Γεννήθηκα Αθήνα, μεγάλωσα Αθήνα, οι γονείς καταγωγή από Χειμάρρα Αλβανίας. Πολλές φορές, το θυμάμαι ότι μου δημιουργούσε άγχος στο σχολείο να μην ακουστεί ότι είσαι από Αλβανία ή ότι είμαστε από Αλβανία και γι’ αυτό πολλά παιδιά το κρύβαμε και λέγαμε βόρεια Ήπειρος.
Ήτανε πολύ ψυχοφθόρο το γεγονός ότι ζούσαμε σε ένα, ας πούμε, πολύ μικρό σπίτι για μία τετραμελή οικογένεια. Οι γονείς μου είχαν το δικό τους δωμάτιο κι εμείς με την αδερφή μου μέναμε στο σαλόνι. Μέχρι και την Α΄Λυκείου μέναμε στο σαλόνι. Εκεί ήτανε το δωμάτιό μας, το γραφείο μας, τα πάντα, όλα. Κι ένας από τους λόγους που δεν έφερνα φίλους στο σπίτι είναι γιατί ντρεπόμουν, ντρεπόμουν να τους δείξω ότι εμείς μένουμε τέσσερα άτομα σε ένα, σε μια γκαρσονιέρα κι ότι εγώ με την αδερφή μου μένουμε στο σαλόνι. Ενώ όλοι οι άλλοι γύρω μου είχαν το δικό τους δωμάτιο, δική τους διακόσμηση, το PlayStation, όλα αυτά. Και για αυτό ίσως μ' άρεσε να παίζω περισσότερο έξω, έτσι.
Κατά την περίοδο των Πανελληνίων, με άγχωνε γιατί οι γονείς μου πιέζονταν οικονομικά, γιατί είναι σαν να πληρώνει για δύο χρόνια ενοίκιο σε επαρχία, έτσι. Λόγω φροντιστηρίων, το σκεφτόμουν αθροιστικά, τα χρήματα που δίνεις σε φροντιστήρια, βιβλία, το ένα, το άλλο, τόσο πάνε, είκοσι χιλιάρικα. Μου δημιουργούσε τρομερή πίεση το ότι οι γονείς μου, η μητέρα μου είναι καθαρίστρια, ο πατέρας μου δουλεύει εκεί, έκαναν έξτρα μεροκάματα όπου έβρισκαν. Κι ότι εγώ έπρεπε, ένιωθα ένα καθήκον, ας πούμε, οικογενειακό, να βγάλω ασπροπρόσωπους τους γονείς μου, επειδή το θέλανε κι αυτοί.
Υπήρχε ένα πολύ βίαιο σκηνικό. Υπήρχε σωματική, ψυχολογική και λεκτική βία και από τους δύο γονείς. Υπήρχε βία μεταξύ του πατέρα προς τη μητέρα, της μητέρας σε εμάς, μεταξύ μας με την αδερφή μου. Άρχισα να νιώθω ανεπαρκής, με την έννοια ότι, όσον αφορά τις πνευματικές μου ικανότητες, το επίπεδο γνώσεων και το μέλλον μου, γιατί θεωρούσα ότι δε θα μπορώ να ανταπεξέλθω είτε στο ζήτημα της σχολής είτε στο οικονομικό...
Στα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου, που είναι αυτό το «πρέπει» το τεράστιο των φοιτητικών χρόνων, ας πούμε, που πρέπει να ξεσαλώσεις να περάσεις ωραία, κι εγώ ήμουν μέσα μία τελείως αντίθετη κατάσταση. Ήτανε, πραγματικά, ένας εφιάλτης. Δηλαδή θυμάμαι φορές που πήγαινα στη σχολή και πριν δω γνωστούς έπαιρνα ένα Xanax για να ηρεμήσω. Κατά τη διάρκεια, ας πούμε, που απλά καθόμασταν είχα τόσο άγχος που, πραγματικά μούδιαζα κι έπεφτα σε αλαλία, δεν έβγαζα φωνή, αλλά ήταν από το στρες, από την πίεση. Κι άντε να εξηγήσεις σε όλους τους ανθρώπους, ας πούμε, γύρω σου, ανεξαρτήτως ηλικίας ότι αδερφέ υποφέρω, πονάω. Δεν είμαι περίεργος, δεν είμαι μαλάκας, δεν είμαι ξενέρωτος ή αντικοινωνικός, πονάω. Κι απλά το καμουφλάρω αυτό το πράγμα. Βλέπεις έξω ανθρώπους που λένε ωραία πράγματα, που περνάμε ωραία, κάνουμε αυτό, κι εσύ να θες να πεις ότι παιδιά ξέρετε κάτι; Θέλω να αυτοκτονήσω. Ή θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, θέλω να βγω από την ύπαρξή μου, να μην υπάρχω όπως υπάρχω τώρα σαν Φώτης, ας πούμε, ή οποιοσδήποτε άλλος.
