Είμαι γέννημα θρέμμα Αιδηψού. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ ζω. Δεν είχα καλή σχέση με τα τυχερά παιχνίδια, δεν ήμουνα φανατικός, έπαιζα όμως Λόττο, ΠΡΟΠΟ πιο παλιά. Λαχεία έπαιρνα, όχι πάντα, αραιά και πού, αλλά ήμουνα πολύ αμελής. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν τα κοίταζα τα δελτία. Και πέρναγε το εξάμηνο κι εφόσον είχε περάσει το εξάμηνο και δεν μπορούσα να πάρω τα λεφτά, δεν κοίταγα ούτε καν αν είχανε κερδίσει, γιατί σκεφτείτε να έχουν κερδίσει και να μην μπορώ να πάρω τα λεφτά. Οπότε τα πέταγα.
Έλεγα το εξής: ότι αν παίξεις, μπορεί να κερδίσεις, αν δεν παίξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις. Βέβαια, το να παίζεις συνέχεια έχεις πιο πολλές πιθανότητες, αλλά πιστεύω ότι άμα είσαι τυχερός και μία φορά να παίξεις, θα σου έρθει.
Το Δεκέμβρη του ’92, συγκεκριμένα της Αγίας Βαρβάρας, είχα παίξει τέσσερα δελτία. Πρέπει να τα πήρα Δευτέρα κι εγώ τα είδα Σάββατο. Δεν ήταν πολλές μέρες, άμα σκεφτείς ότι σε άλλες περιπτώσεις είχαν περάσει και μήνες να τα δω. Αλλά είχαν περάσει κάποιες μέρες κι εγώ δεν τα είχα κοιτάξει και συγκεκριμένα τα είχα στο τζάκι πάνω. Ήταν τριών ημερών, τεσσάρων, η εφημερίδα έγραφε στην πρώτη σελίδα: «Δεκαεπτά εξάριδες από δεκαεπτά εκατομμύρια». Ούτε κι αυτό το είχα διαβάσει. Έβλεπα τηλεόραση και κάποια στιγμή, είδα τα δελτία στο τζάκι και λέω: «Γιατί δεν μπαίνω να τα κοιτάξω;»
Ανοίγω τα μάτια μου, τα κλείνω, τα τρίβω, λέω: «Τι γίνεται;» Διαβάζω το ίδιο. «Την εφημερίδα διαβάζω ή το Λόττο; Τι διαβάζω;» Το ξανακοιτάω. «Δεν είναι δυνατόν, τι γίνεται εδώ, κάτι γίνεται, κάτι λάθος έχω κάνει!» Ξανακοιτάω το δελτίο, κοιτάω την εφημερίδα... «Δεν μπορεί!» λέω, «Έχω κερδίσει, έχω πιάσει εξάρι!» Kαι φεύγω και πάω μέσα στην κρεβατοκάμαρα, να ξυπνήσω τη γυναίκα μου.
Πάω, την ξυπνάω και μου λέει: «Τι θες μωρέ τέτοια ώρα;» Ήταν 2 η ώρα, μετά τα μεσάνυχτα. Λέω: «Ξύπνα, έχω πιάσει το Λόττο!» λέω, «Ξύπνα, τουλάχιστον να δεις αν βλέπω καλά, δεν ξέρω, τα ‘χω χαμένα», λέω, «εδώ πέρα!» Ξυπνάει, λέει: «Ναι», λέει, «ό,τι γράφει η εφημερίδα ισχύει και στο δελτίο! Καλά», λέει, «τώρα το θυμήθηκες;» Λέω: «Τώρα τα βρήκα». Και γυρίζει και μου λέει: «Ξέρεις ότι προχθές που σκούπιζα το σπίτι ήθελα να τα πετάξω; Αλλά λέω: “Αυτός είναι τρελός, δεν τα κοιτάζει τα δελτία, ας τα αφήσω λίγες μέρες ακόμη”».
Σηκώνεται, που λες, επάνω και παίρνει το θείο της στην Αθήνα τηλέφωνο, ο οποίος είναι μανιώδης. Αυτός παίζει λαχεία, ΠΡΟΠΟ, Λόττο, τα πάντα. «Τι θες ρε Φούλη, τέτοια ώρα;» Λέει αυτό κι αυτό, «ο Γιώργος είδε ένα δελτίο και νομίζει ότι έχει κερδίσει». «Πες τα νούμερα». Λέει τα νούμερα, λέει: «Κάτσε, θα πάρω» λέει. Κάπου πήρε αυτός τηλέφωνο, μας ξαναπαίρνει σε δέκα λεπτά, λέει: «Ναι», λέει, «αυτά είναι τα νούμερα». Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά εκείνη την ώρα. Μετά πέταγα, δεν μπορώ, δεν, δεν, δεν…
Δεκαεφτά εκατομμύρια. Ήμασταν δεκαεφτά εξάριδες από δεκαεφτά εκατομμύρια. Ήταν τα λιγότερα λεφτά που είχε δώσει μέχρι τότε το Λόττο. Καλά έκανε κι ήρθανε έτσι. Προκειμένου να τα πάρει ένας, καλύτερα τα πήραμε δεκαεφτά.
