Γενικά, πέρασα καλά παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου δεν έχει αδέρφια. Η μητέρα μου έχει δύο αδέρφια. Η μία αδερφή είναι η σύζυγος του λέκτορα.
Ήταν ο αγαπημένος θείος της οικογένειας, γενικώς. Ερχόταν Πάσχα-καλοκαίρι στην Καλαμάτα στα παιδικά χρόνια, με τα δώρα του, μας έπαιρνε για μπάνιο, έμενε στα καλύτερα ξενοδοχεία της Καλαμάτας… Πηγαίναμε, περνούσαμε πάρα πολύ ωραία σαν παιδιά, τον περιμέναμε πώς και πώς να έρθει κι είχαμε μία άριστη σχέση.
Το 1999 έδωσα δεύτερη φορά Πανελλήνιες, πέρασα στη ΣΤΥΑ της Πολεμικής Αεροπορίας, σχολή υπαξιωματικών. Αναγκαστικά, έφυγα από την Καλαμάτα και πήγα στην Αθήνα. Τετάρτες και Σαββατοκύριακα, αν δεν είχες τιμωρηθεί με κάτι στη σχολή, έβγαινες από τη σχολή, έξοδο και πήγαινα κι έμενα στο σπίτι αυτού του θείου μου.
Βλέπαμε ένα σπίτι υπέροχο, όνειρο ζωής. Υπήρχε υπηρετικό προσωπικό, Porsche, Ferrari, BMW, ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Έβγαινα με τον πρώτο μου ξάδερφο βόλτα, μας έλεγε: «Πάρτε και 3.000 ευρώ να διασκεδάσετε», ας πούμε, «απόψε».
Ήξερα ότι εκτός από λέκτορας ήταν και διευθυντής σε μία χρηματιστηριακή, γιατί σαν λέκτορας δε νομίζω να είχε αποκτήσει αυτά τα χρήματα. Εξ ου κι η κατάσταση όλη αυτή, το σπίτι, τα αυτοκίνητα, η ζωή. Μέσα, λοιπόν, σε μία συζήτηση που κάναμε και τον ρώτησα τι κάνει τώρα που δεν είναι πια στη χρηματιστηριακή, μου είπε ότι κάνει κάτι, το οποίο ονομάζεται παράγωγα συναλλάγματος. Κάτι που δε μου έλεγε απολύτως τίποτα. Μου είπε ότι είναι πολύ κερδοφόρο, αλλά έχει κι αντίστροφη μεριά, να έχει και πολλή χασούρα. «Μου δίνεις κάποια χρήματα, εάν έχεις. Εγώ κάνω αυτό το παιχνίδι, τα παράγωγα συναλλάγματος, και σου δίνω μία απόδοση μηνιαία. Της τάξεως του 5%».
Είχα κάποια χρήματα από τη σχολή, είχα κάποια χαρτζιλίκια σοβαρά του πατέρα μου, είχα περίπου 30.000 ευρώ, σημερινά χρήματα. Λέω: «Αν είναι έτσι, να σου δώσω κι εγώ δικά μου χρήματα». Λέει: «Δώσ' μου». Ήρθα σε μία συνεννόηση με τον πατέρα μου, που ήταν ο σύμβουλός μου τότε ο πατέρας μου. Γενικά ήταν αρνητικός σε αυτά τα πράγματα, δεν ήταν θετικός. Αλλά μου λέει: «Μιας κι είναι θείος σου, δώσ' του τα».
Έναν χρόνο μετά, τον Φεβρουάριο του 2003, με ρώτησε ο πατέρας μου, επειδή κουβεντιάζαμε να αγοράσουμε ένα μικρό σπίτι στην Αθήνα, μου λέει: «Εκείνα τα χρήματα που είχες δώσει στον θείο σου, τι απέγιναν;» Όταν ρώτησα τον θείο μου, μου λέει: «Έχουν γίνει 220.000 ευρώ». Γιατί εγώ δεν ήθελα το μηνιαίο, του ‘λεγα: «Άφηνέ τα εσύ μέσα, κάνε την παραγωγή των χρημάτων και, όταν εγώ χρειαστώ κάτι, θα σε ενημερώσω».
Όταν το είπα στον πατέρα μου, του φάνηκε εξωφρενικό το νούμερο και μου λέει: «Αφού είναι έτσι, πες του να στο περάσει στην τράπεζα». Σε τρεις μέρες το ποσό ήταν στην τράπεζα. Πήραμε αυτό το σπιτάκι, το επιπλώσαμε με περίπου άλλες 10.000 ευρώ και μας έμειναν κάπου 150, που αποφασίσαμε να του τα ξαναδώσουμε. Όταν τα ξαναέδωσα, του είπα ότι: «Τώρα πια θέλω μηνιαίως να μου δίνεις το αντίστοιχο κέρδος».
