Λέγομαι Κωνσταντίνος Δημητρίου Κανακης και το παρατσούκλι μου είναι Μαλέας. Όπως είναι ο κάβο Μαλιάς. Δεν ήμουνα καλό παιδί, κι ήμουνα και λιγάκι ζόρικος, όπως περνάνε από τον Κάβο Μαλιά τα καράβια και τα λοιπά και γίνεται θαλασσοταραχή... το ίδιο ακριβώς.
Έχω το παλαιότερο μαγαζί στην Ελλάδα. Έχουνε περάσει εννέα γενιές κι έχουνε φάει ψωμί από αυτό το μαγαζί εννέα γενιές. 1864 είναι η τελευταία άδεια που εβρήκα εγώ από τους προκάτοχούς μου. Ακόμη πιο παλιά ήτανε, αλλά τώρα πού να το βρεις… από τα χρόνια έχουν σβηστεί.
Ερχόντουσαν ανθρώποι κι ανθρωπάκια… Αν πάτε απ’ έξω στους τοίχους θα δείτε που αράζανε τα… όχι τα αυτοκίνητα, τα μουλάρια. Υπάρχουν οι θηλιές στους τοίχους και φορτώνανε τα πράγματα και φεύγανε οι ανθρώποι που ψωνίζανε και πηγαίνανε στα χωριά τους με τα μουλάρια τους.
Από τον Πραστό ερχόντουσταν να φτιάξουνε τη στολή του φουστανελά. Και δεν υπήρχε τότε κι έπρεπε να δώσεις παραγγελία και μετά από έναν χρόνο να σου στείλουνε και το ύφασμα να ράψουν τις φουστανέλες. Αλλά υπήρχε και μια φουστανελίτσα, η φουστανελίτσα η πραστιώτικη, την οποίαν τη φορούσανε οι βοσκοί μονοκόμματη, μπλε ή μαύρη ρίγα κι άσπρη ριγούλα, πολύ ψιλή ριγούλα.
Να έρχονται από τα γύρω χωριά… από το Παλαιοχώρι, από τον Κοσμά, από τον Άγιο Βασίλη, από τη Βασκίνα, από τα Πελετά, από τα Τσιτάλια και ψωνίζανε. Κι εφέρνανε μαλλιά, εφέρνανε τυρί και παίρναν διάφορα πράγματα. Κι υπήρχε και ένας ο Θόδωρος, τον λέγαμε «λιρά». Αυτός είχε λίρες. Επειδή θέλανε να παντρέψουνε οι γονείς τα παιδιά τους και τα λοιπά ηθέλανε να δώσουνε και λίρες. Και φτιάχνανε λίρες. Επουλάγαμε τα πράγματα και τα λοιπά, ήταν εκατό δραχμές; Παίρνανε τέσσερις λίρες και φεύγανε.
Δεν υπήρχε καλύτερη αγορά από το Λεωνίδιον, πουθενά αλλού. Κι ερχόντουσαν εδώ και παίρνανε αλάτι, πετρέλαιο… Το αλάτι βέβαια… Είχε πολλή υγρασία. Τράβαγε υγρασία το αλάτι κι έλιωνε, κι έλιωνε, κι είχε μεγάλη απώλεια. Το κιλό π.χ. το παίρναμε πενήντα λεπτά-πενήντα δραχμές, δε θυμάμαι, και το πουλάγαμε εβδομήντα. Και «μπαίναμε μέσα», με το αλάτι «εμπαίναμε μέσα» σίγουρα.
Όταν έφευγε ένας για μετανάστης πρώτα-πρώτα έπαιρνε το μπαούλο. Ένα μπαούλο το οποίον μέσα έβαζε… άρχιζε από τα τρόφιμα: από τον καφέ, από τη ζάχαρη, από τη μανέστρα, από τα μακαρόνια και το τσάι, το τσάι του βουνού. Μετά έπαιρνανε μέσα δύο ή τρεις αλλαξιές εσώρουχα και τα λοιπά. Παίρνανε και δυο φορέματα, τα πρόχειρα. Φτιάχναν κι ένα κοστούμι τότε το γαμπριάτικο και το είχανε για τις Κυριακές ή για τις γιορτές, το γιορτινό.
Έλεγε κι εξομολογειτο η κοπέλα ή ο κύριος που ερχότανε: «Δεν έχω αυτή τη στιγμή χρήματα, θα σας τα φέρω». Δεν τον άφηνα εγώ να τελειώσει την κουβέντα του: «Να πας στο καλό και στην ευχή της Παναγίας κι άμα προοδεύσεις, τα στέλνεις. Δεν προοδεύσεις; Ας πάνε στο καλό για τη ψυχή των προγόνων μας. Δεν πειράζει, καλά να είσαι καμάρι μου, στο καλό να πας! Είναι τέτοιο το κατάστημα και η παράδοσις από τους παλαιότερους στους νεότερους, ότι όταν έρθει για βερεσέ, θα δίνεις και παραπάνω από ό,τι θέλει ο άνθρωπος.
Υπήρχε κι ένας γιατρός, ήρθε για βερεσέ παπούτσια. Ήτανε τότε το τσαρούχι, επειδή πατιότανε περισσότερο στη φτέρνα, έλιωνε περισσότερο, κι είχε λιώσει κι έμπαινε και κάνα αγκάθι.
«Γιατρέ, πάρ’ τα!»
Λέει ο γιατρός ότι: «Να ξέρεις ένα πράγμα, είναι τα πρώτα παπούτσια που φοράω».
Εκεί να δεις τι συγκίνηση έκανε ο άνθρωπος... κι εγώ κι ο άνθρωπος.
Χρόνια καλά ρε παιδιά, χρόνια καλά κι αγαπιόμασταν ο ένας με τον άλλονε. Και μπορώ να σου πω ότι έδινα πράγματα που δεν τον ήξερα και καθόλου. Που δεν τον ήξερα και καθόλου. Ερχότανε η εποχή κι ερχότανε, ή τα έστελνε ή έστελνε και τους τόκους. Που εμάθαμε, εμείς δεν τους ξέραμε τους τόκους... Εστέλνανε και παραπάνω λεφτά, «να πιείτε και κάνα κρασάκι». Κάνε το καλό και ρίχ’ το στο γιαλό. Είναι τέτοια η πάστα του Έλληνα που κάποτε θα σε θυμηθεί και θα σου φέρει και παραπάνω.
Έχουνε περάσει από αυτό το μαγαζί εννέα γενιές.
«Αν δε βρίσκεις το ‘να ή τ’ άλλο,
σε κατάστημα μικρό ή μεγάλο,
δεν υπάρχει λύση άλλη,
στο κατάστημα Ρουσάλη,
θα βρεις και χρυσό κουτάλι!»
Να ‘σαστε καλά ρε παιδιά!