Πολύ χαρακτηριστικά θυμάμαι τη μέρα που ακούστηκαν τα εμβατήρια, στις 21 Απριλίου δηλαδή πρωί-πρωί, η μάνα σηκώθηκε και σταυροκοπιότανε! «Αχ, επιτέλους, επιτέλους!» φώναξε, «Σωθήκαμε!» Είμαι στην ΣΤ΄ Δημοτικού, δηλαδή δώδεκα χρονών. Είμαι παιδί μιας δεξιάς, συντηρητικής οικογένειας, ο πατέρας μου ήτανε αστυνομικός.
Εκείνο που λειτούργησε πάρα πολύ θετικά στο να μπορέσω να φτιάξω μια αντιπολιτευτική διάθεση στο καθεστώς, ήταν τα γεγονότα του ’72 της Νομικής. Ήμουνα φροντιστήριο, το θυμάμαι. Εκείνον τον Φλεβάρη ήμουν ακόμα φροντιστήριο και θυμάμαι που κατέβηκαν μετά τη διάλυση, κατέβηκαν μέχρι την Ομόνοια και βλέπαμε τους φοιτητές. Ήταν μια πρώτη εμπειρία κι από εκεί και πέρα άρχισε η συνειδητοποίηση για πάρα πολύ κόσμο.
Περνάω στο Πολυτεχνείο, στους Χημικούς Μηχανικούς. Πρώτη φορά φοιτητής, στις αρχές του Οκτώβρη. Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι το Πολυτεχνείο λειτουργεί σε πενθήμερη βάση. Μέχρι τότε δουλεύαμε και Σάββατα και στα σχολεία. Πλανιόταν ήδη ένα κλίμα έντασης. Συμμετείχα σε συνελεύσεις πολύ μαζικές, πάρα πολύ μαζικές, αν συγκριθούν με τα σημερινά δεδομένα. Δεν υπήρχε σπουδαστική παράταξη ακόμα, υπήρχαν οι όποιες κομματικές, παράνομες, οργανώσεις. Ξέραμε ότι ο τάδε ήταν στον Ρήγα Φεραίο, ο τάδε ήτανε στην Κ.Ν.Ε., εν πάση περιπτώσει, όχι όμως επισήμως.
Υπήρχε το σπουδαστικό της Ασφάλειας που και κυκλοφορούσε. Και τους ξέρανε με τα ονόματά τους. Γιατί; Γιατί οι μεγαλύτεροι από εμάς είχανε κάποια εμπειρία, είχανε ανακριθεί, κάποιοι είχανε πάει στρατιωτικό, τους είχαν κόψει την αναβολή. Το χρησιμοποίησε αυτό το μέτρο η Χούντα, για να κόψει τις σπουδαστικές αντιδράσεις.
Είναι Κυριακή, πρέπει να ήταν 4 Νοέμβρη του ’73, λίγες μέρες πριν από το Πολυτεχνείο. Βγαίνω με έναν φίλο μου στο Σύνταγμα για βόλτα, καφέ κτλ. κτλ. κι εκείνη την ημέρα γίνεται το μνημόσυνο του Παπανδρέου. Αντιδικτατορικό, με κόσμο, μαζεύεται κόσμος. Είχα μακριά μαλλιά, με συναντάει ένας ασφαλίτης και με χτύπησε. Μάλιστα αυτό έχει και λίγο τραγική εικόνα, γιατί ο πατέρας μου –έχω πει πως είναι αστυνομικός– βρίσκεται στη Βουλή πάνω και βλέπει το συμβάν, βλέπει το συμβάν, βλέπει δηλαδή να με χτυπάει ένας παρακρατικός, τον οποίο εκ των υστέρων, έμαθα ότι τον ήξερε. Μαζεύτηκαν κάποιοι συμμαθητές μου από την Ιωνίδειο κι η κοπελιά που με μάζεψε και με πήγε στο φαρμακείο, ήταν η Καρυστιάνη. Γνωστή, γιατί ήταν επικεφαλής της κατάληψης της Νομικής την προηγούμενη χρονιά.
