Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, 17 Νοεμβρίου του 1956. Απ’ την οικογένεια του πατέρα μου, οι γονείς του, ο παππούς μου κι η γιαγιά μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε χωριό της Κύπρου, στους Αγίους Βαβατσινιάς κι από εκεί έφυγαν και πήγανε στην Αλεξάνδρεια, για να βρουν τη τύχη τους, γιατί ήταν δύσκολα τα πράγματα τότε. Κι απ’ ό,τι έμαθα πολύ αργότερα, δε φύγανε μαζί, αλλά συναντηθήκαν στην Αλεξάνδρεια κι ερωτεύτηκαν και γεννήθηκε ο μπαμπάς μου. Η δε μαμά μου κι απ’ τη μία μεριά, απ’ τη γιαγιά μου, πάλι από Κύπρο ήρθανε κι ο άλλος ο παππούς από Λήμνο, το πιθανότερο.
Όπως αργότερα φεύγανε για τη Γερμανία για να δουλέψουν, να βρουν την τύχη τους... Η διαφορά ήταν όμως ότι στην Αλεξάνδρεια οι Έλληνες πηγαίνανε ως -για να βρω τον όρο να μην παρεξηγηθώ- ήταν μορφωμένοι, ενώ ο λαός εκεί ήταν αμόρφωτος. Οπότε πηγαίνανε και βρίσκανε τις δουλειές που είχανε το καλύτερο και μεγαλύτερο εισόδημα από τους ντόπιους. Τις καλύτερες δουλειές, κάποιοι βέβαια είχανε και, κάνανε και πάρα πολλά χρήματα.
Ο πατέρας μου είχε γραφείο, αντιπροσωπεία με τρόφιμα, δηλαδή ήταν ο μεσάζων, δηλαδή με διάφορες εταιρίες. Από λουκούμια μέχρι κονσέρβες, μέχρι διάφορα κι έκανε τον διακινητή ανάμεσα στις βιομηχανίες και στα τότε μπακάλικα, δεν ήταν σούπερ μάρκετ τότε.
Το ‘56 με το Σουέζ κι είχανε πάει πάρα πολλοί Ιταλοί, Γάλλοι, κι είχανε κάνει τα αντίστοιχα σχολεία. Και κυρίως η γενιά των γονιών μου πηγαίναν σε ξένα σχολεία. Εμείς μετά πηγαίναμε στα ελληνικά, η πλειοψηφία των Ελλήνων, δηλαδή. Κι εγώ πήγα στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Εντάξει, ήμουνα στο δημοτικό πρώτα το ελληνικό, Κοκκινάρειος Σχολή. Όλα ήταν δωρεές, απ’ τα ονόματα, καταλαβαίνουμε, ναι.
Η γειτονιά μου στην Αλεξάνδρεια, «Σάρα Κανόπ». Καταρχήν η πολυκατοικία όλη ήταν οικογενειακή γιατί ο παππούς μου, που όπως είπα πήγε από την Κύπρο εκεί, την έχτισε. Κάθε ένα από τα παιδιά του είχε κι έναν όροφο, ας πούμε, κάπως έτσι ήταν. Οπότε γεννήθηκα και μεγάλωσα, μέχρι που φύγαμε, στο σπίτι μας, εκεί.
Ένιωθα πάρα πολύ όμορφα, πέρασα πάρα πολύ ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Και κυρίως θυμάμαι ότι επειδή είμαι μοναχοπαίδι, κι όταν μου έλειπε η παρέα κατέβαινα κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας κι έπαιζα και με τα παιδιά του θυρωρού, που ήτανε... εμείς «αραπάκια» τα λέγαμε, χωρίς να δίνουμε την κακή έννοια που δίνουν εδώ όταν λένε τη λέξη «αράπης». Γιατί είναι οι Αιγύπτιοι είναι «αραπάδες» με την έννοια ότι όπως λέμε στην Ελλάδα είναι οι Έλληνες. Έτσι το λέγαμε, ενώ εδώ είναι παρεξηγήσιμος όρος.