Ήταν πάρα πολλά χρήματα. Ήταν γύρω στις 7.500 ευρώ τον μήνα. Ήταν ασύλληπτο νούμερο. Με την κοπέλα που ήμασταν μαζί, περνούσαμε στη Βουκουρεστίου, μπαίναμε στη Louis Vuitton, παίρναμε μία τσάντα που είχε 3.000-5.000 ευρώ, 7.000,
δε μας ένοιαζε. Θα μαγευόταν ο οποιοσδήποτε με όλο αυτό.
Είχα τελειώσει τη σχολή, είχα τοποθετηθεί στην Αθήνα. Εγώ δούλευα στην Πολεμική Αεροπορία και τον εξυπηρετούσα σε διάφορες συναλλαγές που έκανε. Γιατί τότε το internet banking δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Τότε πήγαινα εγώ στα καταστήματα των τραπεζών --ήταν και πολλές οι τράπεζες τότε-- αντί για αυτόν. Όμως, τα ποσά που έκανα συναλλαγή για το όνομα του θείου μου ήταν μεγάλα, ήταν της τάξεως των 50.000, των 100.000 ευρώ, των 70.000. Εγώ υπέγραφα στην τράπεζα, χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Έβαζα την υπογραφή μου... δεν ήξερα πόση σημασία έχει αυτή η υπογραφή.
Μου είπε, λοιπόν, κάποια στιγμή ο θείος μου: «Αν μου φέρεις κάποιον ο οποίος θέλει να βάλει χρήματα για να επενδύσει, θα του πούμε 3% τον μήνα», το οποίο είναι πάλι μεγάλο ποσοστό, «και κάθε μήνα θα παίρνεις 2% από τα λεφτά αυτουνού που θα μου φέρεις να επενδύσει».
Άρχιζε το ποσό και μεγάλωνε εξωφρενικά. Εγώ δούλευα στην Αεροπορία, τύχαινε με συναδέλφους να βγούμε έξω, να πάμε στα μπουζούκια, να κάνουμε μεγάλο λογαριασμό, να τον πληρώσω όλον εγώ, ελαφρά τη καρδία. Αυτοί, με 800 ευρώ τον μήνα, που έπαιρνα κι εγώ τότε σαν μισθό, με ρώταγαν: «Τι κάνεις;» «Κάνω αυτό». «Εάν είναι έτσι, να το κάνω κι εγώ». Ήθελε ο άλλος να μπει μέσα στο παιχνίδι, υπήρχε μία δραστηριότητα. Σε τακτό χρονικό διάστημα, είχα βάλει στο παιχνίδι καμιά τριανταριά άτομα, με συνολικό ποσό άνω των 200.000 ευρώ.
Τα μηνιαία κέρδη ήταν πάρα πολλά. Ο ρυθμός που κινούμασταν ήταν μεγιστάνα! Κάναμε διάφορα πράγματα, αγοράζαμε διάφορα πράγματα, πάρα πολύ ακριβά. Ζούσαμε ονειρικά. Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2005.
Λίγους μήνες πριν από τον Σεπτέμβρη του 2005, ο θείος μου ήρθε σε σύγκρουση με έναν πελάτη. Όμως ήταν ένας άνθρωπος που χειριζόταν τα e-mail του, που χειριζόταν τους υπολογιστές του, του έφτιαχνε τους υπολογιστές του, οπότε ήξερε να μπει, ήξερε κωδικούς, έκλεψε κάποια e-mail του θείου μου. Και καταλήξαμε λίγο πριν τον Σεπτέμβριο του 2005, του είχε κάνει μήνυση, αγωγή και την πήγε στο ΣΔΟΕ.
Κανείς δεν ξέρει με αυτόν τον πελάτη τι ακριβώς είπαν, σε πόση σύγκρουση ήρθαν.
Οι λογαριασμοί μπλόκαραν. Ξεκίνησε μία πολύ άσχημη ιστορία, ο θείος μου έφυγε στο εξωτερικό με το που μπλόκαραν οι λογαριασμοί. Έχασα τα ίχνη του για μερικές μέρες, είχαμε αγχωθεί, τα μεγάλα κανάλια, έλεγαν για αυτό το θέμα. Ο κόσμος τηλεφωνούσε, ανησυχούσε, κατάλαβε τι συνέβαινε, ότι κάτι δεν πάει καλά. Αυτά τα τριάντα άτομα, που εγώ είχα πάει στο παιχνίδι, απευθυνόντουσαν σε μένα, ενώ ήξεραν, αυτή την επένδυση, την έκανε ο θείος μου. Γιατί δεν έλεγα: «Δώστε μου τα χρήματα να τα επενδύσω εγώ». «Πάμε σε ένα ραντεβού με τον θείο μου και θα τα επενδύσει αυτός. Απλά είναι θείος μου κι εγώ σας εγγυώμαι για τη συγγένεια, ότι είναι άριστος άνθρωπος κι ότι όλα θα πάνε καλά». Αυτή ήταν η εγγύηση που έδωσα στους συναδέλφους μου και φίλους και συγγενείς, τότε που είχα πάει στο παιχνίδι.