Γυρνώντας στο σπίτι, ο πατέρας μου, μου ‘πε: «Τι έγινε;» Την είχε δει τη σκηνή, ας πούμε. Βρέθηκα εκεί τυχαία. Απλά άκουσα τις φωνές και πήγα και λόγω των μαλλιών φαντάζομαι με βούτηξε από τα μαλλιά και με χτύπησε. Κι αυτό ήταν μια προσωπική εμπειρία που με εναντιώνει ακόμη χειρότερα.
Συμμετείχα στη συνέλευση εκείνης της Τετάρτης, Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, που αποφασίζεται η κατάληψη. Η οποία είναι σημαδιακιά μέρα και τη θυμάμαι, γιατί είναι η μέρα των γενεθλίων μου.
Εγώ έμεινα από την Τετάρτη, έμεινα όλη τη μέρα. Και το βράδυ, την Τετάρτη το βράδυ, γύρω από το Πολυτεχνείο κυκλοφορούσαν παρακρατικά στοιχεία. Βγήκα να πάω, θυμάμαι χαρακτηριστικά, στο Μινιόν, γιατί το Μινιόν είχε με κερματοδέκτη καφέ και τα διάφορα, κακάο κτλ. κτλ. και στη γωνία Σολωμού και Πατησίων με χτύπησαν παρακρατικοί, αναγκάστηκα να επιστρέψω, ουσιαστικά. Κοίταξε να δεις, όλες ήταν άδικες, άδικες βιαιοπραγίες και σε κάνουν αναγκαστικά, ας πούμε, να αποκτάς ένα αίσθημα αντιφασιστικό εκ των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις δηλαδή, ότι οι άνθρωποι τους οποίους έχεις κι αντιμετωπίζεις απέναντί σου, είναι άνθρωποι χωρίς ίχνος ανθρωπισμού, χωρίς ίχνος δημοκρατικής αίσθησης ή ενσυναίσθησης.
Η πρώτη μέρα είναι απλά μια μέρα κατάληψης. Ο κόσμος φωνάζει... Ήμασταν καταρχάς, στην αρχή, γύρω στα πεντακόσια άτομα, η πρώτη μέρα μαζεύει κι από άλλες σχολές, διανυκτερεύσαμε περίπου γύρω στα πεντακόσια, ίσως και λίγο παραπάνω, άτομα, το πρώτο βράδυ.
Η Πέμπτη ήτανε μέρα που αρχίζει και μαζεύεται πάρα πολύς κόσμος, μα πάρα πολύς κόσμος. Θυμάμαι εταιρίες, θυμάμαι ιδιώτες, θυμάμαι γείτονες της περιοχής, το τι φέρνανε, από νερό μέχρι φαγητά, μέχρι οτιδήποτε μπορούσαν να προσφέρει ο καθένας. Πώς να το πω, ρε παιδί μου; Δηλαδή πρωτόγνωρο δεν το έχω ξαναδεί αυτό να γίνεται στην πράξη.
Γινόντουσαν συζητήσεις σε πάρα πολλά επίπεδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ας πούμε, στην Αρχιτεκτονική, τον Μικρούτσικο με το πιάνο και τον κόσμο να τραγουδάει βέβαια τραγούδια κτλ. τραγούδια του Θεοδωράκη κτλ… είχε έναν χαρακτήρα γύρω από την τέχνη. Σε άλλα σημεία γινόντουσαν συζητήσεις, πολιτικές συζητήσεις, πάρα πολλές. Συμμετείχα σε πάρα πολλές συζητήσεις, ακόμα και με ανθρώπους συντηρητικούς. Ανθρώπους, δηλαδή, οι οποίοι ήταν δεξιοί στην πραγματικότητα, αλλά δημοκράτες, αντιφασίστες.
Το ραδιόφωνο το ‘ξερα, η Μαρία η Δαμανάκη ήτανε στη σχολή μου τρία χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, άκουγα τη φωνή της. Δεν ήξερα πόση δυνατότητα εμβέλειας έχει και πόσο επηρέαζε τη ζωή της πόλης. Εκ των υστέρων, κατάλαβα πόσο αυτό είχε συσπειρώσει, είχε λειτουργήσει, είχε λειτουργήσει θετικά, είχε ακουστεί από πάρα πολύ κόσμο.
