Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟ
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟ
Περιγραφή
Ο παππούς, ο πατέρας, η μάνα κι ο μικρός Μανόλης Μπαρδάνης σε μια δύσκολη ζωή στην Απείρανθο της Νάξου, όπου η αγάπη δεν εκφράζεται με λόγια.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου
Αφήγηση
- Μανόλης Μπαρδάνης
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Θάνος Ζαμπούκας
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Μανόλης Μπαρδάνης, εξήντα ετών παρακαλώ, γέννημα-θρέμμα της Απειράνθου, μέχρι τα δεκαοχτώ μου μεγάλωσα εκεί, δεκαοχτώ χειμώνες σε αυτό το χωριό, έχω πάρα πολλές αναμνήσεις, μνήμες κι έχω ζήσει απίστευτες στιγμές. Αυτό το χωριό λοιπόν είναι πέτρινο όλο, χτισμένο με πέτρα. Τα καλντερίμια του ανηφορικά, βέβαια, δύσκολα για έναν που ζορίζεται να ανεβαίνει τις σκάλες για να φτάσει στην κορυφή, αλλά έχει την ομορφιά του.
Το σπίτι το είχε φτιάξει ο παππούς μου από την αρχή και το άφησε προίκα στην κόρη του, τη μάνα μου. Ήταν ο πάππος ο Μιχάλης ο φοβερός, ένας γίγαντας δύο μέτρα, γίγαντας. Σκέψου, πέθανε εκατόν πέντε. Πρόφθασε ένα χρόνο με τον Κανάρη, δηλαδή ζούσε ο Κανάρης όταν γεννήθηκε ο παππούς μου, ο Δαρβίνος ζούσε, τέτοια πράγματα.
Ο γιος του, ο Γιάννης, ήταν ο φούρναρης του χωριού κι ερχότανε φορτωμένος με ξύλα, με μουλάρια, τα ξεφόρτωνε εκεί μπροστά στην αυλή, στο καμαράκι, έτσι το λέγαμε, για να τα σκίσει για να τα πάει στο φούρνο. Ερχόταν μαζί κι ο γιος του, ένας πρώτος μου ξάδερφος ας πούμε, ο Γιώργης που τον βοηθούσε. Ο παππούς μου τότε ήταν ενενήντα τέσσερα-ενενήντα πέντε, όταν γινόταν αυτή η φάση. Εγώ ήμουνα δέκα-δώδεκα, εκεί. Kαι κάθομαι και παρακολουθώ τη σκηνή, τον παππού μου που έχει ανοίξει τη δίφυλλη πόρτα, ήτανε δίφυλλη το καμαράκι, και παρακολουθεί τον γιο του με τον εγγονό του να σκίζουνε τα ξύλα.
«Ω ‘ιάννη, όχι εκεί!» «Ω ‘ιώργη, όχι εκεί τη σφήνα!» «Μωρέ τη μικρή!» «Όχι, πιο πάνω!», να δίνει... Φυσικά τσαντιζότανε τώρα ο θείος μου όσο τον άκουγε, αλλά τον σεβότανε και δεν του έλεγε τίποτα του παππού. Αλλά εκείνος συνέχεια να κάνει παρατηρήσεις και τα λοιπά! Δε βλαστημούσε ποτέ, το τίποτα που έλεγε «γαμώ τη φέδα». «Τη φέδα σου», η φέδα ήταν το σόι. «Γαπώ τη φέδα σου», το «μι» δεν το χρησιμοποιούσε πότε, έβαζε το «πι». Δηλαδή και «αγαπώ» μπορούσε να ‘ναι, το έκανε μία παράφραση. Τίποτα, αυτοί να μην βάζουνε μυαλό, να κάνουνε… Σε κάποια φάση δεν αντέχει και γυρίζει και λέει: «Α, ρε και να ‘μουν ογδόντα χρονών να τα σκίσω μοναχός μου!» Το πίστευε, το είπε, ογδόντα! Και νόμιζε ότι λέει δεκαοχτώ, «α, ρε να ήμουνα δεκαοχτώ…» Ογδόντα, θα τα κατάφερνε.