Όταν ήμουν είκοσι, είχα έναν τεράστιο οικογενειακό καβγά κι αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω με το μηχανάκι. Ήμουνα σε μία απόγνωση. Και δεν ξέρω, μου βγήκε ένα τελείως αντίθετο συναίσθημα που ήταν ότι όχι, δε θα κάνω τίποτα στην πάρτη μου, εσείς θα βλασφημήσετε που υπάρχω! Τελευταία στιγμή κόβω στη στροφή.
Και πάω κατευθείαν στα επείγοντα, στον Ευαγγελισμό, πάω στα επείγοντα στης ψυχιατρικής, ας πούμε, για να με βοηθήσει κάποιος. Και πήγα δώδεκα η ώρα το βράδυ. «Είμαι τόσο χάλια που έκανα μόλις, παραλίγο να αποπειραθώ να αυτοκτονήσω». Μου δίνουν ένα χάπι και κλείσαμε ραντεβού και πήγα στα τακτικά ιατρεία.
Ξεκίνησα μία ψυχοθεραπευτική διαδικασία με έναν πολύ αγαπημένο άνθρωπο, στον οποίο οφείλω πάρα πολλά. Ξεκίνησα μία φαρμακευτική αγωγή τουλάχιστον για ένα χρόνο, ήταν μίας ήπιας μορφής αντικαταθλιπτική αγωγή.
Δεν έχω μιλήσει σε πολύ κόσμο για να γνωρίζει ότι έχω τη διάγνωση, αλλά στο οικογενειακό πλαίσιο με αγχώνει το ότι είμαι στιγματισμένος, νομίζω. Στην αρχή ήτανε λίγο ταμπού, ήτανε λίγο, του είχανε δώσει λίγο μία μεταφυσική διάσταση και «γιατί σε μας;» Ήτανε πολύ υποστηρικτικοί σε αυτό, δε με έκαναν να νιώσω περίεργα. Αλλά ναι, κυρίως ήταν ένα ταμπού το οποίο αποφεύγαμε συνειδητά, ας πούμε, να θίξουμε. Σε βύθιζε χιλιάδες μέτρα κάτω από τη γη αυτό, το να ξέρεις ότι δεν μπορείς να πεις σε κάποιον ότι αδερφέ πηγαίνω, πήγα στον ψυχίατρο και πήρα μία αγωγή. Κι αυτό ήταν τρομερό, τρομερή πίεση. Ενώ μπορείς να πεις ότι πήγα στον οδοντίατρο κι έκανα σφράγισμα. Κατά τη διάρκεια της θητείας στον στρατό, θυμάμαι ότι έκρυβα, ας πούμε, τα χάπια της αγωγής, για να μη με δει κάποιος να τα παίρνω, παρ’ όλο που ήμουνα υπό διάλυση.
Σταμάτησα τη φαρμακευτική αγωγή τώρα τουλάχιστον ενάμιση χρόνο, για οικονομικούς λόγους ξεκάθαρα. Κι αυτό σου δημιουργεί θυμό, η απουσία των χρημάτων, το να ξέρεις ότι δεν μπορείς να επουλώσεις λίγο τις πληγές σου αν δεν έχεις χρήματα και δεν μπορείς να αγοράσεις λίγη ψυχική υγεία. Πιστεύω ότι έχω ανάγκη έναν ψυχοθεραπευτικό κύκλο, ας πούμε, να ξαναμπώ με κάποιον, να με βοηθήσει.
Πάλι καλά, η κοπέλα μου, η σχέση με την οποία, ο άνθρωπός μου τώρα εδώ και πέντε χρόνια, με βοήθησε πάρα πολύ, δείχνοντάς μου αγάπη έμπρακτα και λεκτικά και με όποιον τρόπο είχε. Κι αυτό που σαν Φώτης είδα ως τη, σε εισαγωγικά, «λύση», το φάρμακο, ας πούμε, για τον ψυχικό πόνο, όσο παιδικό και να ακούγεται, είναι η αγάπη κι η αποδοχή. Όταν οι άνθρωποι είμαστε, βοηθάμε ο ένας τον άλλον και δε χτίζουμε φραγμούς και δε δημιουργούμε σε άλλους ανθρώπους, ας πούμε, την εντύπωση ότι είναι ξένοι, παρείσακτοι, βάρη, και τους αποδεχόμαστε, είναι τρομακτικά ευεργετικό.