Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΙΟΛΙΤΖΗΣ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΙΟΛΙΤΖΗΣ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ
Περιγραφή
Στα Θολάρια της Αμοργού, ο τυφλός βιολιτζής του χωριού περιγράφει ιστορίες από γλέντια και παίζει αμοργιανούς σκοπούς.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου
Αφήγηση
- Νικόλας Στεφανόπουλος
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Μ. Τheol- PHOTOGRAPHY
Είμαι ο Νικόλας Στεφανόπουλος του Κωνσταντίνου και της Ειρήνης, γεννηθείς το 1941. Είμαι κατοχικός, με το κήρυγμα της Κατοχής, εγέρθηκα κι εγώ. Με πήγε ο πατέρας μου στο γυμνάσιο, στη Χώρα. Αλλά εγώ δεν έκανα χωρίς τον πατέρα μου και την ίδια μέρα, γύρισα κι ήρθα μέσα.
Με πάει στην Αθήνα, να κάτσω σ' έναν φούρνο της θείας μου. Εκεί πάλι δεν έκανα και γύρισα πίσω. Μου λέει: «Τώρα πού να σε πάω;» Εγώ του λέω: «Θα πάω να γίνω τσαγκάρης». Πήγε στη Λαγκάδα και βρήκε ένα μάστορα, δέχτηκε να πάω. Μάθαινα για παπούτσια, όλη μέρα δούλευα, και το βράδυ, τ' απόγευμα, με μάθαινε βιολί.
Αυτή η δουλειά εκράτησε, για να μάθω βιολί και ξέρω 'γω, επί τέσσερα-πέντε χρόνια πηγαινοερχόμουν στη Λαγκάδα. Δούλευα το τσαγκαράδικό μου, τέλος πάντων, κι ό,τι άλλη δουλειά κι είχα και δυο-τρία κατσίκια, είχα και τον μπαξέ μου, είχα και μία βάρκα, πήγαινα στο ψάρεμα... Με αυτά ζούσαμε. Ναι.
Αλλά 'πάθαν τα μάτια μου, είχα γλαύκωμα, κι έτσι τώρα τα παράτησα όλα και κάθομαι στο σπίτι. Το βιολί εντάξει, παίζω, αλλά δε βλέπω τίποτα, μόνο που παίζω. Γιατί τόσα χρόνια παίζω, τα δάχτυλα πάνε τώρα μονάχα.
Τα γλέντια; Τότε; Αν κι ο κόσμος ήτανε φτωχός, τα γλέντια ήτανε τακτικά, τακτικότατα. Πότε στα καφενεία, πότε σε Αποκριές, πότε στην πανήγυρη, στο ένα χωριό, στο άλλο, τέλος πάντων... Δεν ήμουνα εγώ μονάχος, είχε κι άλλους. Όποιος ήθελε έπαιρνε εμένα, όποιος ήθελε έπαιρνε άλλους. Άρχησα από δεκαέξι χρονών κι είμαι ογδόντα.
Πρώτα εμείς εδώ που παίζαμε στα μαγαζιά, μα Αποκριές ήτανε, μα όποτε και να ‘τανε, αφού φεύγανε οι ανθρώποι πια, ήτανε ξημερώματα, εμείς θα βγαίναμε βόλτα στο χωριό, μαντινάδες στα κορίτσια. Όπου αγαπούσε κάνεις, πηγαίναμε και τραγουδούσαμε απ' έξω από το σπίτι.
Αν τον θέλανε, καλώς. Αλλιώς, ούτε ανοίγανε και μπορούσαν να μας βρέξουν κιόλας! Γεγονός! Άλλοι πετούσαν πέτρες! Αλλά άμα θέλανε, ανοίγαν κι οι πόρτες και κερνούσανε, βέβαια.
«Από την πόρτα σου περνώ κι από τη γειτονιά σου,
να δω τί απεφάσισε για μένα η καρδιά σου.
Έβγα στο παραθύρι, κρυφά απ' τη μάνα σου
και πες πως θα μιλήσεις στη φιλενάδα σου.»
Εγώ πήγα στην Λαγκάδα κάποια φορά και βγήκαμε βόλτα, μαντινάδα. Σε δυο σπίτια τραγούδησα κι οι δυο παντρευτήκανε!
Το γλέντι βαστούσε δύο μέρες, να ξέρεις, ε; Διήμερο το γλέντι. Απόγευμα πήγαιναν να παντρευτούνε κι όλη νύχτα φαγητό και μετά γλέντι μέχρι το πρωί. Μέχρι ό,τι ώρα πήγαινε. Την πρώτη ημέρα το τραπέζωμα ήτανε πατατάτο κι ό,τι άλλο είχανε. Την άλλη μέρα όμως, ήταν ο πατσάς. Και τότε επερίμενε ο παπάς να πάει να κάμει τον αγιασμό, για να κοιμηθεί το αντρόγυνο.
Έλα τώρα, να τα πω όπως πρέπει; Όταν η νύφη ήταν εντάξει, η τιμή της φαινόταν στο σεντόνι το πρωί. Κι έπρεπε να πάνε τα πεθερικά να δούνε. Αν ήταν εντάξει, το γλέντι την άλλη μέρα, έβραζε! Αν δεν ήτανε… Καλά ήτονε, μέχρι εκεί. Έκοβε τελείως. Πρώτα-πρώτα αν ήτανε, θε να πέσει τουφεκιά. Η τουφεκιά ήτανε σημάδι ότι η νύφη ήταν εντάξει. Και τότε πηγαίναμε με τα όργανα στο σπίτι στο νυφικό. Αμέ! Τώρα είναι αυτά ξεπερασμένα πια...
Είναι ο πολίτικος. Αυτός είναι πολύ, πολύ σεμνός χορός. Και χορεύεται και με ηλικιωμένους. Είναι αργός χορός που χορεύουνε κι ηλικιωμένοι. Λεβέντικος χορός, ωραίος. Κάποια φορά επαίζαμε πίσω στου χορευτή και σηκώνονται τρεις γιαγιάδες απάνω. Ακόμα μέσα στη μνήμη μου, μέσα στο βλέμμα μου έχει μείνει το βήμα τους! Κι οι τρεις γυναίκες, με ένα βήμα. Τέτοια λεβεντιά δεν την έχω ξαναδεί! Έχω δει πολλούς καλούς χορευτάδες. Σαν αυτές τις γιαγιάδες εδώ, δεν μπορώ να σου πω...
«Θα πάω εκεί στην Αραπιά, γιαχαμπίμπι.
Να βρω μιαν Αραπίνα, ναζιάρα και τσαχπίνα.
Να τη ρωτήσω να μου πει, γιαχαμπίμπι.
Πώς γίνεται η αγάπη, με τα δικά μου πάθη.
Από τα χείλη ξεκινά, γιαχαμπίμπι.
Και στην καρδιά πηγαίνει, ριζώνει μα δε βγαίνει.»
Αυτό ήτανε!