Κι έβγαζε και το φέσι, το φέσι ήταν πάντα που το φορούσαν οι γέροντες στο χωριό και φαινόταν το σγουρό το κάτασπρο μαλλί, ίδιος ο Μωυσής. Εγώ νόμιζα πραγματικά πως ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Θεός μου, ο πάππος για μένα ήταν ο Θεός μου.
Ο πατέρας ήταν βοσκός. Πάντα με μάλωνε, γιατί είχε καταλάβει από πολύ νωρίς… Ήμουνα ο πρωτότοκος όπως κι αυτός ήταν ο πρωτότοκος, κι είχε καταλάβει από νωρίς ότι δυστυχώς δε θα μπορέσω να κληρονομήσω και να ‘μαι ο διάδοχος που ονειρεύεται να συνεχίσω τη βοσκοσύνη, δεν το είχα. Κι αυτό τον θύμωνε πάρα πολύ.
Ο πατέρας μου σηκωνόταν αξημέρωτα και πήγαινε πάνω στο βουνό να ρεβάρει τα πρόβατα, «ρεβέρ», γαλλική λέξη και τα λοιπά, έχουμε εμείς, είμαστε σε αυτά φοβεροί. Λοιπόν, τα έφερνε. Κοιμόμουνα στο μέσα δωμάτιο, ερχότανε λοιπόν: «Ω Μανώλη μου, σήκω, σήκω δα παιδί μου γιατί εμεσημέριασε». Πού να ξυπνήσω τώρα εγώ; Αυτός πηγαινοερχότανε, καφέδες από δω, μιλούσε με τη μάνα μου: «Ω Νεζούλα» --όταν ένιωθε καλά την έλεγε «Αννεζούλα»-- «όσο πάει και πιο κάτω είν’ το γάλα των προβάτων». Παραπονιόταν ότι λιγοστεύει το γάλα συνεχώς του αρμέγματος. Η μάνα μου: «Ρε σώπα δα, ω Νικόλα μου, μάτι μη σε πιάσει, δυο αρμεές εμίζεις». Κι αρχίζει τις φωνές: «Πού το δες ανοιχτομάτα, τσι δύο αρμεές!»
Δεύτερο άνοιγμα της πόρτας. «Ω Μανώλη, σήκω!». Ούτε «να έχεις την ευχή μου», ούτε ευχές, ούτε τίποτα. Λέω έρχεται η ώρα… Την τρίτη φορά μπαίνει με χριστοπαναγίες μέσα και τα λοιπά...ναι, σηκώνομαι.
Ξεκινάμε, πρώτα βάζουμε τα ζα. Τις κατσίκες, τα λέμε «ζα» εμείς γιατί είναι τα πιο ατίθασα, τα πιο ανυπόμονα. Οπότε κάθομαι μέσα-μέσα στη μάντρα κι αρχίζει το άρμεγμα… Ωραία μυρωδιά, ξέρεις, τραγίλα που σου έρχεται και τα λοιπά, ας πούμε, πιάνει ο πατέρας, αρχίζει. Κι όσο τελειώνουνε, φτάνει σε ένα σημείο που πρέπει να βοηθήσω εγώ. Εγώ πάω να το πιάσω αυτό που θέλει, το κατσίκι, αλλά το κάνω αδέξια πολύ και κάνω φασαρία. «Όχι ετσά παιδί μου, μα τόσο άχρηστος είσαι; Δε θωρείς, δεν μπορείς;»
Τα ζα πολύ εύκολα αναστατώνονται με τη φασαρία και βλέπουν την είσοδο ανοιχτή της μάντρας κι αρχίζουνε να τρέχουν προς την είσοδο και να φεύγουνε μέσα από τη μάντρα… Ο πατέρας μου κρατάει θυμάμαι την τραγιάσκα, έχει πιάσει το ζώο και κρατάει την τραγιάσκα, κι αρχίζει τις χριστοπαναγίες… Τα ζα φοβούνται ακόμα περισσότερο με τις φωνές του και τον ρίχνουν κάτω όπως φεύγουνε -αυτός παραπατούσε με το ζώο- και ρίχνουν και τον αρμεγό! Και χύνεται το γάλα…