Κι εκείνο που δε θα ξεχάσω ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή είναι η Παρασκευή κι ειδικά η Παρασκευή απόγευμα. Παρασκευή απόγευμα, βγαίνω για να πάρω τηλέφωνο τους δικούς μου, γύρω στις 7 η ώρα πηγαίνω στην Ομόνοια. Χάθηκα. Δηλαδή, δεν μπορούσα να κινηθώ, από τόσο ήταν το πλήθος. Ήτανε μαθητές που πηγαίνανε εκείνη την ώρα στα φροντιστήρια, κόσμος… είδα καλλιτέχνες, είδα αγρότες… ένας κόσμος, ας πούμε, μεγαλειώδης, τεράστια λαοθάλασσα. Και φαντάζομαι ότι αυτό ανησύχησε τους κρατούντες, ανησύχησε την κυβέρνηση κτλ… είχε χάσει πια τον έλεγχο. Είχε πάρει τις διαστάσεις αυτή η απλή πρώτη κατάληψη-συγκέντρωση της Τετάρτης, είχε εξελιχθεί σε μια πολύ μεγάλη μαζική διαδήλωση διαμαρτυρίας, η οποία ουσιαστικά σήμαινε ότι έτριζαν τα θεμέλια της δικτατορίας.
Κι εκείνη τη στιγμή ξεκινάει… δεν ξέρω αν έγινε τότε ο στρατιωτικός νόμος, επεβλήθη ο στρατιωτικός νόμος, αλλά πέσαν τα πρώτα δακρυγόνα από την αστυνομία. Εγώ φορούσα ένα κόκκινο μπουφάν εκείνες τις μέρες. Με προβλημάτιζε, γιατί λέω: «Τώρα που… Θα φάω πολύ ξύλο με το κόκκινο μπουφάν!» Κι επειδή φοβόμουνα το είχα βγάλει, το είχα βάλει στα εργαστήριά μου, στον πάγκο του εργαστηρίου και το βρήκα μετά από τριάντα μέρες, φαντάσου…
Σάββατο ξημερώματα πια, απ’ έξω έχουν έρθει τα τανκς. Είμαι πίσω από την Αρχιτεκτονική, προς την πλευρά της Τοσίτσα και μπροστά από τα νέα κτήρια, δηλαδή από το κτήριο των Χημικών. Είμαι με τη φίλη μου, τη Μ.Σ., δε λέω, τα αρχικά: Μ.Σ., έναν πολύ γνωστό της εποχής. Και κάποιος γυρνάει και μας λέει, ενώ γύρω-γύρω πέφταν από ώρα σφαίρες και τα λοιπά: «Παιδιά, να γονατίσουμε να μας πατήσουν τα τανκς!» Τη θυμάμαι πάρα πολύ… Πραγματικά γονατίσαμε, φανταζόμενοι ότι τα τανκς θα μπουν και θα μας πατήσουν. Αυτό πρέπει να κράτησε γύρω στα τέσσερα-πέντε λεπτά. Όχι, αυτή η σκηνή μου έχει μείνει και θα μου μένει σε όλη μου τη ζωή.
Και ξαφνικά, λίγο αργότερα, έρχεται ένας βαθμοφόρος στρατιωτικός, πρέπει να ήταν λοχαγός; Κάτι, μαυροσκούφης. Μας λέει: «Άντε ρε! Σηκωθείτε και βγείτε. Γρήγορα!»
Σηκωθήκαμε, κατέβηκα, βγήκα απ’ την κεντρική πόρτα, έχασα φίλους και τα λοιπά, στην πορεία συνάντησα κάποιους άλλους…. Βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο, περνάω πάνω από τη Mercedes του πρύτανη, βγαίνουμε στην Πανεπιστημίου και μας διώχνουν δεξιά. Διώχνανε άλλους, μισούς από αριστερά, μισούς από δεξιά, για να σπάει ο κόσμος και κάποιους τους συλλαμβάνανε. Και πέρα από αυτό βλέπαμε και κόσμο, παρακρατικούς, πίσω από την αστυνομία, οι οποίοι κατά καιρούς πεταγόντουσαν με ξύλα και χτυπάγανε τον κόσμο, οι οποίοι τρέχανε, όπως σου εξήγησα, πια από τη γωνία Πατησίων και Τοσίτσα μέχρι τη γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας. Σε αυτή τη διαδρομή, γύρω στα διακόσια-τριακόσια μέτρα, πόσο είναι, συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα.
Εγώ φεύγω δεξιά, συναντάω έναν φίλο μου, συμμαθητή μου στην Ιωνίδιο και συμφοιτητή μου πια στο Πολυτεχνείο. Με κρατάει αγκαζέ. Έγιναν δυο-τρεις προσπάθειες να με τραβήξει κάποιος αστυνομικός, με κράτησε ο Μπάμπης –Μπάμπης, δε λέω παραπάνω ονόματα– με κράτησε ο Μπάμπης κι έτσι έκανα όλη τη διαδρομή μπροστά από την πόρτα του Πολυτεχνείου, τα μέτρα μέχρι τη γωνία της Τοσίτσα κι ανέβηκα όλη την Τοσίτσα μέχρι την Μπουμπουλίνας. Είχα δίπλα τον Μπάμπη. Εκεί περίπου σταματάει ο κλοιός της αστυνομίας, είναι ελεύθερος ο κόσμος να φύγει προς τα Εξάρχεια και θυμάμαι χαρακτηριστικά τότε, που φεύγει ο Μπάμπης, χάνω τον Μπάμπη κι ακούω έναν φίλο που λέει: «Ρε παιδιά, πηγαίνω προς το Αιγάλεω». Και του λέω: «Έλα, πάμε μαζί, γιατί κι εγώ για το Αιγάλεω πάω» κι ανεβήκαμε από εκείνο το σημείο, δηλαδή γωνία Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα, μέχρι τον Άγιο Νικόλα στην Ασκληπιού.
Τώρα είναι γύρω στις 4 η ώρα το πρωί, 4, όπου και κοιμηθήκαμε σε έναν χώρο που είχε πίσω από την εκκλησία, κάτι σαν αποθήκη τέλος πάντων, βρήκαμε έναν χώρο εκεί και κάπου ξαπλώσαμε. Θυμίζω πως είναι Νοέμβρης, έχει κρύο. Γύρω-γύρω τα τανκς κι ακούγαμε πολυβόλα και τα λοιπά και τα λοιπά. Γύρω στις 6 η ώρα, όταν αρχίζει και χαράζει και σιγά-σιγά ακούμε που ανοίγουν τα παράθυρα, βγαίνει ο κόσμος, ξεθαρρεύουμε, ας πούμε, συμφωνήσαμε να κατέβουμε πια, να ξεκινήσουμε για τα σπίτια μας.
Συνάντησα έναν ναύτη που πήγαινε για να μπει και του λέω: «Σε πειράζει, ρε φίλε, να έρθω μαζί σου μέχρι την Ομόνοια;» «Όχι», μου λέει, «έλα, έλα, προχώρα». Για να πάω να πάρω το λεωφορείο από Ζήνωνος, Ομόνοια. Η διαδρομή ήτανε οδυνηρή, εγώ ήμουνα καταφοβισμένος, φανταστείτε τι είχα περάσει, έτρεμα στην κυριολεξία. Πέρασα και… Μια ακόμη σκηνή που θα μου μείνει πολύ-πολύ-πολύ χαραγμένη στη μνήμη μου, δε θα την ξεχάσω, στην Ομόνοια κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου επί της Ομόνοιας είδα μπροστά μου μια λίμνη αίματος. Λίμνη! Λίμνη! Πρέπει να ήτανε πάνω από… Ένα μήκος πέντε-έξι μέτρα, μια λίμνη αίματος! Το θυμάμαι και δεν πρόκειται αυτή τη σκηνή να την ξεχάσω.