Κι έπαιζα, λοιπόν, με τα παιδιά κάτω ατελείωτες ώρες, κουτσό, διάφορα παιχνίδια που παίζαμε. Κι έκανα και τη δασκάλα εκεί. Έτσι κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω δασκάλα, τους μάθαινα ελληνικά. Και παίζαμε εκεί, δηλαδή στην είσοδο της πολυκατοικίας είχε έτσι έναν χώρο, έναν διάδρομο. Δε βγαίναμε στον δρόμο γιατί ήδη υπήρχαν αυτοκίνητα και δεν, ήταν επικίνδυνα. Αυτό, μου άρεσε πάρα πολύ, περνούσα όμορφα, ναι.
Άκουγες στο καφενείο, δηλαδή ήμουνα στο σπίτι κι άκουγα τους ήχους από το καφενείο στη γωνία, το τσάι, το κουταλάκι που ανακάτευε το τσάι, τη ζάχαρη, που φωνάζανε: «Φέρε έναν καφέ εδώ!» Τα παιδιά στα μπαλκόνια, κάτω αυτοί που περνούσανε και πουλούσανε, διάφοροι πωλητές… Δεν υπήρχαν κοινή ησυχία και τέτοια πράγματα τώρα, αυτά ήτανε...
Όταν έλεγες το σπίτι σου είναι τριάρι, ενώ εδώ εννοούμε όλους τους χώρους μαζί, στην Αλεξάνδρεια ήταν μόνο τα υπνοδωμάτια. Έλεγες τριάρι κι εννοούσες τρία υπνοδωμάτια. Άλλο ήτανε το χολ, η τραπεζαρία, διάφοροι άλλοι χώροι, ναι. Ήτανε μεγάλα σπίτια.
Η Αλεξάνδρεια, από τότε που μεγάλωνα εγώ, ήταν ήδη χτισμένη πολυκατοικίες και δεν είχε προβλεφθεί ούτε πάρκα, ούτε παιδικές χαρές. Μόνο υπήρχαν κι υπάρχουν -αυτά υπάρχουν κι ακόμα- ένας-δύο χώροι, δηλαδή ένας-δύο τεράστιοι κήποι, τεράστιοι. Το ένα ήταν το Sporting, ούτε ξέρω πόσα στρέμματα, τεράστιος χώρος. Βέβαια ήταν ιδιωτικό club, όπου μέσα είχε τα πάντα: από τένις, μπάσκετ, βόλεϊ, ιππασία, πισίνες, πράγματα…
Αλλά ήτανε, πλήρωνες για να πας, δεν πήγαινε όποιος ήθελε. Και κάνα δύο άλλοι χώροι που ήταν τεράστιοι κήποι, αλλά σε συγκεκριμένα σημεία, ας πούμε, της Αλεξάνδρειας, δεν ήταν στις γειτονιές, δεν ήταν πρόσβαση. Κι ο Ζωολογικός Κήπος, που ήτανε αγαπημένο μου. Τότε δεν είχαμε τους περιορισμούς τους οικολογικούς που έχουμε τώρα. Τώρα αν το έβλεπα έτσι δεν θα χαιρόμουνα τόσο πολύ, αλλά ήταν η κυριακάτικη βόλτα που τρελαινόμουνα, σαν παιδάκι. Τεράστιος ζωολογικός κήπος και σε πάρα πολύ καλή κατάσταση.
Κι αυτό που είχαμε εμείς οι Έλληνες κι ακόμα με νύχια και με δόντια κρατιέται, είναι η Ένωση, που είναι ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο, όπου εκεί είναι κι η Αθλητική Ένωση. Είναι ένα, φαντάσου ένας, έχει ένα κανονικό γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ, χώρους, έναν χώρο που είναι κυλικείο, εστιατόριο, όπου πηγαίναμε με τους γονείς μας. Οι γονείς μας εκεί καθόντουσαν, πίνανε τους καφέδες τους, τα μεζεδάκια τους κι αυτά, κι εμείς παίζαμε, τα παιδιά, κάτω σ’ όλον αυτόν τον χώρο.
