Φεύγοντας οι Γερμανοί, άρχισε ο Εμφύλιος. Η μισή Ελλάδα ήτανε με το αντάρτικο, η άλλη μισή με τους χιτομάυδες, οι δεξιοί δηλαδή. Πολύ μίσος.
Έχω γεννηθεί το 1931. Το ‘47, ήμουνα δεκαεφτά χρόνων. Τότε γινότανε επιστράτευση και με πήραν στο βουνό. Παρά την θέλησή μου, αλλά έμεινα μετά με την θέλησή μου. Πού αλλού να πάω; Στους χίτες; Κι εκείνοι σκοτώνανε. Στη χωροφυλακή; Κι αυτοί σκοτώνανε. Είχε τόσο μίσος που δεν… δεν ήξερες πού να πας να καλλιάσεις, να ζεσταθείς, δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο για σκοτωμό.
Εγώ ήμουν με τον Πέρδικα. Ο Πέρδικας ήταν ταγματάρχης, ήταν ο αρχηγός του συγκροτήματος του δικού μας. Ο Πέρδικας ήτανε από ένα χωριό του Βάνουκου.
Ήσαντε δυο αδέρφια και δυο αδελφές είχανε. Ήσαντε στην αντίσταση. Κι είχαν πάει, τους ‘κάψαν τα σπίτια, δύο σπίτια, οι χιτομάυδες. Σκοτώσανε τον γαμπρό τους, τον έναν γαμπρό, μία ήταν παντρεμένη. Παίρνουνε την άλλη την κόρη, τη βιάζει ο διοικητής της αστυνομίας. Κι εν τω μεταξύ, πήγαν να πιάσουνε και τον Πέρδικα, αλλά εκεί που κάπου τον κυνηγάνε, τον είδανε, πεταχτήκανε κάτι πέρδικες και πήρε το όνομα «Πέρδικας». Ο Πέρδικας λεγότανε Γιαννακούρας. Κι επήγε κάποιο βράδυ, έπιασε την αστυνομία και λέει: «Εγώ τον “γαμπρό” μου θέλω!» Έπιασε τον υπενωματάρχη, τονε σκότωσε, τους άλλους χωροφύλακες τούς πήρε τα ρούχα και τους απόλυσε και φύγανε.
Αφού ήμαστε στο αντάρτικο, αρχίσανε μάχες τώρα. Ο Εθνικός Στρατός με τον Δημοκρατικό Στρατό. Πήγανε στη Δημητσάνα. Η Δημητσάνα ήταν αποφασισμένοι να μη μείνει τίποτες όρθιο, γιατί ήσαντε όλοι δεξιοί κι είχαν μαζευτεί οι χιτομάυδες, ήσαντε όλοι εκεί.
Είχαν πάει πρώτα οι του Ταϋγέτου το συγκρότημα που χτύπησε. Εκεί έπεσε το φυλάκιο, ένα φυλάκιο, Αγία Παρασκευή. Έμενε όμως ένα άλλο φυλάκιο μέσα, της Δημητσάνας, που ήταν ένας ολμιστής καλός. Επηγαίνανε οι όλμοι φυτευτοί όπου τους ήθελε. Σκοτώθηκαν και πολλοί αντάρτες.
Πήγαμε κι εμείς. Εγώ είχα προπέτασμα τον Παλαιών Πατρών Γερμανό! Βρέθηκα… Έχουν το άγαλμα του Παλαιών Πατρών, ο επαναστάτης που σήκωσε τη σημαία στην Αγία Λαύρα. Ήταν Δημητσανίτης. Βρέθηκα πίσω από τον Δεσπότη.
Μάχη! Χαμός! Αεροπλάνα, όλμοι, γινότανε… βρόνταγε ο τόπος, χάλαγε ο κόσμος. Κρατήσαμε εμείς άμυνα, φύγανε, οπισθοχώρησαν όλοι και μετά φύγαμε εμείς τ’ απόγευμα και δεν έπαθε από το δικό μας… ήμαστε εκατόν τριάντα-εκατόν σαράντα αλλά δεν έπαθε κανένας, δεν ελήφθηκε κανένας ούτε γρατζουνιά από το δικό μας το συγκρότημα, με τον Πέρδικα.