Δε θα ξεχάσω λοιπόν τη σκηνή, να έχει πέσει ο πατέρας μου, να σηκώνεται, να κρατάει ακόμα το καημένο το ζώο από το ένα πόδι, να πιάνει την τραγιάσκα, να τη χτυπάει πάνω στο πόδι του να την ξεσκονίσει, και πρέπει να περάσει από δίπλα μου τώρα. Εγώ είμαι όρθιος και λέω ωχ τι έχω κάνει, ωχ τι έχω κάνει... Δε μου έχει αγγίξει ποτέ, δε με έχει βαρέσει ο πατέρας μου, δεν έχω φάει ξύλο -διότι παλιά βαρούσανε οι γονείς- αλλά έχω κάνει τόσο μεγάλη ζημιά που πραγματικά φοβάμαι. Φεύγει δίπλα μου και μονολογεί, δυνατά όμως για να ακούω: «Ω πού να θελε να μη σε κάνω παιδί μου! «Που να έχει ανάθεμα που σε έσπερνε!»
Πίστευα ότι ήταν αδίστακτος. Δεν άντεχα να δω τον πατέρα μου ποτέ να σφάζει πρόβατο, ήταν για μένα… το ‘βαζα στα πόδια, έτρεχα. Αλλά μου έκανε εντύπωση, είχανε μία πάρα πολύ καλή σχέση με τα ζώα, τους μιλούσανε, τα ξέρανε ποια ήτανε, τα ξέραν με τα ονόματά τους όλα. Περνούσε το κοπάδι τριακόσια πρόβατα μπροστά στον πατέρα μου, χωρίς να τα μετράει καταλάβαινε αν λείπει ένα και ποιο λείπει. Φοβερά πράγματα. Κι όμως αλύπητα τα σφάζανε.
Αλλά έτυχε να δω μία σκηνή: τον πατέρα μου να έχει σφάξει το ζώο, να κάθεται από πάνω του έτσι με τα πόδια ανοιχτά και το μαχαίρι να στάζει αίμα, από πάνω του, και να του λέει: «Α έρημο, όντε σε έκαμε η μάνα σου η φυροτσούλα δεν εβύζαινες και σε τάιζα, ήτανε πρησμένα τα βυζά τζη και σε τάιζα με μπιμπερό. Κι όνταν ήσουν διβολόζουλο είχες χαθεί μέσα στο κοπάδι του Καραβασιλολιού και σε ‘βρηκα και σε έφερα πίσω. Κι η μάνα σου τα ίδια. Πριν σε κάμει την ήβρηκα κρεμασμένη στην αγριλιά απ’ τα κέρατα, στην αγριλιά των Τζανίνιδω και την ήσωσα...»
Αυτός ο επικήδειος που για μένα είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό, ο άλλος που το σφάζει και να κάνει αυτό τον επικήδειο στο ζώο, φανέρωσε έναν κρυμμένο θησαυρό του πατέρα μου μέσα, που πίστευα ότι ήταν αδίστακτος, ότι έσφαζε... Κι όμως, η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και σου μιλάει, αυτό κατάλαβα.
Μάνα μου ήταν η Αννεζάρα, η Αννεζάρα του Λαφαζάνη. Η μάνα πάντα τη θυμάμαι στον αργαλειό, στην κρεβαταριά, να μοιρολογάει. Και μου είχε κάνει εντύπωση, ποτέ δεν είχε πει ένα, ένα τραγούδι κανονικό, όλο μοιρολόι. Και πάντα με μαύρα.
