ΑΠΑΓΩΓΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΑΠΑΓΩΓΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Περιγραφή
Μια μπαργούμαν που μόλις έχει σχολάσει και μέσα στη νύχτα κατευθύνεται στο αυτοκίνητό της, καταλαβαίνει πως ένας άνδρας που κρατάει μαχαίρι, βρίσκεται πίσω της.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Σπύρος Μαντζαβίνος
Αφήγηση
- Ρένα Μπιστακτσή
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Δάφνη Ματζιαράκη
Μουσική
- William Ryan Fritch
Δούλευα πολλά χρόνια νύχτα, είχανε γίνει διάφορα, εντάξει, γιατί το βράδυ ο κόσμος πίνει. Είναι κάπως δύσκολη η νύχτα και το νυχτερινό ωράριο, δεν έχει καμία σχέση με το πρωί.
Ήτανε ένας τύπος που ερχότανε κάνα-δύο βδομάδες, δεν ήτανε γνωστός πελάτης. Αυτός ερχόταν συνήθως μόνος του. Έπινε, καθόταν κάνα δίωρο-τρίωρο, παρακολουθούσε τι παίζει. Εγώ δε σέρβιρα, ήμουνα στο μπαρ, αλλά τον είχα δει, κάνα-δυο βδομάδες τον έβλεπα.
Κάποια στιγμή, ένα βράδυ, σχολάω πέντε η ώρα το πρωί. Είχε πληρώσει αυτός νωρίτερα, δεν είχε φύγει, καθότανε. Τον έκοβα εγώ ότι τις τελευταίες, δύο-τρία βράδια, με κοίταγε πιο έντονα. Εγώ δεν έδωσα σημασία, γιατί συνέχεια συνέβαινε αυτό.
Βγαίνω από το μαγαζί, είχα παρκάρει ένα στενό πιο κάτω. Φτάνω στο αμάξι και την ώρα που πάω να ανοίξω την πόρτα, νιώθω κάτι κοφτερό στη μέση, εδώ πέρα. Γυρνάει και μου κάνει: «Μη μιλάς, μπες όπως είσαι μέσα!» Δεν κάνω τίποτα, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα. Βάζει τα κλειδιά, βάζει μπροστά το αμάξι, δε μίλαγε καθόλου και κατευθύνεται προς Πάρνηθα, Πεντέλη. Από εκεί πέρα.
Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλαγε. Σταματάει κάποια στιγμή και γυρνάει και μου λέει: «Δεν έχεις καταλάβει, θα σε σκοτώσω! Το έχεις καταλάβει», μου λέει, «αυτό;»
Εντάξει, εγώ είχα τρελαθεί, δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Προσπαθούσα να ‘μαι ήρεμη, σκεφτόμουνα... και δεν ξέρω κι εγώ τι σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα. Τα πάντα σκεφτόμουνα, λέω εντάξει, απλά λέω θα με σκοτώσει, αυτό θα γίνει, τέλος. Σκεφτόμουνα γονείς, τα πάντα. Κάποια στιγμή έφθασα σε τέτοια απελπισία που λέω δε θα προλάβω να δω τους γονείς μου, να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω, δεν έχω πει αυτό... με είχε πάρει από κάτω απίστευτα.
Αυτός τι γίνεται τώρα; Δεν ήτανε καλά ψυχολογικά, από εκεί που έλεγε αυτά, σταμάταγε, δε μίλαγε καθόλου. Αφού καμία φορά μου ‘κανε: «Σσσς μη μιλάς!» κι εγώ δε μίλαγα καθόλου. «Μη μιλάς! Μην ακούω τη φωνή σου!» κι εγώ δε μίλαγα, δεν έλεγα τίποτα. Ξαφνικά, έπαιρνε το μαχαίρι, το έβαζε εδώ πέρα και μου έλεγε: «Θα σε σκοτώσω, έχεις καταλάβει, έχεις καταλάβει τι συμβαίνει; Δεν έχεις καταλάβει, δε θα σε πηδήξω μόνο και θα σε σκοτώσω κιόλας!» Αυτό έγινε, ήτανε για πολλές ώρες. Περάσαν πολλές ώρες. Μία τρελαινότανε, έβριζε...
