Θυμάμαι, νομίζω ήτανε ή Πέμπτη ή Παρασκευή, κάτι τέτοιο, κι ερχότανε Σαββατοκύριακο. Τρομοκρατηθήκαμε, είπαμε ότι: «Τι είναι αυτό που έρχεται; Τι είναι αυτό που θα μας συμβεί;» Ανήσυχοι όλοι, αναρωτιόμασταν τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πώς θα κλειστούμε μες στα σπίτια και τρέχαμε όλοι να βρούμε αντισηπτικά και μάσκες, που δεν υπήρχαν! Σαν να είχαμε πόλεμο, έτσι το κατάλαβα. Όλοι να τρέχουν να βάλουν βενζίνη, να βάλουνε… να πάρουν απ’ το σούπερ μάρκετ τα χαρτιά υγείας… ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Πρωτόγνωρο.
Βέβαια, μετά από δύο-τρεις εβδομάδες, το συνηθίσαμε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, φυσικά η διασκέδαση κόπηκε εντελώς, κάποιες συνήθειες καθημερινές, που βγαίναμε μια βόλτα για έναν καφέ για ένα ποτό. Και φυσικά, μετά, η επαφή! Η επαφή με τον συνάνθρωπο και τους δικούς μας ανθρώπους, που δεν τους βλέπαμε καθόλου. Κλειστήκαμε στο καβούκι.
Ο Αχιλλέας μού έκανε πρώτη φορά αίτημα φιλίας στο Facebook. Καθώς κοιτούσε τις προτάσεις φιλίας, βγήκα προτεινόμενη. Είδε τη φωτογραφία μου και λέει: «Εντάξει, αυτή κάτσε να την κάνω ένα αίτημα φιλίας». Εγώ μόλις το είδα, λέω: «Εντάξει», λέω, «γιατί να μην το δεχτώ;»
Δέχομαι το αίτημα, μιλάει: «Καλησπέρα, είμαι αυτός και τα λοιπά… Έχω αυτό το site…» Ήτανε, εντάξει, εμμέσως η γνωριμία. Και μου στέλνει: «Είστε παντρεμένη;» Και λέω: «Ώπα!» λέω, «τώρα τι είναι αυτό;» λέω. «Τι μήνυμα είναι αυτό; Τι ψαρωτικό μήνυμα είναι αυτό;» Κι απαντάω: «Είναι κάποιο στατιστικό στοιχείο για κάποια έρευνα που κάνετε στο site;» Και μου απαντάει φυσικά: «Ναι». Ότι ναι, όντως, ήταν κάποιο στατιστικό στοιχείο! Απάντησα φυσικά «όχι», ότι δεν είμαι παντρεμένη και συνεχίστηκε η επικοινωνία.
Ώσπου μετά από δύο εβδομάδες, μου στέλνει μήνυμα και μου λέει ότι: «Πρέπει να βρεθούμε από κοντά, δεν μπορεί. Τόσον καιρό συζητάμε, τα λέμε μεταξύ μας, θέλω να σε δω κι από κοντά». Επειδή είχα γνωρίσει ανθρώπους μέσα από το Facebook και παρέες και τα λοιπά, λέω: «Γιατί όχι; Τι είχαμε, τι χάσαμε; Δηλαδή, ωραία, θα κάνουμε μια γνωριμία κι ό,τι γίνει». Και κλείσαμε το πρώτο μας ραντεβού.
Ήτανε τα πάντα κλειστά: καφετέριες, ταβέρνες, καφέ… Δεν μπορούσαμε να βρεθούμε κάπου, σε ένα μαγαζί, οπότε κλείσαμε το πρώτο μας ραντεβού στο σούπερ μάρκετ! Ήτανε ένα κοινό σημείο που μπορούσαμε να πάμε κι οι δύο. Τότε ήταν και το… που στέλναμε το μήνυμα για να βγούμε, είχαμε και τη «μετακίνηση». Ο Αχιλλέας έμενε στο Ρίζωμα, οπότε δεν είχε δικαιολογία να… Πώς αλλιώς θα ερχόταν κι αυτός στα Τρίκαλα; Και λέω: «Θα πάω σούπερ μάρκετ, θέλεις να έρθεις εκεί, ξέρω ‘γω; Να βρεθούμε για ένα τέταρτο, ας πούμε, μέχρι να κάνω τα ψώνια μου και να γυρίσουμε;» Και λέει: «Ναι, γιατί όχι;» Και βρεθήκαμε εκεί, βρεθήκαμε στο σούπερ μάρκετ.
Ήταν πολύ αμήχανο το πρώτο ραντεβού. Ούτε περιποιημένη πήγα, βαμμένη, χτενισμένη και τα λοιπά, ήμουνα αμέσως μετά τη δουλειά. Μιλούσαμε περί ανέμων κι υδάτων, κοιτούσαμε τα προϊόντα και προσπαθούσαμε να βγάλουμε λέξεις ο ένας από τον άλλον, για να γνωριστούμε. Ναι, ήτανε λίγο αμήχανο. Όχι λίγο, ήταν αρκετά αμήχανο το πρώτο μας ραντεβού.