Φεύγοντας από κει, στην Πάτρα. Ήτανε η χωροφυλακή που φύλαγε το νερό, Χαλανδρίτσα. Και γίνεται μάχη, αλλά εμείς δεν πήγαμε κοντά, ήμαστε εφεδρικοί.
Έγινε μάχη και πιάνουν τους χωροφύλακες όλους και τους σκοτώσανε, ογδόντα χωροφύλακες σε ένα αίμα! Οι αντάρτες, δηλαδή, τους σκότωσαν. Έγινε κι η μάχη, μια μάχη, στα Τρόπαια. Τους πιάσανε όλους, μία διλοχία στρατό. Παραδοθήκαν αυτοί. Τους πήραν τα ρούχα, τους γυμνώσανε, τα όπλα και τους απολύκανε. Δεν τους πειράξανε.
Αφού τελείωσε εκείνη η μάχη, πάμε στη Ζαχάρω. Μάχη. Στη Ζαχάρως ήσαντε πάλι χωροφύλακες και χιτομάυδες. Πηγαίνοντας εμείς για τη Ζαχάρω να χτυπήσουμε, ερχόταν ένα τάγμα δικό τους από πίσω, Εθνικός Στρατός, και μας κλείνουν μέσα στη Ζαχάρω. Εκεί έγινε χαμός! Δεν παραδόθηκανε οι χωροφύλακες, γιατί ξέραν τι τους περίμενε αν παραδινόντουσαν. Και ‘μεις πάλι, ξέραμε τι μας περίμενε.
Να βλέπεις παλικάρια, να βλέπεις γυναίκες να σκοτώνονται… Δύο κοπέλες που ήσαντε πρώτες ξαδέρφαδες, Λεμονιές, σκύβοντας μπροστά από μένα φεύγει κι έρχεται μία σφαίρα, της παίρνει τα δύο μπούτια όπως έσκυβε. Ούτε τις ξαναείδα μετά… Όπως φύγαμε, σε μια γράνα μέσα, σε κάτι βάτα, βρίσκω έναν τραυματία. «Συναγωνιστή!» λέει, «βόηθα με!» Τον πιάνω… του είχε κοπεί το πόδι του τέρμα. Πού να πάει;
Η μια αδερφή Πέρδικα, ‘κείνη που είχανε βιάσει εκεί, η Παναγιώτα, με περνάει στο ενάμισι μέτρο. Με το πέρασμα που με περνάει, έρχεται μια ριπή από πίσω της, από το αριστερό της πλευρό. «Παναγιώτα!» της φωνάζω. Έμεινε εκεί. Και σου λέω, μου πήρε τη θέση… Είχαμε αποφασιστεί ότι θα σκοτωθούμε. Για να μην μας πιάσουν ζωντανούς όμως και μας τυραννάνε. Δε θα πολέμαγε αυτή που την έπιασαν οι χωροφύλακες, που ο ενωμοτάρχης την είχε βιάσει;
Έληξε της Ζαχάρως η μάχη. Κλονιστήκαμε. Δεν είχαμε κι οπλισμό, σώθηκαν τα δικά μας τα πολεμοφόδια, μας ‘μείναν τα ντουφέκια αδειανά. Μετά, άρχισε πια η κατάρρευση η δική μας, του Δημοκρατικού Στρατού. Στον Γράμμο, στο Βίτσι, στην Γκιώνα, στο… ξέρω ‘γω, στη Μακεδονία, όταν τους κυκλώνανε, πηγαίνανε στη Βουλγαρία, στην Αλβανία, στη Σερβία. Στην Πελοπόννησο, δεν μπορήγαμε να φύγουμε.
