Νίκος Μαρούσης ονομάζομαι. Γεννήθηκα στο Σκούταρι, Üsküdar ονομάζεται, Χρυσούπολη ελληνικά, 11 Μαΐου 1935.
Ο πατέρας μου ήτανε μαραγκός. Ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, άγιος μπορεί να σας πω, γιατί ήτανε πολύ θρήσκος και νήστευε δύο φορές την εβδομάδα: την Παρασκευή και την Τετάρτη. Κάθε πρωί τις Κυριακές θα με έπαιρνε εμένα, δηλαδή με χτένιζε και τα λοιπά, και πηγαίναμε κάθε πρωί στην εκκλησία μας, στον Προφήτη Ηλία.
Η εκκλησία μας κατάμεστη ήτανε κι είναι ωραία εκκλησία, γιατί ήτανε η δεύτερη μεγαλύτερη εκκλησία στην Πόλη, ας πούμε, ήτανε. Μαζευούμασταν εκεί πέρα. Βγαίναμε στα εξαπτέρυγα τα παιδιά και γινούνταν μεγάλο πανηγύρι, η εκκλησία ήτανε γεμάτη.
Απέναντι στον Προφήτη Ηλία ήτανε και το σχολείο μας, η Αστική Σχολή Σκουτάρεως. Τότε ήμασταν 225 παιδιά, που τώρα 225 παιδιά δεν τα ‘χει και μεγαλύτερο σχολείο που υπάρχει εδώ πέρα. Τα μεσημέρια κατεβαίναμε όλοι κάτω στον κήπο, είχαμε τις χάρτινες τις μπάλες τότε, δεν είχαμε βέβαια τις μεγάλες τις μπάλες, και παίζαμε εκεί. Και λέγαμε τη μαμά μου για να το σκάσουμε τη Δευτέρα από το σκολείο: «Μαμά σήμερα είναι της Αγίας Καθίστρας!» Μα τω Θεώ! Η καημένη η μαμάκα μου το πίστευε αυτό. Της Αγίας Καθίστρας!
Κάθε βράδυ μετά το φαΐ, θα πηγαίναμε στον Σύλλογο μας. Δεν παίρναμε τους αλλόθρησκους, όλοι ήτανε οι Ρωμιοί, ας πούμε, εκεί και γελούσαμε, θέατρα, παίζαμε το πινγκ-πονγκ… κι έτσι συνέχισε ζωή μας εκεί, τα νιάτικα μας.
Στο 1955 η Ρωμιοσύνη ήκμαζε. Τότε όλη εκεί η περιοχή Bankalar Caddesi η λεγόμενη, ήτανε 50% οι Ρωμιοί, είχαν τα καταστήματα τους, ένα 30% οι Αρμεναίοι, ένα 10% οι Εβραίοι κι οι άλλοι οι υπόλοιποι ήτανε Τούρκοι. Δηλαδή, φανταστείτε το τι υπεροχή είχαμε τότε εμείς. Εγώ τότε δούλευα στο Radyo Fon, ήτανε μία απ’ τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Τουρκία. Και δουλεύαμε πάρα πολύ καλά, όλοι οι Τούρκοι προτιμούσανε τους Ρωμιούς, γιατί οι Ρωμιοί ήτανε τίμιοι και πολύ καλοί έμποροι.
Μια μέρα, αξέχαστη, βγήκαμε απ’ το κατάστημά μας, απ’ την Πόλη, απ’ τον Γαλατά, να πάρουμε το βαποράκι μας και να πάμε στο Σκούταρι. Εκείνη τη στιγμή, ακούμε την Express την εφημερίδα, δεύτερη έκδοση: «Οι Ρωμιοί, Romalılar Atatürk'ün evine bomba attı!» Δηλαδή: «Οι Ρωμιοί πετάξαν τη βόμβα στου Ατατούρκ το σπίτι, στη Θεσσαλονίκη».