Εγώ προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, του έλεγα: «Ηρέμησε και όλοι έχουμε προβλήματα και μου φαίνεσαι καλό παιδί!» Προσπαθούσα να τον πάρω με το καλό. Άρχισα εγώ να του λέω για την οικογένειά μου και του λέω: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό, η οικογένεια μου στηρίζεται σε μένα κι έχω περάσει κι εγώ πολλά και δεν είμαι κακό παιδί». Και να μου λέει: «Όχι, όλες είσαστε, όλες, όλες δεν...» Λέω: «Καταλαβαίνω ότι μπορεί να σου έχει τύχει...» «Δεν ξέρεις τι μου έχει τύχει, μη μιλάς!» Κι έλεγε συνέχεια: «Μη μιλάς!»
Απ’ τα πολλά τον πήρα στο καλό εγώ και: «Μου φαίνεσαι καλό παιδί και πρέπει να έχεις περάσει πολλά» και «Δε γίνεται να το κάνεις αυτό έτσι, σου έχουνε σίγουρα συμβεί πολλά...» κι αρχίζω εγώ τώρα και πατάω πάνω σε ψυχολογικό του, να τον κάνω να ευαισθητοποιηθεί.
Κάποια στιγμή έβαλε και τα κλάματα κιόλας. «Έχω περάσει πολλά», μου έλεγε, «ναι, και δεν ξέρεις τίποτα για μένα, αλλά είμαι τρελός». Δηλαδή εκεί που πήγαινε να ηρεμήσει, τον ξαναέπιανε. Αυτό γινότανε πολλές ώρες. Εγώ είχα φθάσει σε ένα σημείο δηλαδή που από τη μία άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει απίστευτα, να λέω θα με σκοτώσει κι από την άλλη έλεγα όχι, θα τα καταφέρω.
Κάποια στιγμή κατεβαίνει απ’ το αμάξι, έκανε βόλτες γύρω-γύρω, ξαναμπαίνει μέσα. «Πού μένεις;» μου λέει. Του λέω: «Κοντά στη Νέα Ιωνία». Βάζει μπροστά. Εγώ εκείνη την ώρα έλεγα από μέσα μου όλες τις προσευχές που υπήρχανε, λέω Θεέ μου, να πάω σπίτι μου, τίποτα άλλο, μόνο να φτάσω στο σπίτι μου!
Δε μίλαγε καθόλου. Εν τω μεταξύ ήτανε και το βλέμμα του πολύ… πιο πολύ σε αυτό είχα φοβηθεί εγώ πέρα από όλα, ότι ήτανε το βλέμμα του πολύ κενό, πολύ τρελαμένος. Ήτανε τρελαμένος ο άνθρωπος. Αφού κάποια στιγμή, την ώρα που γυρνάμε κι έχουμε φθάσει κεντρικό δρόμο δεν είχε βάλει, δεν είχε κλειδώσει το αμάξι. Και λέω άμα δω ότι πάει να στρίψει, οτιδήποτε, ανοίγω πόρτα, δεν πάει να είναι λέω με διακόσια, να είναι με εκατό, έπεσα κι ό,τι γίνει. Λέω, θα ανοίξω τη πόρτα του συνοδηγού, πηδάω από το αμάξι κι ό,τι έγινε, λέω, το πολύ-πολύ θα πάω στο νοσοκομείο, θα έχω χτυπήσει. Από το να με σκοτώσει ή οτιδήποτε… Μου λέει: «Θα σε πάω στο σπίτι σου».
Ανοίγω την πόρτα κι εκείνη την ώρα σκάει η αστυνομία. Ήταν η αστυνομία στο σπίτι. Ήτανε δύο περιπολικά. Η αδερφή μου είχε ειδοποιήσει τα πάντα, με έψαχνε η αστυνομία πόσες ώρες. Τον πιάσανε τον τύπο κι ήτανε και πολύ ήρεμος, μια χαρά, σαν να μη συνέβη τίποτα. Και δεν κουνήθηκε, δεν έκανε τίποτα, ούτε έφερε αντίσταση. Κατέβηκε κανονικά από το αμάξι, χειροπέδες κανονικά του περάσανε...
Εγώ έτρεμα, εν τω μεταξύ. Όταν κατέβηκα κι έβαλα το πόδι μου, θυμάμαι, τρέμαν τα χέρια μου, έτσι πηγαίνανε. Δεν το πιστεύω, λέω, Χριστέ μου, λέω, «δεν το πιστεύω, λέω, τι συνέβη!
Ο άνθρωπος αυτός είχε ψυχολογικά προβλήματα, αφότου μάθαμε μετά, δεν ήτανε στα καλά του, είχε… ναι. Ε, κι αυτό που μου είπανε οι αστυνομικοί: «Είσαι πολύ τυχερή που δεν, όχι μόνο ότι δε σε βίασε, δε σε σκότωσε κιόλας».