Πιάσανε χιόνια, χιόνια, δεν μπορήγαμε να σταθούμε πουθενά. Και μας κυνηγάγανε πια στα χιόνια. Πέφτουμε, πάμε σε μία ενέδρα στα έλατα του Μαίναλου. Ποιος είδε τον Θεό και δε φοβήθηκε! Να βάψει ένα ποταμάκι, να βάψει το αίμα κόκκινο! Όπως τρέχαμε… «μπαπ!» μέσα στο ποτάμι, μέσα στο ρέμα. Σκοτωμένοι. «Μπαπ!» Όπως πηγαίνανε όρθιοι, «μπαπ!» τους έβλεπες να ξαπλώνανε χάμω.
Ήμαστε εκατόν τριάντα. Βρεθήκαμε πέντε, τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, πάλι προς τη Βυτίνα. Από την πείνα κι από το κρύο, το πάγωμα, πάγωσε η κοπέλα και μας πέθανε… Το βουνό δεν πατιόταν από το χιόνι. Μιλάμε για πολύ χιόνι. Τίποτα να φάμε. Πείνα; Άλλο πράγμα! Δύο μέρες, τρεις, να φας! Μένουμε δύο. Περπατάμε όλη νύχτα, φτάνουμε στη Βλαχέρνα, έξω απ’ τη Βλαχέρνα.
Μπαίνουμε σε μία καλύβα μέσα. Μόλις μπαίνουμε μέσα στην καλύβα, αρχίζουν τα αυτόματα μπροστά στην πόρτα! Ο στρατός. Κι όπως βάλλανε μπροστά στην πόρτα…
Τι θάρρος, με τι ψυχραιμία; Με αλλαγή της κασέτας που κάνετε με το αυτόματο αυτό ο στρατιώτης, κάνουμε ένα σάλτο και πεταγόμαστε! Φύγαμε! Βγαίνουμε από την πόρτα! Μας τουφεκάγαν στον κατήφορο… καλά, φύγαμε. Περνάμε από κάτω από τον δρόμο, σε έναν οχετό μέσα, μπήκαμε κάτω στο ποτάμι, είχε ομίχλη... μας χάσανε.
Μας πιάσανε σε ένα άλλο χωριό. Πήγαμε μέσα σ’ ένα σπίτι, μέσα. «Είναι στρατός εδώ;» «Όχι». Μας βάλαν τίποτα να φάμε --καγιανά μας φτιάσανε-- αλλά πήγε ο άλλος, μας πρόδωσε, μας κυκλώσανε μες στο σπίτι. Ε δεν μπορήκαμε πια… παραδοθήκαμε.
Τα παιδιά, εντάξει, δε μας κακομεταχειριστήκανε οι στρατιώτες. Μόνο εκεί έφαγα ένα σκαμπίλι μόνο, από ένας ανθυπολοχαγός. Ένα σκαμπίλι μου έδωσε μονάχα. Μας πήγανε στο Λεβίδι, μας βάλαν σε ένα υπόγειο μέσα. «Απ», μαζεύονται χίτες, ΜΑΥδες, να μας σκοτώσουνε. Βάλαν δύο σκοπούς στρατιώτες, δεν τους αφήναν. «Ανοίχτε!»
Δε μας ανοίξανε και μετά μας πήρανε κρυφά και μας διώξανε από εκεί και μας φέρανε στην Τρίπολη, στο στρατόπεδο.
Εκεί, στο στρατόπεδο, στην Τρίπολη, είχανε πολύ κόσμο. Όποιος ήθελε, πήγαινε μέσα και σκότωνε. Τα βράδια. Έπαιρνε μερικούς, πήγαινε τους σκοτώνανε. Αλλά σφάζανε! Είχε μαχαίρι εκεί! Είχανε πάρει κι εμένα ένα βράδυ, αλλά με γυρίσαν πίσω.
