Εγεννήθηκα εις τις Νυμφές Κερκύρας, 20/12, το 1936. Εγώ ήμουνα πολύ μικρός όταν έγινε η εισβολή των Ιταλών. Ήτανε δύσκολες οι συνθήκες. Δόξα τω Θεώ, δεν μας έλειψε τίποτα εμάς, γιατί είχαμε τα κτήματά μας και τα προϊόντα μας. Αλλά ο κόσμος πείναγε. Με όλον αυτό τον ορυμαγδό των πραγμάτων και με αυτή την κατάσταση τη θλιβερή που υπήρχε στα χωριά μας, εμείς ήμαστε αναγκασμένοι να κλεινόμαστε σπίτι, γιατί απαγορευότανε να βγαίνουμε από κάποια ώρα και μετά και να ‘χουμε και πολύ φωτισμό μέσα σπίτι.
Ένα βράδυ, εκεί που καθόμαστε μέσα σπίτι, ακούω ένα «τακ-τακ», ένα χτύπημα στην πόρτα. Πάει ο πατέρας μου να ανοίξει και βρίσκεται μπροστά σε έναν της καραμπινιερίας, ένα καραμπινιέρι. Του λέει: «Giorgio, έχω ανάγκη, με κυνηγάνε θα με σκοτώσουνε». «Ποιοι σε κυνηγάνε;» «Οι τεντέσκοι», οι Γερμανοί, δηλαδή. «Θέλω να με προστατέψεις, να με φυλάξεις, κάπου να κρυφτώ».
Ετούτος ο άνθρωπος, επειδή μας άφηνε με τις περιπολίες που κάνανε να αλέθουμε στους νερόμυλους, γιατί το χωριό μας έχει νερόμυλους, τα αλέθαμε εκεί και κάναμε λίγο αλεύρι κι επειδή αυτοί περνάγανε τότες και μας άφηναν, δε μας κλείσανε τον μύλο και μας άφηναν να κάνουμε τη δουλειά μας, ο πατέρας μου ήθελε τώρα να του το ξεπληρώσει, του ανθρώπου.
Τον εμπάζει μέσα ο πατέρας μας, είπανε κάποιες κουβέντες εις τα ιταλικά εκεί μεταξύ τους. Η μάνα μου του πρόσφερε ό,τι είχαμε εκείνη την ώρα: ψωμί, τυρί, σύκα, καρύδια κι ένα μπουκάλι με κρασί. Το ‘πιανε εκεί, είπανε κι «εβίβα». Εμείς μαζευτήκαμε στη γωνία του σπιτιού. Τώρα, όταν σου χτυπάει την πόρτα κι ανοίγεις και βλέπεις μπροστά σου έναν καραμπινίερο Ιταλό, όσο και να 'ναι εμείς μικρά… “Non paura, non paura”, μας έλεγε, «μη φοβάστε», δηλαδή. Και μας έλεγε: “Il piccolo, il piccolo”, έλεγε ο Ιταλός.
Επέρασε αυτό το βράδυ. Ο πατέρας μου έφυγε με αυτόνε, δεν ξέρω πού τον πήγε. Μετά όμως, όταν επέστρεψε, μας είπε ότι: «Τον πήγα εις το κτήμα μας», σε κάτι ελιές έξω στον Άγιο Αντώνη, που λέγαμε. Είχαμε μια κατοικία κι εκεί μέσα τον τακτοποίησε να μείνει το βράδυ, για να ιδούμε την επόμενη ημέρα τι θα κάνουμε. Τον βάλανε εκεί πέρα, του έδωσε η μάνα μου κουβέρτες κι ό,τι μπορούσε και του ‘παιρνε ο πατέρας μου συνέχεια φαγητό, κάθε μέρα. Γιατί κακά τα ψέματα, δεν μπορούσε να βγει. Γιατί αν έβγαινε ή αυτόνε θα σκοτώνανε ή θα την πληρώναμε κι εμείς σαν οικογένεια που υποτίθεται κρατάγαμε, κρύβαμε εχθρό τους τώρα πια, γιατί οι Ιταλοί είχανε γίνει εχθροί με τους Γερμανούς.
Ήτανε πολύ νοικοκύρης, πολύ περιποιητικός, πολύ gentleman και πολύ καθαρός. Μας έκανε μέχρι και ζυμαρικά. Είχαμε μια κρεατομηχανή κι έκανε ζυμάρι μόνος του, το ‘βανε στη μηχανή και όπως τη γύριζε, εβγαίνανε μακαρόνια. Κι αυτά τρώγαμε τότε.
Κι έτσι αυτή η ιστορία συνεχίστηκε, μέχρι που πήγε ο πατέρας μου να τον πάρει εις την πόλη να τον παραδώσει εκεί που μαζευόντουσαν όλοι ετούτοι για να τους επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Ένα πρωί, λοιπόν, φέρνει τον γαϊδαράκο, η μάνα μου ετοιμάζει έναν σάκο. Μέσα είχε βάλει όλα τα χρειαζούμενα για τη διαδρομή του. Εφτάσανε στην πόλη κι ευρήκε προστασία ο πατέρας μου και ζήτησε βοήθεια του Επισκόπου, του Δεσπότη μας. Ο Δεσπότης, με κάτι τηλέφωνα και λοιπά, τον εστέλνουνε εις τις φυλακές, όπου ήτανε ο τόπος συγκέντρωσης. Τον χάσαμε.