Είχε χώρους για πινγκ-πονγκ, για διάφορα και σ’ αυτό το οικοδομικό τετράγωνο συμπεριλαμβάνονται και τα ελληνικά σχολεία. Παλιά ήτανε μόνο το γυμνάσιο. Τώρα έχουν συρρικνωθεί -να το πω έτσι- γιατί πλέον το δημοτικό που πήγαινα, ας πούμε, που ήταν στη γειτονιά μου, Πρατσίκειος-Κοκκινάρειος, τα δύο δημοτικά, τα ‘χουνε πάρει.
Η σχέση των Αιγυπτίων με τους Έλληνες, πολύ αγαπησιάρικη σχέση. Που ίσως δεν ήταν έτσι με τους άλλους λαούς που είχαν έρθει, Ιταλούς, Γερμανούς, ξέρω ‘γω, Άγγλους. Με τους Έλληνες, πάρα πολύ αγαπησιάρικη σχέση. Κι εμείς, δηλαδή, είχαμε, δεν ξέρω, ένιωθα ότι οι Έλληνες δεν νιώθανε, δε συμπεριφερόντουσαν υπεροπτικά, ίσως το κάνανε οι άλλοι αυτό. Κι αυτό δημιουργούσε μία ζεστή κι όμορφη σχέση μεταξύ και των γυναικών γειτόνων και των ανδρών. Μαθαίνανε τη γλώσσα μας. Μπαίνανε στα σπίτια μας, στις δουλειές μας και μαθαίνανε τη γλώσσα και δε χάνουν ευκαιρία, έτσι, να το δείξουνε, που δείχνει συμπάθεια αυτό το πράγμα και καλή σχέση. Όλα ήτανε έντονα κι όμορφα, όλα αυτά που έχω αναφέρει και πολλά, αυτά που κάναμε, ήταν πάρα πολύ όμορφα.
Στην Αλεξάνδρεια όταν ερχόταν ένα καινούριο παιδί στο σχολείο, στο γυμνάσιο τότε που ήμουνα, Β’ γυμνασίου, στο Αβερώφειο, ερχόταν η γυμνασιάρχης με το παιδί, έμπαινε στην τάξη, μας το σύστηνε, το αποδεχόμασταν, το καλωσορίζαμε… Εκεί είμαστε είκοσι παιδιά στην τάξη ήδη τότε, είκοσι πέντε. Αίθουσες μεγάλες, με τεράστια παράθυρα, μεγάλα. Νεοκλασικό κτίριο, καταπληκτικό. Εκ των υστέρων το βλέπω και λέω τι λες, εκεί μέσα έμπαινα; Όταν έμπαινα, δεν το συνειδητοποιούσα. Δηλαδή είναι κάπως σαν τα κτίρια του Αρσακείου και βάλε.
Όλα ελληνικά. Ακριβώς το πρόγραμμα που ίσχυε κι εδώ, το ίδιο. Με καθηγητές που ερχόντουσαν, διορισμένοι από το Υπουργείο Παιδείας εδώ. Όμως κάναμε υποχρεωτικά κάθε μέρα δύο ώρες τα αραβικά. Δύο ώρες, δύο ώρες εννοώ διδασκαλικές ώρες. Εκτός Παρασκευής, που είναι αργία για τους μουσουλμάνους.
Είχανε τους καλύτερους κινηματογράφους και τις ταινίες της πρώτης προβολής, δεν το συζητώ. Κινηματογράφοι που υπήρχαν τότε στην Αλεξάνδρεια ήτανε, τι να πω τώρα; Ούτε το Παλλάς δεν είναι έτσι τώρα. Το λέω γιατί το ‘χω σκεφτεί πολλές φορές. Είναι, ήταν καταπληκτικές αίθουσες, φτιαγμένες από όλους τους ξένους που λέω, με βελούδινες καρέκλες. Κι εμείς πηγαίναμε τα Σάββατα, δηλαδή εντάξει, ως εκεί στα δώδεκα, γυμνασιοκόριτσο πια, πηγαίναμε.
Μας πηγαίνανε οι γονείς μας, μας αφήναν στο σινεμά κι ήταν απ’ έξω να μας πάρουνε. Πηγαίναμε μεγάλες παρέες, πηγαίναμε παρέα και πιο πολύ βέβαια διασκεδάζαμε μεταξύ μας, παρά παρακολουθούσαμε την ταινία. Σινεμά, πολύ σινεμά.