Συνεχίσαμε να μιλάμε μέσω κοινωνικών δικτύων και μετά, βέβαια, βρισκόμασταν και δια ζώσης, είτε σε κάποια πλατεία είτε στο ποτάμι κάτω… Έμπαινε η άνοιξη, οπότε είχαμε κι αρκετά μέρη να πάμε. Και μετά γίναμε ζευγάρι. Το καλοκαίρι μού έκανε στα γενέθλιά μου την πρόταση γάμου και τον Σεπτέμβριο αρραβωνιαστήκαμε. Στους πέντε μήνες.
Η πρόταση έγινε μόλις είχαν ανοίξει και τα… οι ταβέρνες. Είχαμε πάει στο «Χάνι», εδώ, μια γνωστή ταβέρνα των Τρικάλων. Πήγαμε στο εστιατόριο οι δυο μας, καθίσαμε, γονάτισε, φυσικά, και μου έδειξε το δαχτυλίδι, μου έδωσε το δαχτυλίδι! Φυσικά η απάντηση ήταν… νομίζω ότι την ήξερε, την περίμενε ότι ήτανε «ναι». Πολύ ρομαντικά όλα.
Μετά ακολούθησαν οι αρραβώνες, τον Σεπτέμβριο. Πάλι επίσης ήμασταν σε περίοδο της πανδημίας. Αγχωτικό πολύ, γιατί δεν ξέραμε πόσα άτομα θα μπορούσαμε να έχουμε καλεσμένους, αν θα είχαμε καλεσμένους, αν θα είχαμε μουσική… ήταν όλα με το «αν». Πόσα άτομα να πεις στο κέντρο, πόσα γλυκά, πόσα… όλα, όλα, μπομπονιέρες… όλα είναι… Ήταν λίγο αγχωτικό μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι και την τελευταία μέρα ήμασταν αγχωμένοι φουλ, γιατί δεν ξέραμε και τι θα γίνει και την ίδια τη μέρα! Μπορεί να λέγαν, ας πούμε, Σάββατο βράδυ ότι αύριο δεν έχει μουσική, δεν έχει εστίαση, δεν έχει οτιδήποτε, ναι. Γι’ αυτό και πολλοί το άλλαξαν το… τους γάμους τους, τους μετέφεραν για άλλες, για τις επόμενες χρονιές. Εμείς όχι. Εμείς θέλαμε να γίνει ο γάμος.
Την ώρα που συναντηθήκαμε στην εκκλησία, ο Αχιλλέας ξέχασε να μου δώσει την ανθοδέσμη. Δεν το περίμενε, δεν το περίμενε ότι θα ‘μουνα τόσο όμορφη, ναι, ναι, ναι! Ήταν, ήταν ωραία! Ωραία εμπειρία! Ωραία εμπειρία! Ωραία εμπειρία! Βέβαια, η εκκλησία ήταν άδεια, γιατί όλοι καθόντουσαν έξω, επειδή πάλι φοβόντουσαν, πάλι λόγω κορονοϊού. Ούτε αγκαλιές και φιλιά, τίποτα, ήταν όλοι με τις μάσκες. Αυτό που ξέρουμε για τον ελληνικό γάμο… καμία σχέση! Γάμος εν καιρώ πανδημίας!
Θέλαμε να κρατήσουμε τη στιγμή της πρώτης συνάντησης, του σούπερ μάρκετ.
Μόλις το… εγώ κιόλας το πρότεινα στους φωτογράφους, αυτοί ενθουσιαστήκαν! Μπήκαμε και μέσα στους διαδρόμους, οι κοπέλες εκεί ενθουσιάστηκαν: «Καλέ νύφη και γαμπρός! Νύφη και γαμπρός!» Βγήκαν όλοι να μας χαιρετήσουν. Ο διευθυντής μάς είπε: «Μπείτε και κάνετε ό,τι θέλετε το σούπερ μάρκετ!» Ναι.
Όπως και να ‘χει, πανδημία-πανδημία, για μας ήταν ο γάμος μας! Θα ‘χουμε να το θυμόμαστε. Θα ‘χουμε να λέμε στα παιδιά μας ότι παντρευτήκαμε στην καραντίνα! Ήταν ωραία, ήταν ωραία, ήταν ωραία εμπειρία, ναι. Ό,τι είναι να κάνουμε ας το κάνουμε τώρα, να μην περιμένουμε το μετά. Αυτό μου δίδαξε εμένα τώρα η καραντίνα. Μην περιμένεις για το αύριο, γιατί το αύριο δεν ξέρεις τι θα γίνει!