Η μάνα μου μού ‘χε πλέξει κι ένα πουλόβερ, πανέμορφο. Το χάιδευα, μου άρεσε πάρα πολύ η υφή του μαλλιού, του μαλλιού, το μάλλινο δηλαδή, να το αγγίζω, να το χαϊδεύω, μου άρεσε. Εκείνη την εποχή είχαμε νοικιάσει ένα κτηματάκι πάνω από το νεκροταφείο για να πηγαίνουμε τις κατσίκες μας, τις «γκριβίτσες» που τις έλεγε η μάνα μου, που τις είχαμε για να πίνουμε το πρωινό μας το γάλα. Κι είχα αναλάβει εγώ το απόγευμα να πάω να τις πάρω και να τις πάω στο σπίτι. Ήταν υποχρέωσή μου.
Παίζουμε λοιπόν μπάλα και ξαφνικά ακούω τον Εσπερινό να βαράει την καμπάνα. Ωχ, λέω, τα ζα. Σταματάω το ποδόσφαιρο κι όπως χαϊδεύω το πουλόβερ μου βέβαια, να δω ότι όλα καλά -με το πουλόβερ έπαιζα μπάλα- και κάτω-κάτω έχει ξεπλεχτεί μία κλωστή! Το πουλόβερ μου! Πάω να τη φτιάξω κι αρχίζει να ξηλώνεται. Κι αρχίζω να νιώθω μία ηδονή όσο το ξήλωνα, το «χρρρρ» του μαλλιού… τι λες τώρα… κι αρχίζω να γυρίζω και να ξηλώνω όλο το πουλόβερ και να μαζεύω κουβαράκι την κλωστή. Να έχω τρελαθεί από τη χαρά μου, το έφτασα τουλάχιστον μία πιθαμή ξηλωμένο, έμεινε «τόσο» το πουλόβερ. Εκεί καταλαβαίνω ότι θα φάω το ξύλο της ζωής μου.
Στο χωριό, όταν μία μάνα ήθελε να φωνάξει το παιδί, είχε επιλέξει ένα σημείο μοναδικό που να έχει πολύ μεγάλη ακουστική στο χωριό κι εκεί έβγαινε κι ούρλιαζε. «Ω Μανώλη!» Μια, δυο, τρεις, λέω αυτή είναι η μάνα μου, τη γνωρίζω αμέσως. Δεν απαντάω, γιατί είμαι με το πουλόβερ ξηλωμένο. Κι ακούω: «Μα πού είναι τα ζα;» Μέσα στον πανικό με το πουλόβερ έχω ξεχάσει να πάω να φέρω τα ζα. Ω! Και τώρα τι θα κάνω; Νυχτωμένα; Δεν περνάω από το νεκροταφείο με τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση. Τότε άρχισα κλαμένος να γυρίζω μέσα στο χωριό και να λέω τι θα γίνει…
Αποφασίζω λοιπόν, θα πάω. Ανεβαίνω τις σκάλες, κάθε σκαλί και παντοφλιά, έτσι το ένιωθα, γιατί είναι ψηλά το σπίτι, είμαστε στα σκαλιά. Μπαίνω στην αυλή και κρυφακούω, βάζω το αυτί μου στην πόρτα κι ακούω κι είναι μέσα με τον παππού μου, τον μπαμπά της.
«Ω ‘φέντη, μα λες και να ‘παθε τίοτα;» λέει.
«Βρε σώπα δα, επά στο χωριό όταν πάθεις κάτι, αμέσως το μαθαίνεις. Θα ‘ναι κάπου με τσ’ άλλοι κι έχει καθυστερήσει, με άλλα παιδιά».
«Ναι, αλλά αν δεν πήγαινα να φέρω τα ζα, θα ‘χε μπλεχτεί κανένα με το πάστουρο και θα ‘τανε κρεμασμένα, πνιγμένα».