Πάρτι γινόντουσαν, πάρτι πάρα πολλά κάναμε μεταξύ μας, γενέθλια και τέτοια. Θέατρο ερχόντουσαν από την Ελλάδα πολλές φορές παραστάσεις, ερχόντουσαν θίασοι ελληνικοί και δίναν παραστάσεις. Κι υπήρχαν και πάρα πολλά κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια με μουσική, με χορό, υπήρχαν πάρα πολλά. Στα οποία πηγαίνανε κυρίως οι Ευρωπαίοι, βέβαια. Δηλαδή οι Αιγύπτιοι δεν πηγαίνανε σ’ αυτά, ήτανε για τους Ευρωπαίους. Αλλά καταπληκτικές αίθουσες, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης δηλαδή, όπως θα υπήρχαν αντίστοιχα στο Παρίσι, στη Ρώμη και τέτοια, τέτοιου τύπου, δηλαδή.
Αυτά τα κατάλαβα αργότερα. Γιατί όταν τα ζεις δεν καταλαβαίνεις, ας πούμε, τι σου φαίνονται ότι έτσι είναι παντού οι χώροι διασκέδασης, τα σινεμά και τα θέατρα, ότι έτσι είναι παντού. Όταν ήρθα στην Ελλάδα κατάλαβα ότι δεν είναι έτσι παντού. Αλλά σιγά-σιγά πάλι, μεγαλώνοντας, τα βλέπεις.
Κι οι Έλληνες, όπως είπα, είχανε καλές θέσεις, οπότε είχανε αρκετά χρήματα. Περνούσαν καλά. Οπότε σ’ αυτήν την κατηγορία ήμαστε κι εμείς. Κι είχαμε -γελάμε- οι περισσότερες είχαν κάποιο όνομα τέλος πάντων, τη «Φάτμα», τη «Φατχαΐα», έτσι ήταν τα ονόματα. Θυμάμαι εγώ δυο-τρεις που ερχόντουσαν, γιατί τις κρατούσαμε, ήταν πάρα πολλά χρόνια μαζί μας κι ήτανε μέλη της οικογένειας. Κι αυτό, εκεί το στηρίζω κι αυτό που λέω, ότι είχαμε αγαπησιάρικη σχέση. Γιατί γινόντουσαν μέλη της οικογένειας.
Δηλαδή δε νομίζω, το ένιωθα κι εγώ σαν παιδί, το έβλεπα ότι τους φερόμαστε πολύ όμορφα, πολύ καλά, πολύ ωραία. Δεν τους φερόμασταν σαν να είναι δούλοι. Κι υπήρχε αυτή. Οπότε θυμάμαι τη μαμά μου ασχολιόταν με το μαγείρεμα, μαγείρεμα το έκανε εκείνη. Κάποια -δεν ξέρω, τώρα δεν έδινα και σημασία- αλλά τα βασικά πράγματα, το καθάρισμα, το σφουγγάρισμα, τα τέτοια, τα έκανε η Φατχαΐα ή η Φάτμα ή όποια είχαμε εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό προσπαθούσαν να με πείσουν να στρώνω το κρεβάτι μου, να με μάθουνε εμένα, εντάξει.
Οι νέες κοπέλες όλες κυκλοφορούσανε, τότε που είχε έρθει και το μίνι κι η μόδα αυτή, μακιγιαρισμένες, με τα ρουχαλάκια τους τα μοντέρνα κι αυτά, μες στη μόδα, όλες. Μόνο κάποιες μεγαλύτερες φορούσαν όλη αυτή τη «μελάια» την λέγαμε. Αυτό το μαύρο το ένδυμα. Αλλά δεν φορούσαν μπούρκα όμως. Το πρόσωπο ήταν έξω. Το κεφάλι και το σώμα καλυπτόταν, το πρόσωπο ήταν έξω.
