ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ ΔΡΑΚΟΣΠΙΤΑ
ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ ΔΡΑΚΟΣΠΙΤΑ
Περιγραφή
Η ανάσα του δράκου, η φυλακισμένη πριγκίπισσα κι οι παππούδες που ήταν ιππότες και νεράιδες: Μύθοι και θρύλοι των δρακόσπιτων της Καρύστου.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφηγητής
- Ευαγγελία Αθανασίου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Producer
- Σταύρος Βλάχος
Ερευνητής
- Νεκταρία Περουλάκη
Τα δρακόσπιτα είναι κάποια μοναδικά κτίρια που συναντάμε μόνο εδώ στην περιοχή μας, στη Νότια Εύβοια. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι είναι μεγαλιθικά, μνημειώδεις κατασκευές φτιαγμένες με τοιχοποιία πάρα πολύ ισχυρή, φτιαγμένη από τεράστιους ογκόλιθους. Τα τυλίγει, γενικά, ένα μυστήριο. Oι αρχαιολόγοι, αν κι έχουν εκφράσει πάρα πολλές απόψεις, δεν είναι ακόμα βέβαιοι στο να μας εξηγήσουν ποιοι τα έκτισαν, πότε χρονολογούνται και ποια ήταν η χρήση τους.
Το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο όλων, το δρακόσπιτο που βρίσκεται στην κορυφή της Όχης, του βουνού στα βόρεια της Καρύστου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σήμα κατατεθέν της πόλης της Καρύστου. Η παρουσία του έχει εμποτίσει το κύτταρο της τοπικής κοινωνίας, έχει περάσει από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα κι έχει διασωθεί μέσα από μύθους, παραμύθια και τραγούδια.
Εγώ ειδικά, ήμουνα πάρα πολύ τυχερή ως προς αυτό. Ήξερα πολλές ιστορίες για αυτά από τον παππού μου και τη γιαγιά μου, οι οποίοι κατάγονταν από ένα χωριό που βρίσκεται πολύ κοντά στην κορυφή της Όχης, τον Άγιο Δημήτριο. Όταν λοιπόν τους καλοκαιρινούς μήνες, που ζούσα κοντά στη γιαγιά μου και τον παππού μου, την ώρα του ηλιοβασιλέματος καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού τους, η θέα που είχαμε απέναντί μας ήταν η κορυφή της Όχης, η κορυφή που βρίσκεται το δρακόσπιτο. Και πάντα είχαμε να ρωτάμε αν κάποιος μένει εκεί.
Τόσο μεγάλοι είναι οι όγκοι οι πέτρινοι που έχουν χρησιμοποιηθεί για την οικοδόμηση του, που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχαν χτιστεί από ανθρώπινα χέρια. Έτσι, έφτιαξαν μία ιστορία ότι πανίσχυροι δράκοι έχτισαν αυτά τα δρακόσπιτα. Ο πιο δυνατός από όλους, ο πιο ισχυρός, ο αρχηγός των δράκων, δηλαδή, είναι αυτός που έχτισε το μεγαλύτερο σπίτι στην κορυφή της Όχης κι εκεί ήταν η κατοικία του.
Η γιαγιά μου μας έλεγε λοιπόν, ότι αυτός ο δυνατός βοριάς που κατεβαίνει από την κορυφή της Όχης δεν είναι τίποτα άλλο από την ανάσα του δράκου, που ξεφυσάει και φοβερίζει τους κατοίκους της πόλης. Μάλιστα, μας έλεγε ότι ο δράκος εκεί στην κορυφή της Όχης είχε φυλακισμένη μία πριγκίπισσα. Όντας αυτή δυστυχισμένη έκλαιγε και θρηνούσε, ώσπου ο Γιάννος ερχότανε και την έσωζε καβάλα στο άλογο του και με το σπαθί του σκότωνε τον δράκο.
Μας άρεσε πάρα πολύ αυτή η ιστορία, γιατί τα ονόματα που χρησιμοποιούσε η γιαγιά ήταν τα ονόματα των εγγονιών της, εμάς, τα δικά μας ονόματα, οπότε αισθανόμασταν μέρος του μύθου και της ιστορίας. Δε σας κρύβω ότι οι ιστορίες της γιαγιάς συχνά τις αναπαριστούσαμε στα παιχνίδια μας, τα κορίτσια κάνοντας τις πριγκίπισσες και τα αγόρια, τα αδέρφια μας, συνήθως έπαιζαν τον ρόλο του Γιάννου, που μ’ ένα ξύλινο σπαθί προσπαθούσε να κατατροπώσει τον δράκο. Ο δράκος δεν ήταν άλλος από τον κόκορα του κοτετσιού, που τον κυνηγούσαμε πάρα πολύ συχνά και του κάναμε τη ζωή δύσκολη!