Αυτό το πράγμα βέβαια, όταν το ακούσαμε εμείς, λιγάκι… Σκεφτήκαμε, ο ένας τον άλλον λέμε: «Τι γίνεται βρε Γιώργο μου τώρα;» ας πούμε. «Τι να σου πω βρε Νίκο μου… στάσου να πάμε στο χωριό μας και να δούμε».
Ήρθα στο σπιτάκι μου. Κατά καλή μου τύχη τότε το σπίτι μας ήταν ανακαινισμένο και στο κάτω το πάτωμα το ‘χαμε νοικιάσει σε έναν μουχτάρη. Ήρθε αυτός ο μουχτάρης και μου λέει εμένα:
«Νίκο», λέει, «βάλε μία σημαία απέναντι στο σπίτι σου».
«Γιατί;» λέγω.
Λέει: «Σε παρακαλώ Νίκο, ανέβα επάνω στο παράθυρό σου και βάλε μία σημαία!» Τούρκικη σημαία. Εμείς κρεμάμε την τουρκική σημαία. Βέβαια, σιωπηλά… «Τι θα γίνουμε;» «Τι θα κάνουμε;»
Κατά τις εννέα η ώρα, ακούμε φωνές απ’ το Bağlarbaşı, φωνές… «Α, ου, εσείς πετάξατε βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ!» Όλοι είχανε πέτρες στο χέρι τους κι αρχίζαν και σπάζανε όλα τα ελληνικά τα κτήρια, γιατί ο μαχαλάς μας ήταν όλο ελληνικός. Οι περισσότεροι από αυτούς ήτανε και χασισοπόται, αυτοί που πίνουν, ξέρετε, στα καφενεία…
Η καημένη η μητέρα μου απ’ τον φόβο της μ’ ανέβασε εμένα στο σερβανί του σπιτιού μας και με λέει: «Αμάν, παιδάκι μου, να πας εσύ να κρυφτείς εσύ εκεί πέρα, να μη μας σκοτώσουνε!» Απ’ το σερβανί –λέει– κοίταζα εγώ τι γίνεται.
Και μία μόλις βλέπω ότι αρχίζουν και βγαίνουν οι φλόγες κατά την εκκλησία μας μεριά… όπως ήμουνα, με τις πιτζάμες, έτσι, δίχως… όπως ήμουνα ντυμένος βάζω τα παπούτσια μου και τρέχω προς την εκκλησία μου. Όλη η νεολαία η ρωμέικη σιγά-σιγά συμμαζευτήκαμε και πήγαμε στο σχολείο μας εκεί μπροστά, για να σιρανίσουμε τι γίνεται στην εκκλησία μας.
Μας κάψανε τον Σύλλογό μας. Τον κάψανε. Βλέπαμε το κτήριό μας που καιγότανε και συνάμα βλέπαμε και την εκκλησία μας.
Υπήρχε ένας καντηλανάφτης, Ιμβριώτης αυτός, Νίκος ονομαζόμενος, τον οποίο οι Τούρκοι τον πιέζανε: «Niko, aç kapıyı!» Θα πει: «Νίκο, άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας!» Γιατί η δικιά μας η εκκλησία ήτανε πολύ ωραία προφυλαγμένη, τα τείχη της είναι σχεδόν δεκαπέντε μέτρα, ας πούμε, τόσο ψηλά και γερές πόρτες. Και λέγανε: «Niko, aç kapıyı», «αν δεν ανοίξεις, θα σε σκοτώσουμε», «öldüreceğiz seni!» Δυστυχώς, ο Νίκος ανοίγει τις πόρτες και μπαίνουνε μέσα οι Τούρκοι.
Βλέπουμε όλοι τους μπήκαν μέσα και… μέχρι τώρα ακόμα θυμάμαι τις φωνές που σπάνανε… σπάνανε με τα ρόπαλα τους πολυελαίους μας, σπάνανε ό,τι βρίσκανε, πετούσανε πέτρες στις εικόνες μας, ας πούμε… Κι όλοι οι πολυελαίοι μας, οι οποίοι ήταν πολλοί σπουδαίοι, γενήκανε θρύμματα...