Εγώ τώρα ακούω ότι ήρθανε τα ζα και χάρηκα πάρα πολύ, οπότε πλέον ενδιαφέρονται μόνο για το αν είμαι καλά στην υγεία μου. Λέω θα χτυπήσω. Έρχεται η μάνα μου και μου ανοίγει. Φορούσε κι ενα μαύρο φουστάνι, γιατί είχε πεθάνει μία θεία μου πρόσφατα, και τη βλέπω μπροστά μου και νόμιζα πως είδα… θεόρατη! Και βλέπει το πουλόβερ…
«Ω Μανώλη το πουλόβερο!» Δεν είχαμε εμείς ξένες λέξεις, το «πουλόβερ» ήταν το «πουλόβερο». Ακούστηκε η φωνή της μέχρι την πλάτσα, το ουρλιαχτό. Τη βλέπω με την παντόφλα σηκωμένη και λέω Μανώλη, ή τώρα ή ποτέ! Σηκώνω τα χέρια και της λέω: «Πάταξον μεν, άκουσον δε!» γυρίζω και της κάνω. Φυσικά, δεν κατάλαβε τι της είπα, αλλά την μπέρδεψα λίγο. Αρχίζω να της λέω μία ιστορία που σκαρφίστηκα εκείνη τη στιγμή.
Λέω: «Ω μάνα, ο θείος ο Γιάννης ο φούρναρης, μας ήδωκε με το Γιώργη τέσσερα τσουβάλια ψωμί να τα πάμε στη Μουτσούνα, να τα βάλουμε μέσα στο φορτηγό του Βιολοστεφάνου, να κατεβούμε. Κι εκεί που κατεβαίναμε άρχεψε να σκοτεινιάζει και λέω πω, τα ζα τση μάνας! Πρόσεξε... Και τώρα τι θα κάνω; Ω, την καημένη που θα περιμένει τα ζα της! Για καλή μου τύχη, εκείνη την ώρα ενέβαινε ο Τσιγκοστέφανος με το φορτηγό του. Και βρίσκω ευκαιρία και με έναν πήδο τινάζω από τη μία καρότσα και πάω στην άλλη. Αλλά την ώρα που πηδάω στην καρότσα ξεκινάνε τα φορτηγά και μπλέκει το πουλόβερ στην άλλη καρότσα και πηγαίνανε, κι εγώ γύριζα γύρω-γύρω και κρατούσα το πουλόβερ και ξετυλιγούντανε το πουλόβερ με την καρότσα και γύριζα... Τελικά», λέω, «κατάφερα κι έσωσα το μισό και το ‘κοψα, ω μάνα».
Έφαγα το ξύλο της ζωής μου. Μέσα στο ξύλο που έτρωγα, δε θα το ξεχάσω, κι άκουγα τις κατάρες, καταλάβαινα ότι δεν είναι ούτε για τα ζα, ούτε για το πουλόβερ το ξύλο που έτρωγα. Ήταν για την επικινδυνότητα του πηδήματος από τη μία καρότσα στην άλλη.
Ήταν σκληρή γυναίκα, όλες οι μανάδες ήταν σκληρές στο χωριό. Δηλαδή, δε θυμάμαι να μας πιάνουν να μας χαϊδεύουνε. Πόσο μάλλον δε θυμάμαι ποτέ να πούνε το ρήμα «σ’ αγαπώ», ποτέ. Αλλά ήταν τόσο δυνατή η αγάπη της μάνας, που δεν το είχαμε ανάγκη να το ακούσουμε, αυτό είν’ το φοβερό. Ήταν η πιο αληθινή... Δεν το ‘θελα να το ακούσω, δε μου έλειπε. Δε χρειάζεται τα λόγια για να εκφραστεί η αγάπη. Σου είπα πριν για τον πατέρα μου, ας πούμε, που έσφαξε. Η αγάπη τού βγήκε σε έναν επικήδειο, που το έσφαξε κι όμως το αγαπούσε. Η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και σου μιλάει.