Μετά από πολλές μέρες, φτάνει ένα γράμμα στο χωριό, στο όνομα του πατέρα μου. Από τον Fabbri. Αυτός λεγότανε Fabbri Gildo. Κι έλεγε ότι τακτοποιήθηκε. Γιατί ταλαιπωρήθηκε, έφτακε στο Μπρίντιζι, από εκεί τον εβάλανε σε καραντίνα. Και τον εστείλανε στο σπίτι του, στον τόπο του. Αυτός έλεγε πάντα ότι μένει Arezzo Firenze, Arezzo Firenze, δηλαδή, η μόνη διεύθυνση που εμείς είχαμε ήταν αυτή.
Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ επήγα στην Ιταλία φοιτητής κι έτυχε να είμαι ένα χρόνο εις τη Σιένα. Η Σιένα είναι κοντά στο Firenze και μου λέει ο πατέρας μου: «Μια κι είσαι εκεί επάνω ψηλά και αυτός λέει ήτανε Arezzo Firenze, δεν κοιτάζεις μην τον βρεις;» Κάθομαι λοιπόν και κάνω μια επιστολή εις την καραμπινιερία της Ρώμης και τους γράφω όλο το ιστορικό γι’ αυτόν τον άνθρωπο και τους παρακάλεσα αν μπορούνε να τον ανιχνεύσουνε και να μου δώσουν τη διεύθυνσή του. Όντως κι έγινε. Επέρασε κάνας μήνας, δύο και λαβαίνω μια επιστολή που λέει: «Ύστερα από ταλαιπωρία μηνών, καταφέραμε να ανακαλύψουμε τη διεύθυνση αυτού του ανθρώπου. Ζει, έχει την οικογένειά του και μπορείς να του γράψεις σε αυτή τη διεύθυνση, να συνεννοηθείτε πότε μπορείς να τον δεις».
Έτσι κι έγινε. Κάνω και εγώ μια ωραία επιστολή, του την εστέλνω. Τρισευτυχισμένος, μου απαντάει και μου λέει ότι θα περάσει από το σπίτι σου ένας --έμενα στη Σιένα τότε εγώ-- θα περάσει από το σπίτι σου ένας χωριανός μας, από εδώ. Περνάει λοιπόν κι αυτός ο κύριος με το αυτοκίνητο, με βάζει μέσα και με παίρνει.
Με παραδίδει λοιπόν στον κύριο Fabbri, ο οποίος με αγκαλιάζει με φιλάει… δάκρυα, κακό, χαμός... Ήπιαμε ένα grappino, δηλαδή ένα τσιπουράκι και με παίρνει να ιδώ τους δικούς του. «Θα πάμε», λέει, «απέναντι, στο σπίτι που μένει ο μπαμπάς κι η μαμά. Να σε συστήσω, να σε ιδούνε. Γιατί πάντα θέλανε να σας ευχαριστήσουνε».
Ανεβήκαμε έναν μπότζο εξωτερικό, ωραίονε, με πέτρα κάτω, ανοίγει την πόρτα, με παίρνει μέσα και τους λέει: «Μαμά, μπαμπά, σας έφερα τον Έλληνα που σας είπα. Είναι ο γιος αυτουνού που με φιλοξένησε στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα». Σηκώνονται οι γέροι, οι οποίοι ήτανε καθισμένοι σε μια γωνιά, γιατί εκεί ήτανε η γωνιά τους, με φωτιά, ένα είδος τζάκι. Σηκώνονται απάνω, με αγκαλιάζει, με φιλάνε κι οι δύο τους, κλαίγανε και μου λένε: «Παιδί μου, το καλό που έκανες στο παιδί μας εμείς δεν μπορούμε να στο ανταποδώσουμε, μόνο ο Θεός μπορεί να σας το ανταποδώσει!»
Όντως, ήτανε μια στιγμή πολύ συγκινητική, που ακόμα και τώρα που το λέω, συγκινούμαι σφόδρα, που λένε. Συμβαίνουν αυτά. Εκεί, ο γέρος ο καημένος μου έκανε διάφορες ερωτήσεις. Τι κάνουν οι δικοί μου, αν ζει ο πατέρας μου, η μάνα μου, αν έχω αδέλφια και λοιπά. Λέω: «Έχω, γιατί εγώ όταν με γνώρισε ο Fabbri, εγώ ήμουνα piccolo, ήμουν το μικρό, αλλά έχω μία αδελφή κι έναν αδελφό. Είμαστε όλοι μια χαρά κι ήταν η επιθυμία τους, αφού ήρθα στην Ιταλία να σπουδάσω γιατρός, να έρθω να σας βρω, να κάνω το παν να σας συναντήσω».
Έτσι πέρασε η κουβέντα, φτάσαμε στο απόγευμα. Έρχεται ο κύριος αυτός, ο οποίος με έφερε εις το χωριό και μου λέει: «Μπορούμε να επιστρέψουμε;» Και βλέπω τη γυναίκα του και μου ετοιμάζει μια σάκα με διάφορα πράγματα. Τι είχε μέσα; Καρύδια, συκομαϊδες, ένα κοτόπουλο ψητό, αμύγδαλα… και θυμήθηκα το σακούλι που του είχε ετοιμάσει η μάνα μου εις αυτόνε, όταν τον επήρε ο πατέρας μου από το χωριό, στην πόλη.
Ήτανε στιγμές οι οποίες εμένα μου ‘χουνε μείνει αλησμόνητες, με έχουν σημαδέψει και δεν τις ξεχνάω ποτέ και δε θα σταματήσω ποτέ να τις λέω. Γιατί πόλεμος μπορεί να ήτανε, αλλά τα ανθρώπινα συναισθήματα κι η ανθρώπινη ζωή έχουν μεγαλύτερη αξία από τα όπλα κι από τα εδάφη κι από κουταμάρες τέτοιες.