Ανοίξαν το παγκάρι για να, το σπάνανε το παγκάρι για να πάρουν τα λεφτά που υπήρχαν εκεί πέρα μέσα. Με τα μάτια μας τα είδαμε αυτά. Κι είδαμε ένα πράγμα: ότι πέταξανε εφημερίδες μέσα στο παγκάρι και το κάψανε για να γίνει φωτιά, να καεί κι η εκκλησία μας. Αλλά ευτυχώς, απ’ τον Θεό, εκείνη η φλόγα σβήστηκε! Κι ήτανε η μόνη εκκλησία που δεν κάηκε.
Εμείς μονάχα τι μπορούσαμε να πούμε; Εμείς λέγαμε: «Ο Θεός να σας κάψει!» «Ο Θεός να σας…» «Να σας δούμε έτσι, να σέρνεστε!» Κι ο Θεός μάς το απόδειξε.
Ήτανε τότε κάποια παιδιά τα οποία μπήκανε στην εκκλησία μας κι αρπάξανε τα δισκοπότηρα κι ένας από αυτούς, που ήτανε του μπεχτσή ο γιος, αυτός πήγε να πηδήξει, για να μη φανεί σε μας, απ’ έναν πολύ υψηλό τοίχο. Ο οποίος έπεσε κάτω κι έσπασε τα πόδια του και το χέρι του. Κι ο Θεός μάς τον έδειχνε κάθε μέρα, να τον βλέπουμε εμείς, με το σπασμένο χέρι. Κι όταν του ρωτούσαμε:
«Τι γίνηκες;»
«Σώπα, έπεσα», έλεγε, ενώ ήτανε κι ένας από αυτούς…
Και σπάσανε όλο το Πέρα, όλο το Bankalar Caddesi, όλον τον Γαλατά.
Δεύτερη μέρα, εμείς πήγαμε στον Γαλατά για να δούμε τι γίνηκε. Ο Γαλατάς ήταν γεμάτος από παλιά παπούτσια, από παλιά καπέλα… όλοι τους πετάξαν τα παλιά τα παπούτσια τους, πήραν τα καινούργια. Tο Πέραν ήτανε, μπορώ να σας πω, ήτανε καμιά εικοσαριά πόντοι γεμάτοι από τα ρούχα των Ρωμιών, τα σεντόνια, τα χαλιά, ό, τι μπορείς να φανταστείς. Και συνάμα απέναντι σ’ εμάς είχαμε έναν πολύ καλό κύριο, ο οποίος πουλούσανε μοτόρια. Όλες οι μηχανές ήταν πεταμένες στο δρόμο, του Bankalar Caddesi.
Από τότε βέβαια σιγά-σιγά άρχισε και σιγά-σιγά ο ξεριζωμός από την Πόλη. Κάπου ογδόντα εκκλησίες είχανε καεί τότε, ας πούμε, είχανε διακόρευσει και κοπέλες… Του Μπαλουκλί ο παππάς τον ρίξανε σε μία μεγάλη στέρνα, δε θυμάμαι, και τον σκοτώσαν εκεί πέρα. Kαι δε βρήκανε και τα κόκαλά, του καημένου. Ο πάτερ Γαλακτίων, ο καημένος, κάθε φορά όταν έβγαζε τα Άγιά του, δηλαδή την περιστροφή του Αγίου Ευαγγελίου, ας πούμε, πάντοτε όταν στεκόταν στην πόρτα έλεγε: «Χρυσάνθου ιερομονάχου, μαρτυρικώς τελειωθέντος». Δηλαδή, κάθε φορά δηλαδή θα το έλεγε αυτός ο άνθρωπος. Κι αυτό μας έκανε και, δηλαδή, δηλαδή δακρύζαν τα μάτια μας.