Σαν εγγόνια ήμασταν πάρα πολύ τυχερά, γιατί είχαμε έναν παππού και μία γιαγιά οι οποίοι ήτανε τρομεροί παραμυθάδες. Δε σας κρύβω ότι στη φαντασία μας ο παππούς μας ήταν ιππότης κι η γιαγιά μας ήταν νεράιδα. Τον παππού μου τον λέγαν Τριαντάφυλλο και τη γιαγιά μας τη λέγανε Ρόδο, είχανε δηλαδή το όνομά του ίδιου αγαπημένου λουλουδιού.
Το ότι η γιαγιά μας ήταν νεράιδα, το έλεγε ο παππούς μας. Έλεγε, λοιπόν, ότι όταν την αγάπησε ήτανε πανέμορφη με κατάξανθα μαλλιά. Όταν την πρωτοείδε, πίστεψε ότι ήταν νεράιδα. Και μας έλεγε ότι έκλεψε την μπόλια της κι έτσι την ανάγκασε να αφήσει τις αδερφές τις, τις νεράιδες, και να έρθει μαζί του στο χωριό Νικάσι και να τον παντρευτεί.
Πάρα πολλά χρόνια, πάρα πολλές ώρες μάλλον, των ημερών που περνούσα δίπλα στη γιαγιά μου και τον παππού μου, η μόνη μου έννοια είναι να ψάχνω παντού για να βρω πού έχει κρυμμένη την μπόλια ο παππούς μου. Βέβαια, κάποια στιγμή που τον ρώτησα πού την έχει κρυμμένη την μπόλια της γιαγιάς, θέλω να μου τη δείξει, μου είπε ότι δεν κάνει. Γιατί αν μία νεράιδα βρει την μπόλια της, τότε τη φοράει και ξαναγυρνάει πίσω στις αδερφές, τις νεράιδες. Κι αν την έβρισκα, θα χάναμε για πάντα τη γιαγιά μου. Ήταν ο λόγος που με έκανε να σταματήσω να ψάχνω.
Αυτός ο παραμυθάς παππούς, μας είπε κάποια στιγμή και το παραμύθι του δράκου που ζούσε στην κορυφή της Όχης, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, που βρίσκεται επίσης εκεί.
Εκεί, λοιπόν, μας λέει ο παππούς, δίπλα στο ξωκλήσι του προφήτη Ηλία, ήταν ένα σπίτι μεγάλο, φτιαγμένο από θεόρατες πέτρες. Αυτό το σπίτι ήτανε το σπίτι του δράκου. Δίπλα του υπήρχανε στον βράχο κάτι βαθουλώματα που έμοιαζαν με ανθρώπινα αχνάρια κι ο παππούς έλεγε ότι αυτά τα αχνάρια ήτανε από το πάτημα του δράκου, που ήταν πολύ βαρύς κι όπου πατούσε, βούλιαζε ο βράχος. Επίσης, μας έλεγε ότι πιο κάτω, λίγο από την κορυφή, κοντά στα αρχαία λατομεία των Μύλων, υπήρχε το τσουκάλι του δράκου, που μαγείρευε το φαγητό του. Όντως, κοντά στα αρχαία λατομεία υπάρχει ένα πολύ μεγάλο λίθινο αγγείο, που προφανώς δεν ολοκληρώθηκε και δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, κι αυτό το αγγείο που είναι τόσο μεγάλο, οι ντόπιοι ονομάζουν «το τσουκάλι του δράκου».
Ο δράκος, λοιπόν, αυτός είναι συνδεδεμένος και με μία ερωτική ιστορία. Είχε, λοιπόν, λέει ο παππούς μας, μία αγαπητικιά που ζούσε στο χωριό τα Ρούκλια, κάτω από την κορυφή της Όχης είναι κι αυτό το χωριό, μέσα σε μία κοιλάδα. Κάθε βράδυ, λοιπόν, ο δράκος καβαλούσε τ’ άλογό του και πήγαινε στο σπίτι της κοπέλας, στα Ρούκλια, κι έμενε μαζί της ως τα χαράματα. Η κοπέλα όμως δεν αγαπούσε τον δράκο, τον φοβόταν μόνο και δεν ήξερε πώς να γλιτώσει από αυτόν. Μία φορά τον ρώτησε αν φοβάται κανέναν κι ο δράκος, που ήταν ατρόμητος, της είπε ότι:
«Κανέναν δε φοβάμαι, παρά μόνο της σκύλα του αδερφού σου», που ήταν πολύ άγρια κι επικίνδυνη.
