Γεννήθηκα στον Άγιο Βασίλειο, εδώ τελείωσα τη βασική εκπαίδευση, το δημοτικό σχολείο, στο Ρέθυμνο το γυμνάσιο, και το 1956 μπήκα στη σχολή Ικάρων. Αποφοίτησα το '59, υπηρέτησα σε πολλές μονάδες, μαχητικά αεροσκάφη. Όταν τελείωσα την υπηρεσία μου στα μαχητικά, μεταφέρθην στα πολυκινητήρια αεροσκάφη, τα μεταφορικά. Πέταξα και το αεροσκάφος --μαζί με τα άλλα-- και το αεροσκάφος Noratlas.
Το 1974 δεν υπηρετούσα στα αεροπλάνα αυτά, πετούσα άλλο αεροσκάφος. Για ενάμιση χρόνο δεν είχα πετάξει το Noratlas. Όταν έγιναν τα γεγονότα, άρχισαν τα γεγονότα της Κύπρου, πίεσα στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας για να φύγω από εκεί, από την υπηρεσία εδάφους που ήμουνα τότε, και να πάω σε αεροπλάνα. Και μάλιστα την 21η Ιουλίου το πρωί, έφυγα. Πριν έρθει ακόμα το σήμα για να μετατεθώ, πήγα στην Ελευσίνα, παρουσιάστηκα στη μοίρα που είχε τα αεροσκάφη Noratlas. Πέταξα μία πτήση για επαναδιάθεση, για είκοσι λεπτά, κι από και πέρα ήμουν έτοιμος, κυβερνήτης πλέον, ξανά στο αεροπλάνο το Noratlas.
Το απόγευμα της 21ης Ιουλίου διετάχθην να μεταβώ, να μεταφέρω κόσμο στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Και στον αέρα μου είπαν μετά τη Θεσσαλονίκη να πάω κατευθείαν στη Σούδα, χωρίς να μου πούνε γιατί.
Στη Σούδα προσγειώθηκα τελευταίος, καθυστέρησα να πάω. 11 η ώρα και το βράδυ, τη στιγμή που άλλοι είχαν απογειωθεί ήδη για την Κύπρο. Εκεί με εφοδίασαν με καύσιμα. Κάποια στιγμή ήρθανε φορτηγά του στρατού και φορτώσαμε πυρομαχικά, μόνο πυρομαχικά. Οι φαντάροι, οι λοκατζήδες, ήτανε στα πρώτα αεροπλάνα.
Επειδή, όπως σας είπα, καθυστέρησα να προσγειωθώ στη Σούδα, ήμουνα ο τελευταίος που ετοιμάστηκα για να φύγω, και κάποια στιγμή ενώ είχα βάλει μπροστά τους κινητήρες, μας λένε: «Από δω και πέρα, όλοι οι άλλοι, όλοι εσείς που είσαστε κάτω, σβήστε τους κινητήρες, απαγορεύεται η απογείωση». Διότι η ώρα ήτανε καθορισμένη από το Γενικό Επιτελείο: μέχρι τη δωδεκάτην ώρα όσοι απογειωθούν, καλώς, οι άλλοι να μείνουν στο έδαφος. Και τούτο γιατί λόγω της θερινής, το καλοκαίρι, κι επειδή ξημερώνει νωρίτερα στην Κύπρο, θα μας έβρισκε το πρωί, η ημέρα πλέον στην Κύπρο, υποτίθεται εκτεθειμένοι στην πολεμική αεροπορία της Τουρκίας κτλ.
Όλοι οι άλλοι σβήσανε, πεντε αεροπλάνα σβήσανε. Εγώ δε μου άρεσε αυτή, ήθελα οπωσδήποτε να πάω στο νησί μας. Κι επέμενα φορτικά. Μα αν δεν πάω τώρα που κινδυνεύει ο Έλληνας, πότε θα πάω; Μία ζωή για αυτόν τον λόγο εκπαιδευόμουνα, μια ζωή για αυτόν τον λόγο. Αυτή ήταν η δουλειά μου, αυτό ήταν το καθήκον μου και τώρα να πω «δεν πάω»; Κινδυνεύει ο Έλληνας και να πω «δεν πάω»; Ή βρίσκω...
Πέρασε ένα λεπτό χρόνος, δυο λεπτά, τρία λεπτά από τον χρόνο τάχα μου των 12 και για τρία λεπτά δε θα πάω στην Κύπρο; Στη χώρα μου; Αν είναι δυνατόν!
Κατέβηκα κάτω από το αεροπλάνο, επέμενα, φώναζα... Με άκουσαν από το επιτελείο κι άκουσα που λέει: «Ποιος είναι τούτος που φωνάζει εκεί;»
Λέει: «Είναι ο τάδε».
«Και τι θέλει;»
Λέει: «Θέλει να φύγει», ενώ είχε περάσει η 12η, είχε πάει 12 και 10 και 12 και τέταρτο, πλέον.
Λέει: «Ε, άσ’ τον να φύγει!» Ανάγκασα έτσι και τον προηγούμενο από μένα να βάλει μπροστά κι αυτός, να φύγει, γιατί αλλιώς δεν μπορούσα να φύγω εγώ. Έτσι έφυγε κι εκείνος, έβαλε μπροστά κι αυτός κι απογειωθήκαμε.
Σε χαμηλό ύψος, σβηστά τα φώτα, χωρίς συχνότητες και λοιπά... Με το που μπήκα στη θάλασσα, μετά τα παράλια, τα νότια παράλια της Κρήτης, κατευθείαν έβαλα πορεία για την Κύπρο. Και πράγματι, μετά από κάποια ώρα πλησίαζα τα παράλια της Κύπρου, στην περιοχή της Πάφου. Με το που ανέβηκα πάνω στο Τρόοδος, είδα τις φωτιές του Τρόοδος, καιγόταν το Τρόοδος, είχε πάρα πολλές φωτιές και μου έκανε εντύπωση το γιατί. Κι όμως, από ό,τι έμαθα μετά, είχανε ρίξει ναπάλμ βόμβες οι Τούρκοι.
Από κει και πέρα ήταν εύκολο να πάω μέχρι τη Λευκωσία. Πλησιάζοντας πια, φτάνοντας πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, είδα από κάτω να έρχονται τα... να έρχονται οι σφαίρες. Ερχόντουσαν τα τροχιοδεικτικά βλήματα επάνω, βλέπαμε από πάνω, ερχόντουσαν σαν τα βεγγαλικά που βλέπουμε στις γιορτές... κάπως έτσι τα βλήματα. Και δυστυχώς, απ’ ότι μάθαμε μετά, δεν ήταν μόνο ξένα, τουρκικά, ήταν και τα δικά μας.
Προσγειώθηκα. Μετά την προσγείωση ζήτησα, επειδή είχα πυρομαχικά, πάνω από τρεισήμισι τόνους φορτίου, και ζήτησα εκεί που στάθμευσα τέλος πάντων ότι: «Δεν έχω κόσμο», λέω, «δε βλέπω κόσμο να ξεφορτώσει». Και μου απήντησαν, λέει: «Ποιον περιμένεις;» Ζήτησα συγνώμη γιατί... και λέω: «Κατάλαβα, ζητάω συγγνώμη». Και το πλήρωμα, οι τρεις μας, ξεφορτώσαμε το αεροπλάνο, αρκετά γρήγορα. Αλλά το ξεφορτώσαμε εμείς.
Ξαναπαίρνω το αεροπλάνο, απογειώνομαι. Μέρα βέβαια, μέρα, έβλεπα καθαρά πλέον το έδαφος κάτω. Αντίθετη πορεία Κρήτη και μετά στη Σούδα. Προσγειώθηκα στη Σούδα κατά τις 7μισι το πρωί.
Ένα πλήρωμα που έμεινε κάτω, μου είπε την... μετά από μέρες που τον είδα ότι: «Με το που έφυγες, δεν περάσανε πέντε λεπτά, κι ήρθανε η τουρκική αεροπορία κι έκανε το αεροπλάνο... το αεροδρόμιο... δεν ξέρω πόσες βόμβες ρίξανε. Δεν περάσανε πέντε λεπτά», μου λέει.
Η Λευκωσία, το αεροδρόμιο, είμαι ο τελευταίος που το εγκατέλειψε, που έφυγε από το αεροδρόμιο κι από τότε δεν προσγειώθηκε άλλο αεροπλάνο, ούτε απογειώθηκε από εκεί. Για αυτόν τον λόγο και ζήτησα από τον πρέσβη της Κύπρου πριν από πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια, και του ζήτησα: «Όταν θα ανοίξει η Λευκωσία, να με καλέσεις να είμαι κι εγώ και το πλήρωμα μου στο αεροπλάνο, να ανοίξουμε τη Λευκωσία».
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ακόμα. Ελπίζω ότι θα γίνει σύντομα.
Ήταν μια... ήταν μια εμπειρία. Χαίρομαι ειλικρινά, χαίρομαι που πήγα, που επέμενα και που πήγα, γιατί θα θεωρούσα... δε θα δικαιολογούσα με τίποτα τον εαυτό μου αν δεν πήγαινα. Με τίποτα. Λες έκανα κάτι, το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, δεν το κάναμε, παρά το ότι πολλοί θυσιάστηκαν, πάρα πολλοί θυσιαστήκανε, για σφάλματα ολίγων. Σφάλματα ολίγων έφεραν το αποτέλεσμα αυτό στην Κύπρο. Η κατοχή της Κύπρου... το βλέπω και κλαίω, αν θέλετε. Βλέπω τους ανθρώπους που... τους πρόσφυγες, τα παιδιά, γυναίκες, τους άντρες... φύγαν από τον τόπο τους και τους διώξαμε, συμβάλαμε εμείς τα μέγιστα, οι υπόλοιποι Έλληνες, δυστυχώς. Είναι να μην κλαις, ας πούμε, γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Τι να πω τώρα;
Κρίμα που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι παραπάνω. Λυπάμαι γι’ αυτό.