Ο πατέρας μου ήτανε κτηνοτρόφος, είχε πρόβατα σ’ ένα μικρό χωριό, το οποίο λέγεται Αρμάχα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, τ’ αγαπούσε τόσο πολύ τα ζώα, το είχε το ζάγανό του, «ζάγανο» θα πει ότι το «είναι» του το είχε, όσα ζώα ανέθρεψε να είναι καλά. Από πρόβατα, σκυλιά, γάτες, μέχρι τον γάιδαρο.
Είχε, λοιπόν, ο πατέρας μου πάρει ένα γάιδαρο, τον οποίο τον είχε από έναν θείο του. Αυτός ο γάιδαρος, λοιπόν, ήταν ζώο, το οποίο μόνο μιλιά που δεν είχε, σαν τον άνθρωπο. Έχω πάρα πάρα πάρα πολλές ιστορίες να σας πω σχετικά με αυτό το ζώο.
Εμείς, μικροί, πηγαίναμε και βοηθάγαμε. Θα πηγαίναμε το πρωί στο σχολείο και μετά έπρεπε, οπωσδήποτε, να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου στα πρόβατα: να τα βόσκουμε, να τονε βοηθάω στο άρμεγμα, να του ξελαλώ. «Ξελάλημα» είναι το να έμπαινα μέσα στο μαντρί, να κατεβάσουμε τα πρόβατα. Αυτός ήταν στην πόρτα, ας το πούμε έτσι, στον «κόκαλο» που το λέγαμε εμείς, και τις άρμεγε. Ήταν μια διαδικασία η οποία γινότανε κάθε μέρα, πρωί-βράδυ. Πολλή δύσκολη δουλειά εκεί, να σκύβεις μία και δύο ώρες πολλές φορές, αν ήτανε τα πρόβατα πολλά, να αρμέγεις.Και μάλιστα υπάρχει και μια μαντινάδα που τη λέει ο Βασίλης ο Σκουλάς:
«Ήμουν κι εγώ μιαν εποχή και μερακλής και άντρας,
μα εφάγανέ με οι βοσκικές κι ο κόκαλος τση μάντρας»
Μετά, θα μου φόρτωνε το γάλα στο γαϊδούρι και το πήγαινα στο χωριό, να το τυροκομήσει μετά. Μ’ αυτό το ζώο εμείς ανεβάζαμε επάνω στο βουνό ψηλά, στην κορυφή, τρεις ώρες δρόμο από το μονοπάτι, από κακοτράχαλα μέσα, να περνάει… Δεν περνούσε άνθρωπος, δύσκολα περνούσε από ορισμένα σημεία. Αυτός, λοιπόν, περνούσε, είχε μάθει και πέρναγε. Tον φορτώναμε, φτιάχναμε τα χάμουρα, το χαλινάρι, ας πούμε, του κάναμε απάνω και πήγαινε μόνος του στο μαντρί, να τον ξεφορτώσει ο πατέρας μου, να του κατεβάσει πάλι, να του βάλει τα… να τον φορτώσει, να τον ξανακάμει. Κι ερχότανε, πολλές φορές, μέχρι χαμηλά που είχενε στο χωριό από πάνω, που ήτανε φραγμένα μ’ ένα δίχτυ, δε μπορούσε να περάσει. Και μπορεί να ’στεκε εκεί δυο μέρες μέχρι να τόνε δω απ’ το χωριό, να πάω να τόνε κατεβάσω.
Ήτανε δύσκολες οι εποχές τότε, δεν υπήρχανε μέσα, δεν υπήρχαν συγκοινωνία, δεν υπήρχανε, δεν υπήρχε επικοινωνία. Φανταστείτε ότι όποιος είχε τότε ένα γαϊδουράκι, ήτανε σαν να είχε Mercedes σήμερα. Ήταν ένα ζώο, το οποίο μεγάλωσα μαζί μ’ αυτό. Το αγαπούσα υπερβολικά. Πολλές φορές δε θέλω να το… Συγκινούμαι, όταν μιλάω γι’ αυτό. Γιατί ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μου έχουνε μείνει σαν καλή ανάμνηση από εκείνη την εποχή.
Τον είχαμε μέχρι το ’93. Τον είχα δώσει σε κάποιον χωριανό εκεί πέρα, γιατί δεν ήθελα να τονε πουλήσω και του τον είχα δώσει έτσι, σαν δώρο κι έκανε εκεί διάφορες δουλειές. Αυτός είχε γεράσει.
Ένα βράδυ, λοιπόν, είχα πάει στο χωριό με τη γυναίκα κι είχα και την κόρη μου μέσα. Καθότανε πίσω το παιδί. Είχε δώσει η μάνα μου, της είχε δώσει ένα πακέτο μπισκότα γεμιστά. Εγώ κατεβαίνοντας, βγαίνοντας απ’ το χωριό έξω, συναντάω τον άνθρωπο αυτόν που ’χε το γαϊδούρι. Σταματάω να τον χαιρετήσω. Λέω: «Καλησπέρα συμπέθερε». Το γαϊδούρι, μόλις άκουσε τη φωνή μου, εσταμάτησε μόνο του, χωρίς να του πει κανείς τίποτα. Κατέβηκα, λοιπόν, κάτω --συγκινούμαι που το λέω τώρα-- από το παιδί πήρα τα μπισκότα, το παιδί να κλαίει. Κατέβηκα κάτω, του τα ’δωσα, τόνε τάισα και μετά έφυγα. Δε θυμάμαι μετά αν τόνε ξαναείδα άλλη φορά. Ίσως να ’ταν η τελευταία φορά ή από τις τελευταίες.
Κάπου τόνε πήγανε και πέθανε, ας το πούμε, ψόφησε. Έχω ρωτήσει τη μάνα μου εκατό χιλιάδες φορές πού είναι. Μου λέει, λοιπόν, η μάνα μου: «Όχι, δε σου λέω, διότι εσύ είσαι ικανός να πας, να του κάνεις μνημόσυνο». Εγώ δεν το άφησα το θέμα έτσι. Τυχαία που είχα συζήτηση με κάποιον, μου είπε ότι ξέρει πού είναι, βρήκε το χαλινάρι, που ’τανε από δέρμα και θα μου το φέρει.
Ήταν ένα ζώο, το οποίο δε θα το ξεχάσω ποτέ μου. Ήταν ένα χαρισματικό ζώο, το οποίο μόνο μιλιά που δεν είχε, σαν τον άνθρωπο.