Παίρνω το δελτίο και φεύγω και πάω στο σπίτι του ανθρώπου που είχε το προποτζίδικο. Είναι δύο τετράγωνα πιο κάτω. Αλλά βέβαια, εκείνη την ώρα ο άνθρωπος κοιμότανε. Εγώ δεν τον ξύπνησα, λέω: «Άστο, θα περάσω το πρωί». Το πρωί, πάω πρωί-πρωί, φωνάζω, τίποτα. Βγαίνει μια γειτόνισσα και μου λέει: «Μη φωνάζεις, ο Θανάσης με τη γυναίκα του έφυγε και πάνε στο περιβόλι για τις ελιές». Λέω: «Δεν πειράζει, το απόγευμα».
Εγώ έπαιζα μπάλα εκείνη την εποχή στην Αιδηψό κι εκείνη την ώρα είχαμε προπόνηση, το απόγευμα. Εν τω μεταξύ, έτυχε εκείνη την εποχή να είμαι ο μεγαλύτερος στην ομάδα κι ο πιο σοβαρός. Αλλά εκείνη την ημέρα εγώ είχα μία ευθυμία, μία χαρά, ένα πράγμα, δεν περιγράφεται με λόγια αυτό που ένιωθα. Όπως κάναμε προπόνηση, εγώ γέλαγα. Γυρίζει ο πρόεδρος της ομάδας στους άλλους και λέει: «Τι έπαθε ο Γιώργος και φωνάζει έτσι σήμερα; Αυτός είναι σοβαρός», λέει, «τι έχει πάθει;» Δεν ξέρανε τίποτα.
Φεύγω όταν τελειώνει η προπόνηση και πάω στο προποτζίδικο. Την ώρα που μπαίνω μέσα, πριν μπω ακόμα, ήταν η πόρτα μισάνοιχτη, ακούω τον προποτζή που λέει, συζήταγε με κάποιον και του λέει: «Έχω πέντε χρόνια το προποτζίδικο, δεν έχω κερδίσει ούτε ένα δεκατριάρι στο ΠΡΟΠΟ, ούτε ένα εξάρι στο ΛΟΤΤΟ, ούτε ένα λαχείο να σκάσει». Εκείνη την ώρα μπαίνω μέσα και του δίνω το δελτίο. Με το που το βλέπει, το παίρνει στα χέρια, σηκώνεται επάνω και φεύγει! Και πάει σε όλα τα μαγαζιά της Αιδηψού και γύρναγε γύρω-γύρω να δείξει το δελτίο!
Τώρα, τα συναισθήματα ήτανε… δεν μπορώ να τα περιγράψω, ένιωθα εκείνη την εποχή μια χαρά, μια ευφορία... δε με ένοιαζε πού θα πάω, δε με ένοιαζε τι να πάω να αγοράσω, έκανα δώρα στους συγγενείς, στα ανίψια, στους φίλους. Τα παιδιά δεν είχανε καταλάβει, ήταν μικρά τότε, ο γιος μου ήταν έντεκα χρονών, η κόρη μου ήτανε οχτώ, δεν είχανε πάρει είδηση. Το μόνο που... αν, ξέρω ‘γω, ο γιος μου πριν μου ζήταγε ένα ζευγάρι παπούτσια αθλητικά και του έλεγα: «Ντίνο όχι τώρα», --Ντίνο λένε τον γιο μου-- «όχι τώρα, όχι τώρα, τον άλλο μήνα που θα πληρωθώ» ξέρω ‘γω, μετά από αυτό το λαχείο, μου ζήταγε ένα ζευγάρι παπούτσια, μπορεί να του έπαιρνα δύο, εγώ.
Επειδή είμαι άνθρωπος που κάνω ταξίδια πολλά, μου αρέσουν τα ταξίδια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να πάω ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, που δεν είχα πάει, αλλά δεν ήθελε η γυναίκα μου. Ήθελε να φτιάξουμε σπίτι από πάνω. Έφτιαξα εδώ το σπίτι από πάνω, τον όροφο. Πώς έγινε εκείνο το σπίτι, δεν το καταλάβαμε. Για αυτό και το σπίτι αυτό το κάτω που μέναμε το είχαμε αγαπήσει περισσότερο, γιατί αυτό το σπίτι το κουραστήκαμε να το φτιάξουμε, ενώ το πάνω δεν πήραμε είδηση. Ήταν μία περίοδος… τώρα δεν υπάρχουν τα λεφτά, βέβαια, όπως καταλαβαίνεις, αλλά εκείνη την εποχή ήταν μία περίοδος... δεν περιγράφεται, δεν περιγράφεται, ήμασταν όλοι χαρούμενοι.
Αν αυτή τη στιγμή κέρδιζα κάτι, θα τα έδινα στα παιδιά μου, τα οποία είναι νέα, να βοηθηθούν στη ζωή τους. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχία αυτή. Ευτυχία είναι άλλα πράγματα, ευτυχία είναι να έχεις υγεία, το βασικότερο, να βγάλεις καλά παιδιά, αυτή είναι ευτυχία κι αυτά δε γίνονται με τα λεφτά. Με τα λεφτά κάνεις άλλα πράγματα, αλλά την ευτυχία δεν τη φέρνουν τα λεφτά.
Τα νούμερα ναι τα θυμάμαι, γιατί… τα πέντε, δε θυμάμαι το έκτο. Ήταν χαρακτηριστικά: 7,14, 21, 28, τα τέσσερα πρώτα ήταν ανά 7, το 32 και δε θυμάμαι το έκτο, κρίμα, έπρεπε να το θυμάμαι. Τώρα όποτε παίξω Λόττο ή ΤΖΟΚΕΡ, θα παίξω αυτά τα νούμερα και θα βάλω κι ένα επιπλέον. Είναι τα τυχερά μου νούμερα.