε, φιλοσοφικές κουβέντες, πολιτικά... ό,τι μπορείς να φανταστείς. Φεύγαμε από κει, πηγαίναμε στο Skipper’s, στο μπαράκι. Μετά το σινεμά κλείναμε και πηγαίναμε για ποτάκι. Το «Skipper’s» παραμένει ακόμα, είναι ένα από τα μπαράκια που είναι κάτω στο Καλαμάκι, εκεί που έχουνε τη Μαρίνα Αλίμου. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν -και μόνοι μας να ήμασταν, παρέα θα βρίσκαμε- περάσαμε τα πιο ωραία βραδιά, ειδικά αυγουστιάτικα βράδια, πεφταστέρια… Να κοιτάμε τα αστέρια να πέφτουν... και φυσικά να περνάνε για κάτι αρουραίοι δίπλα μας τεράστιοι! Συνταρακτικά χρόνια, απίστευτα χρόνια, πανέμορφα.
Η ιστορία τελειώνει άδοξα, γιατί αρρώστησε ο Αντώνης κι αναγκαστήκαμε να τον δώσουμε τον κινηματογράφο, παρόλο που δε θέλαμε. Αλλά έπρεπε να γίνει, αυτό. Δεν νομίζω να δούλεψε, κάνα-δυο χρόνια, μετά σταμάτησε δεν… δυστυχώς. Ένα στέκι ξέρεις, είναι από αυτά που λες τι κρίμα που χάνονται σιγά-σιγά.
Δεκαπέντε χρόνια ήταν αυτά, μία ζωή ολόκληρη. Τα καλύτερα μου χρόνια. Είναι τα χρόνια που ωριμάζεις και ταυτόχρονα γίνεσαι κιόλας, μέσα απ’ αυτό. Δημιουργείσαι. Ρουφάς ό,τι καινούργιο βλέπεις, ό,τι καινούργιο γνωρίζεις, ό,τι ιδέες καινούργιες έχεις. Σινεμά λοιπόν, θερινό σινεμά!