Γυρνώντας από το σχολείο, επειδή μπορεί να είχα κάποιο χαρτζιλίκι στη, δηλαδή αυτό που λέμε κάνα-δύο δραχμές, γρόσια είχαμε εκεί. Αυτό που έκανα γυρνώντας από το σχολείο ήτανε δύο πράγματα: ή πήγαινα σ’ ένα, στο γαλακτοπωλείο, που είχε πολλά στη γειτονιά, κι έπαιρνα ένα ποτήρι κρύο γάλα. Τρελαινόμουνα! Γιατί ήτανε, το ‘βλεπες, το βράζανε μέσα το γάλα, κάνανε τα γιαούρτια, την κρέμα γάλακτος, έτσι. Εγώ ζητούσα ένα ποτήρι κρύο γάλα. Το πλήρωνα, ξέρω ‘γω, ένα γρόσι, το έπινα, έφευγα, πήγαινα σπίτι. Ή είχε μικρά-μικρά, έτσι, ας το πούμε, υπαίθρια, πώς είναι τα λουκουματζίδικα;
Που κάνουν λουκουμάδες στον δρόμο, ας πούμε, εδώ; Που τηγανίζανε φαλάφελ. Πήγαινα λοιπόν, κάνανε ένα χωνί από εφημερίδα, από περιοδικό, έτσι τα φτιάχνανε τα χωνιά, και σου έβαζε, ξέρω ‘γω, τέσσερις-πέντε φαλάφελ, καυτές, φρεσκοτηγανισμένες, με ένα γρόσι και τα έτρωγα μέχρι να πάω σπίτι. Αυτές ήταν οι «αταξίες» που έκανα.
Τι να πω, εγώ ξέρω. Όταν φύγαμε απ’ την Αλεξάνδρεια, επειδή φύγαμε βίαια, εγώ επί δεν ξέρω πόσους μήνες, έκλαιγα τα βράδια. Μέσα στα χρόνια το συναίσθημα έχει αλλάξει πολύ. Τα πρώτα χρόνια, όπως είπα, τους πρώτους μήνες, έκλαιγα. Μετά για πάρα πολλά χρόνια ονειρευόμουνα στον ύπνο μου ότι αυτή τη φορά έχω γυρίσει πίσω, δεν είναι όνειρο, το έβλεπα στον ύπνο μου ότι δεν είναι όνειρο, είναι αλήθεια. Ότι γύρισα πίσω. Ήθελα, πάρα πολύ έντονη νοσταλγία να γυρίσω πίσω, πάρα πολύ.
Την πρώτη φορά που πήγα, γιατί πήγα ανά εικοσαετία, δηλαδή φύγαμε το ‘70, πήγα το ‘90 και το 2010. Την πρώτη φορά που πήγα, το ‘90, ήμουνα φορτισμένη, συγκινημένη, πάρα πολύ. Δηλαδή μόλις αντίκρισα το σπίτι μου, κατέρρευσα. Και τώρα συγκινούμαι που θυμάμαι το συναίσθημα. Και παντού όπου πήγαινα, στο σχολείο που πήγαινα…
Ηρέμησα λίγο, δεν έβλεπα αυτά τα όνειρα μετά. Όταν ξαναπήγα το ‘10 ηρέμησα ακόμα πιο πολύ. Δηλαδή τώρα πολύ σπάνια θα ονειρευτώ ότι είμαι εκεί. Νιώθω μια νοσταλγία, θέλω πολύ να ξαναπάω, αλλά όχι τόσο πολύ όσο ένιωθα τα πρώτα δέκα χρόνια, ας πούμε, που έφυγα.
Ίσως επειδή ό,τι έζησα τα δεκατρία χρόνια ήταν πάρα πολύ ωραία χρόνια κι ήταν τα χρόνια που είχα τη μαμά μου, γιατί μετά την έχασα στα δεκαπέντε μου. Ίσως υποσυνείδητα ένιωθα ότι είναι εκεί κι αν γυρίσω, μπορεί να είναι κι η μαμά μου εκεί. Συνειδητοποιώντας στα χρόνια ότι ούτε η μαμά μου είναι εκεί, ούτε τίποτα από αυτά που έζησα υπάρχει, όλα έχουν αλλάξει, το έχω αποδεχτεί. Και πια θα ‘θελα να πάω, αλλά εντάξει, δε νιώθω αυτό το συναίσθημα το έντονο της νοσταλγίας.