Περνάμε στρατοδικείο. Στρατοδικείο στην Τρίπολη. Ήτανε ένας ταγματάρχης, ένας λοχαγός κι οι τρεις οι υπολοχαγοί. Κι ένας ήταν από το χωριό μου, βασιλικός επίτροπος δούλευε. Πω-πω-πω-πω… αυτός, αν μπόραγε να πάρει ένα μπιστόλι, να μας σκότωνε όλους επί τόπου! Γιατί ήμαστε αντάρτες, «σηκώσαμε το όπλο εναντίον της πατρίδος!» Αυτοί που ήσαντε με τους Γερμανούς, ήσαντε εθνικόφρονές… ήσαντε οι καλοί…
Ήτανε 1η Απρίλη που περνάγαμε από δίκη. Είκοσι εννέα κατηγορούμενοι. Πόσοι λες ότι γλιτώσαμε; Πόσους λες ότι σκοτώσανε; Είκοσι εφτά σε θάνατο! Είκοσι εφτά δις θάνατο! Φώναζε αυτός: «Τάδες», «τάδες», δύο του μηνός. Πώς φωνάζουνε στο σχολείο: «Ο τάδε», «ο τάδε», τελετή δηλαδή, επήρε καλό βαθμό; Φώναζε έτσι, με χαρά! «Όσοι άκουσαν το όνοματά τους», λέει, «δις θάνατον!»
Άρχισε τώρα, άλλος να κλαίει --τριάντα ανθρώποι μέσα, είκοσι χρονών, είκοσι δύο χρονών, είκοσι πέντε χρονών, τριάντα χρονών, παντρεμένοι, με παιδιά-- άλλος να κλαίει, άλλος να λέει: «Γυναικούλα μου!» άλλος να λέει: «Παιδάκια μου!» άλλος να λέει: «Μάνα μου!» άλλος έψελνε, άλλος τραγούδαγε, άλλος… εγινότανε χαμός μέσα!
Φώναζε αυτός: «Ησυχία!» «Τι ησυχία ρε, να κάνουμε; Αφού θα μας σκοτώσετε, άλλο τίποτε δεν μπορείτε να μας κάνετε!»
Το άλλο πρωί… Δεκατρείς την μία μέρα, δεκατέσσερις την άλλη, σκοτώσανε. Σκοτώσανε στην Τρίπολη διακόσιους πενήντα οχτώ απ’ το στρατοδικείο… διακόσιους πενήντα οχτώ ανθρώπους… Κάθε βράδυ ρώταγε ο Τσακαλώτος, ο μέραρχος, αν πήγε καλά το δικαστήριο. Αν δικαζόσαντε πάνω από δέκα σε θάνατο, «πήγε καλά». Αν ήσαντε λιγότεροι, «δεν πήγε και τόσο καλά».
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ταγματάρχης, ήταν από την Ανδρίτσαινα. Στην Ανδρίτσαινα είναι ένας σόι Χειμωναίοι. «Για τον Χειμώνα», λέει, «κάπως τον συμπαθώ», είπε ο πρόεδρος. «Χειμώνας! Ισόβια! Την ποινή των ισοβίων δεσμών».
Από ‘κεί μας έστειλαν στα Γιούρα. Από τα Γιούρα, μας έστειλαν στη Μακρόνησο. Κάτσαμε δυόμισι χρόνια στη Μακρόνησο. Εκεί είχε πάλι ταλαιπωρίες. Ταλαιπωρίες κι είχε βασανιστήρια πολλά. Ξύλο. Τη νύχτα στη θάλασσα και την ημέρα στον ήλιο. Δε με υπολογίζεις για άνθρωπο. Πεινασμένο, κουρεμένο, κάτι παλιόρουχα… σου λέω, πώς βλέπουμε κάτι στην Αιθιοπία, κάτι ρετάλια; Έτσι ήμουνα.
Ο Εμφύλιος πόλεμος. Τόσο μίσος! Ξέρεις τι μίσος; Δεν ξέρω γιατί είχε ανοίξει τόσο μίσος. Χωριάτες μαζί ήσαντε, μαζί οργώνανε, μαζί στο καφενείο, μαζί στα αυτού… Μετά εχθροί! Να σκοτώσει ο ένας τον άλλον! Ξέρεις τι γινότανε; Πολύ μίσος.
*Ακούγονται αποσπάσματα από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός»