ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΤΩΝ
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΤΩΝ
Περιγραφή
Η μοίρα επιφυλάσσει στον Γιάννη Πολύζο, έναν ναυτικό με μια ζωή γεμάτη φουρτούνες, περιπέτειες κι έρωτες, να ζήσει το τελευταίο του ταξίδι ως αιχμάλωτος.
Ανήκει στη Συλλογή
13 Podcasts
ΣΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ευαγγελία Τακτικού
Αφήγηση
- Γιάννης Πολύζος
Δημιουργία Podcast
- Ανδρέας Παππάς
Σχεδιασμός Ήχου
- Γιώργος Ραμαντάνης
Επεξεργασία Ήχου
- Νικόλας Τσιμπλάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Νίκος Σωτηρίου
Λέγομαι Πολύζος Ιωάννης, του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκα στη Γλώσσα Σκοπέλου, μεγάλωσα εδώ μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια, μετά πήγα Βόλο, πήγα στο Γυμνάσιο. Μετά Αθήνα, τελείωσα λογιστικά, μία σχολή και δούλευα στην «Ελλενίτ». Απλά η δουλειά που έκανα σαν λογιστής, δε μου άρεσε. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου πίσω από ένα γραφείο. Ήταν αδύνατο. Μετά απ’ το στρατιωτικό, έφυγα και πήγα στα βαπόρια. Ξεκίνησα από το μηδέν πάλι.
Τα βαπόρια δεν έχουνε στάνταρ ταξίδια. Μπορεί να πας, σήμερα να βγεις στην Αγγλία, να γυρίσεις στην Ελλάδα κι από εκεί να φύγεις για την Κορέα. Το μεγαλύτερο ταξίδι ήταν σαράντα δύο μέρες, λόγω και της ταχύτητας του πλοίου, βέβαια. Από Νέα Ορλεάνη, Αμερική, στις Φιλιππίνες.
Παλιά υπήρχε ο ασύρματος, υπήρχε ο ασυρματιστής στο βαπόρι, ο οποίος στεκόταν εκεί πέρα στον ασύρματο με τις ώρες και καλούσε το Hellas radio. Κι όταν το έπιανε, έλεγες, ας πούμε, ότι: «Θέλω να μιλήσω με το τάδε τηλέφωνο» κι όταν μιλούσε με το δικό μου, το ‘παιρνα εγώ και μιλούσα με τη μητέρα μου, βασικά, ή με τη φίλη μου, που είχα αφήσει πίσω, στις αρχές. «Τι κάνεις μανούλα;» «Γεια σου αγόρι μου, πού είσαστε; Τι κάνεις; κλπ., πώς περνάς;» «Καλά! Πρέπει να μιλήσουν κι άλλοι, μητέρα, γεια σου». Περίμεναν απέξω ουρά όλοι να μιλήσουν, όταν έπιανε Αθήνα ράδιο. Δεν μπορούσες να μιλήσεις όσο εσύ ήθελες, υπήρχαν κι άλλοι πίσω.
Τώρα, τι κάναμε έξω. Άλλοι πηγαίνανε να δουν τα αξιοθέατα, αν είχε, άλλοι πηγαίνανε στα μπαρ, άλλοι από εδώ, άλλοι από εκεί, ο καθένας με την προτίμησή του. Εγώ, τι έκανα; Εντάξει, εγώ πήγαινα, έβλεπα αξιοθέατα, χωρίς να λέω ότι δεν πήγαινα και στις γυναίκες, αλίμονο. Δεν είμαι Θεός! Άνθρωπος είμαι, υπάρχουν ανάγκες.
Εις γνώση σου, ξέρεις ότι οι γυναίκες αυτές έρχονται κοντά σου για να πληρωθούν, είναι της δουλειάς, πώς το λένε; Οι γυναίκες δεν πουλάνε έρωτα, αυτές. Τώρα θα μου πεις, δε βρήκες έξω καμιά; Βεβαίως και βρήκα! Βεβαίως και βρήκα γυναίκα, η οποία δεν πληρωνόταν και πέρασα καλά. Στη Βερακρούς, στο Μέξικο. Η οποία ήταν δικηγόρος.
Τυχαία. Περνούσα κάτω από ένα κτίριο, αυτή ήταν απάνω στο κτίριο, δούλευε πάνω. Κατέβηκε 5 η ώρα, εγώ ήμουνα από κάτω, εκεί. «Γεια σου, τι κάνεις;» --στα μεξικάνικα, βέβαια-- «Καλά, ευχαριστώ». «Θες να πάμε να πιούμε έναν καφέ ή ένα ποτό;» Την πρώτη μέρα: «Όχι». Τη δεύτερη μέρα: «Όχι». Την τρίτη: «Ναι». Ε, απ’ το ποτό συνέχισε το θέμα κι εντάξει. Ερωτεύτηκα. Αλλά όχι στα βαπόρια. Πολλοί ναυτικοί λένε ότι: «Εγώ, μ’ αγαπούσε κι έκανε...» Δε σ’ αγαπούσε καθόλου. Ερχόταν δίπλα σου για το συμφέρον της, για να ζήσει το παιδί της, για να ζήσει η ίδια και το ξέρεις αυτό, αυτό είναι εις γνώση σου. Αναντικατάστατος ουδείς.
Είχα πολλές εμπειρίες από θάλασσες, από νηνεμίες, από γυναίκες και λοιπά και λοιπά. Η κυριότερη όμως ήτανε στο τελευταίο μου ταξίδι πριν συνταξιοδοτηθώ, που μας πιάσανε οι πειρατές της Σομαλίας.
Φορτωμένοι, γυρίζοντας απ’ τον κόλπο του Ιράν, μέσα εκεί στα Αραβικά Εμιράτα, κοντά στην Ινδία, μας πιάσανε οι πειραταί. 3μισι η ώρα, ενώ ετοιμαζόμουν να ανέβω για τη βάρδια μου 4-8, χτύπησε το αλάρμ. Ανέβηκα επάνω και μου λέει ο ανθυποπλοίαρχος ότι: «Οι πειρατές έρχονται πίσω!»
Κοίταξα το ραντάρ, πραγματικά, ερχόντουσαν δυο βάρκες, δυο ταχύπλοα, τα οποία έτρεχαν πολύ. Ήρθαν δίπλα. Με ό, τι μέσα μπορούσαμε, με hand flares, με διάφορα άλλα, με νερό, ζιγκ-ζαγκ, προσπαθούσαμε να τους απωθήσουμε, προσπαθούσαμε να τους απωθήσουμε. Το οποίο κατέστη αδύνατο.
Όταν τελείωσαν οι φωτοβολίδες μας, ήρθαν δίπλα, βάλαν μία σκάλα αλουμινένια κι ανέβηκαν απάνω. Φυσικά το πανηγυρίζαν, γιατί νίκησαν. Είχαν όπλα, είχαν πολυβόλα, είχαν οπλοπολυβόλα, είχαν καλάσνικοφ…
Μετά από μία ώρα, ήρθαν απάνω στη γέφυρα και διέταξαν εμένα και τον λοστρόμο να κατέβουμε, να ανεβάσουμε τις βάρκες απάνω. Το πώς να νιώσεις, δεν μπορώ να στο περιγράψω εγώ τώρα, είναι αδύνατο να περιγραφεί αυτό το πράγμα. «Θα βγω;» «Θα ζήσω;» «Θα πεθάνω;»
Ανεβάσαμε τις βάρκες απάνω και μετά ανέβηκα εγώ. Κλείσαν όλες τις πόρτες του πλοίου και διέταξαν τον πρώτο μηχανικό να βρίσκεται συνέχεια κάτω στο κοντρόλ της μηχανής, να ανεβαίνει απάνω για φαγητό και να κατεβαίνει. Εμένα προσωπικά, να μένω πάνω στη γέφυρα συνέχεια και να κατεβαίνω μόνο για φαγητό, εκεί να κοιμάμαι και να κατεβαίνω μόνο για φαγητό. Το οποίο ήταν κοτόπουλο βραστό και πατάτες βραστές για τρεις μήνες. Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτανε άρρωστος, ήτανε απ’ την Άνδρο, είχε τρία μπάι-πας και του είχανε δώσει μια καμπίνα και κοιμόταν και κάθε μια ώρα τον ελέγχαν, ανοιχτή την πόρτα.
Τελικά, κάθε δέκα μέρες αλλάζανε βάρδιες. Ερχόντουσαν δέκα απ’ αυτούς κι ένας αρχηγός. Περιμέναν τα λεφτά, μιλάγανε συνέχεια για τα λεφτά. Επικοινωνούσε ένας διαπραγματευτής --τι να διαπραγματευτεί;-- μ’ ένα σορτσάκι βρόμικο κι ένα μπλουζάκι και παίρναν το γραφείο και κάναν διαπραγματεύσεις. Εν πάση περιπτώσει, αυτή δεν ήταν δουλειά δική μου.
Και τελικά, τα λεφτά ήρθαν κάποια στιγμή, μετά από τρεις μήνες περίπου. Μ’ ένα αεροπλάνο, το οποίο ήμουνα στη γέφυρα. Μου είπε ότι πρέπει να παραταχτεί όλο το πλήρωμα κάτω στο αμπάρι το 4, για να τους μετρήσει, μήπως λείπει κανείς και μετά να ρίξει τα λεφτά.
Όντως κι έτσι έγινε, μας μέτρησε και μετά έκανε μία στροφή γύρω απ’ το πλοίο το αεροπλάνο, έριξε τα λεφτά μέσα σε δύο σάκους, οι οποίοι μένουν στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο πέντε λεπτά, μετά βυθίζονται. Αυτοί ρίξαν τις βάρκες τους κι έπεσε ο σάκος ανάμεσα στις δύο βάρκες. Τον πήρανε, ανεβήκαν απάνω, εκείνη την μέρα ήταν περίπου εκατό άτομα απάνω στο βαπόρι. Κι αρχίζαν να μοιράζουν: «Πάρε 50, πάρε 100, πάρε 50, πάρε 100, πάρε 200».
9 η ώρα το βράδυ, φύγαν όλοι. Μου λέει ο καπετάνιος: «Πάμε να σηκώσουμε άγκυρα». Σηκώσαμε άγκυρα και φύγαμε, πηγαίναμε για Μομπάσα. Αυτά είναι όλα. Φτάσαμε στη Μομπάσα, μετά όλο το πλήρωμα έφυγε.
Γύρισα όλο τον κόσμο σχεδόν. Είδα φτώχεια, είδα δυστυχία, είδα πλούτη, είδα τα πάντα. Τι να μου κάνει εντύπωση; Δε βαριέσαι, «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Τι να τα κάνεις; Τα είδες, μένουν μια εικόνα και μία ωραία πρωία φεύγεις και τελειώνει η ιστορία. Τελευταίο μπάρκο ήταν. Τι να κάνουμε. Είπα: «Δεν αξίζει ούτε εδώ, τελικά». Και βγήκα στη σύνταξη.