Επειδή ήταν υποχρεωτική γυμναστική στο πανεπιστήμιο, έπρεπε να πάμε να γραφτώ στη λέσχη για τη γυμναστική. Πραγματικά, με έναν συμμαθητή μου, συνυποψήφιο και συμφοιτητή μου πλέον από την Τρίπολη, δώσαμε ένα ραντεβού στην Ομόνοια στου Μπακάκου, να συναντηθούμε και να πάμε στον Πανελλήνιο, στον Πανελλήνιο όπου γινόταν η εγγραφή, αν θυμάμαι καλά. Δώσαμε το ραντεβού, πήρα το λεωφορείο από την Κοκκινιά και κατεβαίνω, κατεβαίνω στο τέρμα, στην Κουμουνδούρου, κι άρχισα να ανεβαίνω την Πειραιώς.
Στην Πειραιώς πέρναγα από κατασπασμένα φανάρια, μια ερημιά, μια πνιγηρή ατμόσφαιρα κι ατμόσφαιρα από δακρυγόνα. Λοιπόν κι άρχισα να ανεβαίνω την Πειραιώς, πήγα στου Μπακάκου, περίμενα τον φίλο μου, δεν ήρθε. Κι έχοντας πλέον κατανοήσει ότι κάτι έχει γίνει στο Πολυτεχνείο, κάτι γινόταν και κάτι εκεί στο Πολυτεχνείο, ξεκίνησα για το Πολυτεχνείο, το οποίο το ήξερα πού ήταν από τις παλαιότερες επισκέψεις μου στην Αθήνα.
Φτάνοντας στην οδό Μετσόβου, έχοντας διαβεί ένα περιβάλλον πνιγηρής ατμόσφαιρας και λοιπά και λοιπά, φτάνοντας Μετσόβου, βρίσκω έναν, προφανώς φοιτητή. Έναν νέο άνθρωπο πεσμένο κάτω, καταματωμένο, καταχτυπημένο, με κουρέλια τα ρούχα του, ματωμένα και λοιπά, γύρω κόσμος να τον προφυλάσσει, ο οποίος φώναζε, ήταν έξω φρενών. Μόλις είδα αυτή την κατάσταση, ήμουνα μέχρι την... μέχρι εκείνη τη στιγμή αγανακτισμένος, αλλά μόλις είδα αυτό, τότε τα πράγματα ξέφυγαν. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησα για να δω τι γίνεται.
Εγώ έχοντας έρθει από το χωριό... Αυτό πότε συνέβη, συνέβη το Σάββατο 18 Νοεμβρίου, όταν πλέον το Πολυτεχνείο είχε πέσει. Τότε κατανόησα τι είχε γίνει, είδα την πόρτα γκρεμισμένη την είσοδο, είδα κόσμο διάσπαρτο, είδα αστυνομία, είδα δακρυγόνα και κυριότερα, είδα γκλοπ.
Λοιπόν μην έχοντας κανένα γνωστό και μη γνωρίζοντας απολύτως κανέναν, ξεκίνησα να ανεβαίνω την Πατησίων προς την Εμπορική. Εκεί παρατήρησα ότι η αστυνομία έκανε το εξής τέχνασμα: ήταν ομάδες αστυνομικών με γκλοπ και με όπλα, εννοείται, στις τέσσερις γωνίες του δρόμου και σπρώχνανε κόσμο να μπει μέσα, μέσα στον δρόμο και φεύγανε από τις γωνίες, εγκλώβισαν τον κόσμο και τον τσάκισαν στο ξύλο. Εκεί είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να με αγγίξει άνθρωπος, είπα θα μείνω εδώ και θα παλέψω, έστω και την επόμενη μέρα, κατά το δυνατόν.