Τέλος πάντων, ο ναύτης μας συνόδευσε, κάποια στιγμή, κατέβηκα στη Ζήνωνος, μπήκα στο λεωφορείο. Θυμάμαι επίσης, χαρακτηριστικά, ότι δεν έβγαλα φοιτητικό εισιτήριο, φοβόμουνα κι έβγαλα κανονικό εισιτήριο για να γυρίσω στο Αιγάλεω!
Είναι πια πρωί, έχει βγει ο ήλιος, είναι γύρω στις 6μισι, φτάνω στο Αιγάλεω, πλατεία Δαβάκη, κατεβαίνω, συναντάω έναν φοιτητή, σπουδαστή των Ναυπηγών, ο οποίος πήγαινε στη δουλειά του. Δούλευε στα ναυπηγεία Ελευσίνας τότε. Και του το είπα, δεν ήξερε τίποτα, γιατί αυτός λόγω της δουλειάς είχε κοιμηθεί νωρίς, δεν είχε πληροφορηθεί τι είχε συμβεί και τα λοιπά, παρότι ήταν ομοίως σπουδαστής στο Πολυτεχνείο. Μου λέει: «Τι έγινε;» Του λέω: «Άσε Παναγιώτη, μεγάλα πράγματα, θα μάθεις αργότερα». Κι έφυγα για το σπίτι μου. Είχα πάρα πολλά χρόνια, παρότι είμαι δεκαοχτώ χρονών εκείνη τη στιγμή, πήγα και κοιμήθηκα με τη μητέρα μου. Το θυμάμαι σαν και τώρα, δηλαδή έτρεμα και πήγα και κοιμήθηκα στο κρεβάτι με τη μάνα μου.
Δεν υπήρξε αποδοχή, έτσι; Αρνητική υποδοχή υπήρξε από την οικογένειά μου για τη στάση μου. Έκανα διάφορες συζητήσεις με τον πατέρα μου, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω. Επαγγελματίας αστυνομικός, όπως καταλαβαίνεις δεν ήθελε ούτε να εκτεθεί, για να του λένε «ο γιος σου...» Κι υπήρξε μία κόντρα ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα μου.
Υπήρχε κλίμα τρομοκρατίας πια, όλοι φοβόντουσαν. Ακόμη λείπανε άτομα, κάποιοι από αυτούς που είχαν συλληφθεί ήταν ακόμη σε κρατητήρια, σε ΕΑΤ-ΕΣΑ, ένας από τους φίλους μου της γειτονιάς συνελήφθη κι έμεινε μια βδομάδα. Όταν γύρισε, μου είπε τις εμπειρίες του, ήταν αυτές έτσι πολύ άσχημες, οδυνηρές εμπειρίες. Δεν πιστεύω να υπάρχει πιο δυνατό σημείο από όλη αυτή την τριήμερη εκδήλωση, την τριήμερη κατάληψη, από την ίδια την έξοδο. Θα μου μείνει στη ζωή για… Θα μου μείνει στο μυαλό μου για όλη μου τη ζωή.
Πολύ σπάνια πηγαίνω σε εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Εκτός από τα πρώτα δύο χρόνια, η υπόθεση του Πολυτεχνείου έγινε στόχος εκμετάλλευσης από κάποιους. Εκεί έχω μια ένσταση. Έχει αλλάξει λίγο το νόημα. Πιστεύω πως ο κόσμος, ειδικά ο νεαρόκοσμος, το έχει προσλάβει τελείως διαφορετικά. Υπάρχει όμως πάρα πολύς κόσμος και σε αυτόν ανήκω εγώ, που παρέμεινε σιωπηλός, σεβάστηκε όλη αυτή την κατάσταση, όλο αυτό τον αγώνα, όλη αυτή την προσπάθεια, σεβάστηκε όλους αυτούς τους ανώνυμους και σεβάστηκε ακόμα περισσότερο αυτούς που έχασαν τη ζωή τους. Γι’ αυτό σου μιλάω, σου μιλάω για αυτές τις μνήμες των ανθρώπων που χάθηκαν, αλλά και για όλους εμάς τους σιωπηλούς, που δε μετέφρασαν αυτή την εμπειρία… παρέμειναν στη ζωή τους σιωπηλοί.