Μετά από μέρες, μου είπε ότι: «Έφυγα για να τακτοποιήσω τα χρήματα --ουσιαστικά, για να τα ασφαλίσω, να μη μου τα πάρουν από κει που είναι-- για να μπορέσω να τα επιστρέψω στον κόσμο». Οπότε, εγώ είχα αυτή την... ότι εντάξει, σε λίγο καιρό θα τα επιστρέψει, θα κάνουν όλοι πέρα, θα είμαστε όπως πριν. Οπότε, υπήρχε, αισιοδοξία. Εγώ με διάφορα λόγια προσπαθούσα να συγκρατήσω τον κόσμο μου, δηλαδή να πω: «Κάντε υπομονή. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που νομίζετε. Όλα θα πάνε καλά στο τέλος». Μέχρι που κάποια στιγμή κουράστηκα και να τους καθησυχάζω, γιατί περνούσε ο καιρός.
Καταδικάστηκε ο θείος μου, στο πρώτο δικαστήριο. Έφαγε εννιά χρόνια φυλακή, κάθειρξη. Σε ένα δεύτερο ομαδικό, οχτώ χρόνια κάθειρξη. Και μέχρι εκείνο το σημείο, το δικό μου όνομα είχε μόνο αναφερθεί σ’ αυτά τα δύο δικαστήρια. Γιατί όλοι έλεγαν ότι: «Ναι, την επένδυση την έκανε ο θείος, αλλά τα χρήματα μού τα έχει βάλει στον λογαριασμό ένας Γιαννουλάκης». Αυτό, νομικά, σε έκανε συνεργό.
Απ’ το 2005 είχαμε φτάσει στο 2011. Πολύ δύσκολα χρόνια! Από την ελίτ, είχαμε πάει στο να μην έχουμε να φάμε. Μήνυση, αγωγή, από πέντε της Πολεμικής Αεροπορίας, συναδέλφους. Μου τηλεφώνησε ο θείος μου μέσα από τη φυλακή και μου ξεκαθάρισε τη θέση του. Μου είπε πως: «Η κατάστασή σου είναι δύσκολη πια. Κινδυνεύεις για να φυλακιστείς. Εγώ, να ξέρεις, στο δεύτερο δικαστήριο το δικό μου δεν εμφανίστηκα και δε θα εμφανιστώ ούτε και σε αυτό το δικαστήριο. Να ξέρεις ότι στο δικαστήριο θα είσαι μόνος σου». Είδα τον εαυτό μου να έχει παλινδρομήσεις σαν μωρό, να ξερνάει, να κάνει εμετούς στα καλά καθούμενα.
Και φτάσαμε στα δικαστήρια. Το 2013 ξεκίνησαν τα δικαστήρια και τελείωσαν τον Ιούνιο του 2018. Πήγα σε έναν πάρα πολύ καλό δικηγόρο και μου είπε ότι: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες που σε βαραίνουν, από τα πέντε έως τα είκοσι χρόνια φυλακή».
Προσπάθησα να δανειστώ χρήματα για να ξοφλήσω, να μην πάω στη φυλακή. Είχα δύο παιδιά. Αναγκάστηκα στα παιδιά μου να πω ψέματα ότι θα ταξιδέψω στο εξωτερικό. Ήρθε μία μέρα η κόρη μου με τη γιαγιά της, μία μέρα προτού φύγω για τη φυλακή, και μου είπε ότι: «Έμαθα, φεύγεις αύριο». Ήταν πολύ δύσκολο. Δηλαδή, θυμάμαι τον εαυτό μου να μην μπορεί να ανέβει τα σκαλιά στην πολυκατοικία, για να φτάσει στο σπίτι.
Έκατσα επτά μήνες στη φυλακή, περίπου. Από τα πέντε χρόνια, κάνεις μέσα στη φυλακή το 1/5, τον έναν χρόνο. Η μία μέρα πιάνει για δύο, αναλόγως πού βρίσκεσαι και τι δουλειά κάνεις μέσα στη φυλακή. Και τον Φεβρουάριο του 2019, ουσιαστικά τελείωσε αυτή η ιστορία.
Υπήρχε έπαρση τότε, υπήρχε ενθουσιασμός. Νόμιζες ότι θα κατακτήσεις τον κόσμο κι ότι θα γίνεις μεγιστάνας κι όλοι θα σου μιλάνε με το «’σεις» και με το «’σας». Παρόλο που έτρεφα αυταπάτες ότι μπορεί να κατακτήσω τα πάντα, έχασα τους φίλους μου, συγγενείς… Από ντροπή και μόνο κυκλοφορώ στην Καλαμάτα από τα στενά, ας πούμε, δεν πηγαίνω στους κεντρικούς δρόμους. Δε θέλω να συναντήσω κάποιον. Αλλά ελπίζουμε ότι μία μέρα ο θείος θα κάνει αυτό που πρέπει. Θα δούμε, στο μέλλον.