Ήμασταν όλοι στεναχωρημένοι, όλοι μας, δηλαδή, φοβούμαστανε τις νύχτες. Ήταν ένας Mehmet, και με λέει: «Νίκο, Νίκο σε παρακαλώ να πάρεις τη μητέρα σου κι εσύ μ’ ένα λεωφορείο, ό,τι κάνεις κάνεις, και να έρθεις στο Gaziantep για να σε προφυλάξουμε!» Γιατί τότε λεγόταν ότι θα σκοτώσουν, θα κόψουνε τους Ρωμιούς. Αυτό με είπε αυτός ο άνθρωπος. Κι ένας ακόμα, ο Lutfullah, κι αυτός με είπε το ίδιο πράγμα: «Κοίταξε, εγώ είμαι στο Bartın, έχω το καλοκαιρινό μου το σπίτι. Είναι στη διάθεσή σου, το δίχως άλλο, αυτή τη στιγμή να σε στείλω και λεφτά, το δίχως άλλο να ‘ρθεις σε μας στο Bartın». Ήτανε οι δύο Τούρκοι, τα δύο άτομα τα οποία με βοηθήσαν εμένα, δηλαδή, από αυτό το πράγμα.
Πήγα στρατιώτης, στο 1958 πήγαμε στρατιωτικό εμείς. Μια μέρα αξέχαστη ήτανε, είχε πολλή ζέστη εκείνη την ημέρα, πήγα να κοιμηθώ στο πάνω πάτωμα, στις ράτζες τις λεγόμενες. Και κοιμήθηκα λιγάκι στα πλάγια, για να μη με βλέπουν όταν μπουνε μέσα οι στρατιώτες.
Ήτανε ένας αθίγγανος ο οποίος εξηγούσε το πώς μπήκε στην εκκλησία μέσα στο Σκούταρι, πήρε τα δισκοπότηρα κι έκαμνε κακίες… δηλαδή κυνηγούσαν και τις κοπέλες, γιατί ήταν κάνα-δύο βιαζόμενες κοπέλες εκεί πέρα μέσα… Και μόλις εγώ τον άκουσα αυτόν, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά πλησίασα από πάνω έτσι και τον είδα. Μόλις με είδε, σώπασε αυτός. Σώπασε αυτός.
Το πράγμα που είπα από μέσα μου, λέγω: «Θεέ μου, δείξ’ τονα μου αυτόνα σπασμένο! Kι όπως μπορείς να μου τον δείξεις, Προφήτη Ηλία μου!» είπα εγώ.
Μία μέρα, ήμουνα στη φρουρά. Βλέπω έρχεται ένας στρατιώτης, ο οποίος με λέει: «Τώρα», λέει, «φίλε μου», λέει, «ένα μουλάρι κλώτσησε έναν μαύρο». Μόλις τον είδα εγώ, τον γνώρισα αυτόνα βέβαια. Με σπασμένα μούτρα, δηλαδή άλλο πράγμα, πού να στο πω. Με λέει: «Αμάν», λέει, «γρήγορα-γρήγορα!» λέει. Εγώ, εν τω μεταξύ, αντί να κάνω γρήγορα, έκανα σιγά-σιγά, bay-bay τον πήγαινα στο νοσοκομείο…
Κι ο Θεός με τον έδειχνε σχεδόν κάθε μέρα με σπασμένα μούτρα, γιατί ήταν πάρα πολύ άσχημα χτυπημένος, δηλαδή, απ’ το μουλάρι. Δηλαδή, ότι πάντοτε ο Θεός δείχνει και αυτά τα πράγματα στους ανθρώπους, ας πούμε.
Τα Σεπτεμβριανά, αν κι έχουνε περάσει πολλά χρόνια, πενήντα πέντε, δηλαδή αρκετά χρόνια, όσο να ‘ναι πάντοτε είναι στην καρδιά σου. Δηλαδή, όταν ιδείς αυτά τα πράγματα, έχεις και δηλαδή ένα στίγμα επάνω σου, ας πούμε. Δε θα φύγει ποτέ στη ζωή σου.