Η γιαγιά είχε φέρει μία εικόνα από τη Μικρασία, την Παναγία. Όλες οι γυναίκες του Ρεθύμνου απ’ τη Μικρασία ερχότανε να προσκυνήσουνε στην εικόνα, που ήταν θαυματουργή.
Μια ζωή καθόταν στο παράθυρο. Φορούσε ένα τσεμπέρι, μαντήλι δηλαδή, δεμένο, δε φαινόταν παρά το πρόσωπό της κι έβλεπε ποιος ερχόταν. «Μωρέ γιαγιά, δε βαρέθηκες να κάθεσαι;» «Αχ κόρη μου, κάτσε να σου πω την ιστορία».
Στη Μικρασία ήτανε δύο αδερφές, η Αγγέλα κι η Βαγγέλα κι ένας αδερφός, ο Σοφιανός. Ο Σοφιανός ήταν τυφλός εκ γενετής, ο αδερφός τους. Ήταν ο μπαμπάς, που είχε πάει ήδη στον πόλεμο τότε που ξεσηκωθήκαμε, κι η μητέρα.
Οι Τούρκοι μπήκανε μέσα στα σπίτια να «τουρκέψουνε» τα κορίτσια. Εγώ δεν καταλάβαινα τι θα πει τότε. Εγώ νόμιζα να τους αλλάξουνε θρησκεία... Η μαμά τους, λοιπόν, είχε βάλει και στο αγόρι και στα κορίτσια μανδύα, είχε ράψει μανδύα και τους φορούσε για να καλύπτει τα βυζάκια τους, να φαίνεται πως είναι αγόρια. Τα έχει κουρέψει, ξυρισμένα δηλαδή, και δεν πήραν είδηση πως ήταν κοριτσάκια δώδεκα-έντεκα χρόνων για να τα βιάσουμε οι Τούρκοι, για να τα πάρουνε.
Μαζέψαν όλες τις εικόνες απ’ το χωριό, από ό,τι λέει, και τις είχανε βάλει στη μέση της πλατείας και καίγαν τις εικόνες οι Τούρκοι, τέλος πάντων οι στρατιώτες, ό,τι ήταν αυτοί. Κι όπως λέει καθόταν εκεί στην άκρη, ένας γέρος τη χτυπάει και της λέει: «Πήγαινε, πάρε, βάλε στον κόρφο σου αυτή την εικόνα και συ, την άλλη!» Και τρέχει η γιαγιά, παίρνει την εικόνα, τη βάζει στον κόρφο της, αυτός είναι ο κόρφος από κάτω δηλαδή, τη στερέωσε και τρέχει κι η Αγγέλα και παίρνει την άλλη εικόνα.
«Όπως προχωρούσαμε μέρες και νύχτες, περπατούσαμε και σιγά-σιγά φορτωμένες με τους μπόγους, μπόγους, κάποια στιγμή που προχωρούσε μπροστά ο σκύλος», «σκύλος» έλεγε τον Τούρκο, «στο άλογο απάνω και κάποια στιγμή η μαμά μου δίψασε».
Δεν είχε φυσικά νερό κι όπως πάτησε η οπλή του αλόγου κι έκανε νερό κάτω, έσκυψε η μάνα της να το πιει. Και βγάζει τη χατζάρα ο Τούρκος και τση κόβει το κεφάλι! Πρόσεξε! Έσφαξε τη μάνα της μπροστά στα μάτια των παιδιών της. Κι έτρεξε η γιαγιά από πίσω. «Μάνα!» «Μάνα!» Απ’ το φουστάνι, λέει, τη φώναζε...
«Κι όπως», λέει, «της κράτησα το φουστάνι, μου παίζει και μένα μία με τη χατζάρα και με παίρνει εδώ! Θες να δεις; Να το “πονάρι” μου», έτσι έλεγε το ποδάρι και σήκωνε και μας έδειχνε τη μαχαιριά που είχε από τον «σκύλο». Ο σκύλος! Όχι ο Τούρκος, ο σκύλος! «Να, εδώ». Τη βάρυνε τη γιαγιά μου όλα αυτά τα χρόνια κι όποιον να ‘βλεπε, αυτό έλεγε.
Προχωρήσανε αυτοί, ήρθανε περάσαν από τα παράλια, το ένα, τ’ άλλο... λεπτομερώς δεν ξέρω, απλώς έλεγε: «Μας βάλανε, περιμέναμε τη βάρκα, περάσαμε τη βάρκα, φέραμε τον Σοφιανό», τον θείο, τον αδερφό της που ήταν τυφλός. Και περάσανε την Παναγία, τη Χάρη της, έτσι έλεγε, όλο αυτό το διάστημα και την έφερε στο σπίτι.
Μύριζε πάρα πολύ όμορφα η εικόνα. Μόλις ήτανε η παρουσία της εκεί, μοσχομύριζε ένα κυπαρίσσι… Δηλαδή από το ξύλο που ήταν καμωμένη μύριζε όλος ο κόσμος, ήταν ιερός εκεί πέρα ο χώρος, τέλος πάντων. Είχε πάρει τη μυρωδιά της Χάρης της. Ήταν θαυματουργή.
Είχε διαδοθεί ότι ήταν θαυματουργή, ερχόταν όλες οι γυναίκες του Ρεθύμνου απ’ τη Μικρασία ερχότανε κι εγώ ήμουνα, πήγαινα και τους έκανα καφέ. Ερχότανε, αφήνανε λάδι στη Χάρη της, αφήνανε καρβουνάκια… Δεν είμαι θρησκόληπτος άνθρωπος, αλλά τα έχω δει. Δηλαδή… μία κυρία ήρθε γιατί δεν έμενε έγκυος και προσευχήθηκε.
Έχει ένα παλικάρι τώρα πάνω από σαράντα χρόνων. Πάω και τη βλέπω. Η μητέρα μου που έπεσε κάποια στιγμή σε κώμα. Την πήρε ο πατέρας μου την εικόνα, την πέρασε κρυφά στην εντατική εδώ στο Ρέθυμνο, την ακούμπησε κάτω απ’ το μαξιλάρι και την άλλη μέρα ξύπνησε η μάνα μου, του Αγίου Δημητρίου. Δε σας λέω ψέματα.
Ερχότανε στιγμές που άκουγα [τακ τακ] αυτό το πράγμα… ήταν οντάς από πάνω. «Γιαγιά, τι είναι αυτό; Να σηκωθώ;» Εγώ ήμουνα μικρή. «Κάνε παιδί μου, η Χάρη της είναι», και να σηκώνεται, «κάνε τον σταυρό σου. Κάτι καλό θα ακούσουμε». Η γιαγιά δεν πέθανε πολλών χρονών, πέθανε ογδόντα χρόνων, και συνέχεια αυτό έλεγε η καημένη: «Η Χάρη της είναι, η Χάρη της. Περπατάει στα σανίδια η Χάρη της».