Αυτό το κράτησε στο μυαλό της η κοπέλα και σχεδίαζε πώς να βρει τρόπο να βάλει τη σκύλα του αδερφού της να φάει τον δράκο. Αφού σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, βρήκε την εξής λύση: Ο δράκος είχε συνηθίσει, όταν πήγαινε στο σπίτι της κοπέλας, να βάζει στο άλογο του τόσο κριθάρι, όσο χρειαζόταν να τρώει μέχρι το ξημέρωμα. Όταν, λοιπόν, το άλογο τελείωνε την τροφή του, το κριθάρι, την ταγή του, ο δράκος ήξερε ότι ήταν η ώρα να εγκαταλείψει το σπίτι της κοπέλας και να ξανανέβει στην κορυφή του βουνού, στο σπίτι του. Τι σκέφτηκε λοιπόν αυτή η κοπέλα; Σκέφτηκε να ανακατώσει την τροφή του αλόγου, το κριθάρι, μαζί με άμμο, έτσι ώστε να μην μπορεί το άλογο να φάει γρήγορα το κριθάρι και να αργήσει και να προφτάσει αυτή να καλέσει τον αδερφό της και να πάει εκεί μαζί με τη σκύλα.
Πράγματι, έτσι κι έκανε. Το επόμενο βράδυ ανακάτεψε το κριθάρι με την άμμο κι ο δράκος όσο έβλεπε πως το άλογο εξακολουθούσε να τρώει δε βιαζόταν, δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα. Έτσι ξημέρωσε, τον πρόλαβε η μέρα. Και σε λίγο κατέφθασε ο αδερφός της κοπέλας κι άρχισε να τον κυνηγά με τη σκύλα του. Ξεχύθηκε προς τον κάμπο ο δράκος, γιατί εκεί είχε μία κρυψώνα, είχε ένα λαγούμι μέσα στο οποίο έμπαινε και μέσω αυτού του λαγουμιού έφθανε μέχρι την κορυφή, μέχρι το σπίτι του.
Λίγο όμως πριν φτάσει στην είσοδο του λαγουμιού τόνε πρόλαβε η σκύλα, που ήταν πολύ δυνατή κι όρμησε απάνω του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και γονάτισε, έπεσε κάτω. Η σκύλα άρχισε να τον ξεσκίζει λοιπόν με τα δόντια της και τότε ο δράκος, σε μία ύστατη προσπάθεια να διασωθεί, έβαλε μία δυνατή φωνή και κάλεσε να έρθει να τον βοηθήσει η αδερφή του από τη Ρούμελη, στη Ρούμελη βρισκόταν η αδερφή του.Εκείνη, μόλις άκουσε τη φωνή του δράκου, έτρεξε αμέσως για να τον βοηθήσει κι έφτασε στην ακρογιαλιά. Όμως της ήταν δύσκολο να κινηθεί γρήγορα γιατί την εμπόδιζε το παιδί της, που το ‘χε πάρει μαζί και το κρατούσε στην αγκαλιά. Για να ελευθερωθεί και να κινηθεί πιο γρήγορα ακούμπησε την κούνια του, η οποία ήταν από μάρμαρο, και το μέρος εκείνο ονομάστηκε Μαρμάρι. Και δεν είναι τίποτα άλλο από τον οικισμό Μαρμάρι, το επίνειο της πόλης της Καρύστου.
Έφτασε λοιπόν δίπλα στον αδερφό της στην είσοδο του λαγουμιού, αλλά όταν έφτασε εκεί βρήκε τον αδερφό της να ξεψυχάει. Έτσι, τον έθαψε στο ίδιο μέρος και πάνω από τον τάφο του σήκωσε και τοποθέτησε δύο θεόρατα λιθάρια, δύο τεράστιες πέτρες που έως σήμερα βρίσκονται εκεί. Δεν είναι τίποτα άλλου από λίθους αρχαίου λατομείου. Βρίσκονται εκεί, λοιπόν, μπροστά στην είσοδο του λαγουμιού, όπως μας έλεγε ο παππούς μας στα παιδικά μας χρόνια, κι όπως στηρίζουν πάρα πολλοί μύθοι της περιοχής μας για τον δράκο και τα δρακόσπιτα της περιοχής της Νότιας Καρυστίας.