Και πραγματικά, πήγα στην Ομόνοια. Μας κυνήγαγαν οι αστυνομικοί, δε με πιάνανε, πήγα στο Σύνταγμα, πήγα στην Κάνιγγος σε μία φάση... Ήταν τέτοιο το μίσος, το μένος των αστυνομικών όπου για να διαλύσει τον κόσμο. Υπήρχε αραιός κόσμος, αραιός κόσμος, ο οποίος συγκεντρωνόταν, συγκεντρωνόταν, τον διαλύανε, ξαναμαζευόταν, φώναζαν συνθήματα, διαμαρτύρονταν και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Το Πολυτεχνείο, βέβαια, είχε πέσει.
Ανεβαίνοντας την Ακαδημίας βλέπω, βλέπω το εξής τρομερό γεγονός: βλέπω ένα «εκατό» το οποίο έχει ξεκινήσει από την Κάνιγγος και κάνει ζικ-ζακ με ταχύτητα, ανεβαίνοντας στην Ακαδημίας. Προκειμένου να διαλύσει τον κόσμο, έπεφτε πάνω, πήγαινε πάνω στον κόσμο. Εγώ ήμουν μπροστά στην εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής. Λοιπόν αυτό το «εκατό» έρχεται στο δεξί πεζοδρόμιο, έρχεται προς το μέρος μου κι ενώ ήτανε λίγο πιο πίσω μου, λίγο πιο πίσω μου, το είχα δει βέβαια εγώ κι απομακρυνόμουν να φύγω. Λοιπόν κι ενώ ερχόταν προς τα... προς το μέρος μου, εκεί που πάει να πάρει τη στροφή αριστερά για να πάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και βλέπω τον αστυνομικό μέσα, τον συνοδηγό. Στο τσακ πιάστηκε και δεν έπεσε στο πεζοδρόμιο.
Περνώντας η ώρα, ο κόσμος πραγματικά δεν μπορούσε, δεν άντεχε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, δεν άντεχε, τον είχαν διαλύσει. Είχε φάει ξύλο, είχε φάει δακρυγόνα…
Ενώ βρισκόμουν στην Πανεπιστημίου μετά το γεγονός με το περιπολικό. Πολύ αργότερα, ακούω μία τρομερή βοή να κατεβαίνει από το Σύνταγμα, λες και πέταγε ελικόπτερο. Ήταν τα τανκς του Ιωαννίδη, τα οποία κατεβαίνανε από το Σύνταγμα προς την Ομόνοια. Κατεβαίναν τα τανκς με μία τρομερή βοή, που τρόμαζες.
Κι ενώ βρισκόμουνα στα Χαυτεία, φεύγει μία ομάδα αστυνομικών κι ορμάει σε -πόσοι διαδηλωτές είμαστε εκεί πέρα, πέντε-δέκα, δεν είμαστε περισσότεροι- μας ορμάει κι αρχίζει να μας κυνηγάει. Εγώ ήμουν πάρα πολύ εξασκημένος, είχα και δύναμη και φοβερή ταχύτητα και θυμάμαι χαρακτηριστικά, ενώ πάω να περάσω το φανάρι των Χαυτείων, ενώ μας κυνηγάνε, ακούω πίσω μου στα ρούχα ένα «φστ!» Ήταν το γκλοπ, το οποίο αντί να πέσει στο κεφάλι μου, έξηρε, εσύρθη πάνω στο ρούχο που φόραγα, ό,τι φόραγα.
Παντού υπήρχαν πυροβολισμοί στο κέντρο, δηλαδή από τις εννιά αν κατέβηκα από το λεωφορείο, μέχρι που έφυγα, εννοείται πως ακουγόντουσαν συνεχώς πυροβολισμοί. Μπήκα στη Ομόνοια, κατέβηκα στην Ομόνοια από τις σκάλες, εκεί πνιγόταν η Ομόνοια από το δακρυγόνο και πήρα των ομματιών μου και με τα πόδια έφτασα στη Νίκαια, όπου στο Περιβολάκι, στο Περιβολάκι είχαν σταθμεύσει τανκς. Kι εκεί τελείωσε άδοξα η όλη ιστορία.
Από τότε δεν έχω λείψει, μέχρι σήμερα, ούτε μία φορά από το Πολυτεχνείο, από την επέτειο.