Γεννήθηκα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της κεντρικής Ελλάδος. Μεγάλωσα κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, από μια μεσοαστική θα έλεγα οικογένεια. Γενικά είχα μια ήσυχη, νορμάλ εφηβική ζωή. Μου άρεσε να ασχολούμαι και με τον αθλητισμό, με πάσης φύσεως παιχνίδια, όπως όλα τα μικρά παιδιά θα έλεγα. Mέσα από αυτά τα παιχνίδια εκείνα τα χρόνια θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη μου ενασχόληση, τα πρώτα μου σκιρτήματα με το κέρδος κάποιων παιχνιδιών θα έλεγα.
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ήταν οι σβώλοι. Οι σβώλοι κερδίζοντας, παίζοντας ομαδικά, κερδίζοντας ή χάνοντας τα ίδια αντικείμενα του παιχνιδιού. Θα ήταν η πρώτη μου ενασχόληση θα έλεγα μ’ ένα είδος τζόγου, μ’ ένα είδος κέρδους. Και το δεύτερο πράγμα που μου αποτυπώθηκε έντονα στο μυαλό μου, η δεύτερη μου επαφή θα έλεγα με το τζόγο, ήτανε όταν για πρώτη φορά, 6-7 χρονών ίσως, έπαιξα μια απλή κολτσίνα - τη λέγαμε - με τη γιαγιά μου.
Είναι πολύ σημαντικό πράγμα για ένα παιδί το οποίο είναι μικρό σε ηλικία να νιώθει ξαφνικά πρωτόγνωρα συναισθήματα όταν νικάει κάποιον. Είναι ένα αίσθημα ευφορίας, ένα αίσθημα δέους θα έλεγα κι απέναντι στον εαυτό του. Ξαφνικά νομίζει το ίδιο, αισθάνεται το ίδιο ότι μπαίνει σ’ ένα διαφορετικό κόσμο, σ’ ένα κόσμο μεγάλο και κάνει κάτι το οποίο του δίνει άλλη υπόσταση. Το κέρδος οποιοδήποτε κι αν είναι το αντικείμενο, είτε είναι ένα παιχνίδι, είτε ένας σβώλος, νικώντας κάποιον άλλο, αυτό το συναίσθημα είναι πρωτόγνωρο.
Και θα είναι αυτό που θα αναζητάει μια ολόκληρη ζωή, να ξανανιώσει το ίδιο πράγμα. Το έκανε μια φορά; Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Κέρδισες μια φορά κάποιους σβώλους; Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Κέρδισες μια φορά χρήματα; Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Όσες φορές κι αν χάσεις μετά, είσαι σίγουρος, είσαι πεπεισμένος, το ένιωσες, το είδες, ήταν χειροπιαστό. Μπορώ να το ξανακάνω. Μπορώ να πάρω πίσω τα χαμένα μου. Μπορώ να ξανανιώσω τα ίδια συναισθήματα, άρα προχωράς, μπαίνεις σ’ αυτή τη διαδικασία.
Μεγαλώνοντας μπαίνεις σε μια διαδικασία φυσικά με τα χρήματα, είτε στη δουλειά σου, ή αποκτώντας κάποια χρήματα, έχοντας κάποια χρήματα.
Τότε επιτρέπανε την είσοδο στο καζίνο από μία ηλικία και έπειτα. Ξαφνικά μπαίνεις, ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεις έναν άλλο κόσμο. Παχιά μοκέτα. Όμορφος κόσμος. Όμορφα ντυμένος και τόσα τραπέζια για να παίξεις. Μπαίνεις πρώτη φορά μέσα και ξαφνικά κερδίζεις. Πας σ’ ένα τραπέζι ρουλέτας και ξαφνικά κερδίζεις. Νιώθεις τα βλέμματα, νιώθεις θαυμασμό και απορία ίσως και συναισθήματα ζήλιας όλων των άλλων χαμένων. Είσαι το επίκεντρο.
Και σίγουρα αυτή η εικόνα δεν θα αντικατασταθεί ποτέ πλέον με την καθημερινή σου απλή ρουτίνα, την οικογενειακή σου, την επαγγελματική σου. Και εκεί αρχίζει το θέμα, το πρόβλημα ουσιαστικά. Θες να το ξαναζήσεις. Θα πας στη δουλειά σου, θα δουλέψεις, το μυαλό σου θα είναι πίσω, θες τα λεφτά του ταμείου της δουλειάς σου για να τα ξαναπάρεις. Μόνος σκοπός για να δουλεύεις είναι να βρεις το χρήμα για να ξαναζήσεις αυτό το σκηνικό.
Και δεν υπάρχει ποτέ ταβάνι. Δεν υπάρχει σταματημός. Είναι για όλα τα εισοδήματα, μπορείς να το κάνεις ανά πάσα στιγμή είτε σε μαγαζιά, είτε διοργανώνοντας σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα μέρος οπουδήποτε. Υπάρχουν οι λέσχες. Υπάρχουν τα τραπέζια. Είναι παντού. Όσο μεγαλύτερη ενασχόληση μ’ αυτό τόσο μεγαλύτερος εθισμός. Τα συναισθήματα της νίκης και της ήττας στον τζόγο μάλλον μοιάζουν μ’ ένα σύνδρομο μανιοκατάθλιψης. Είναι up, είναι down, είναι ακραία, είναι αντίθετα, εναλλάσσονται πολύ γρήγορα, μέσα στην ίδια βραδιά. Μπορεί να σε πάνε από την κόλαση στον παράδεισο μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Και όλα τ’ άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Η καθημερινότητα είναι φλατ. Μοιάζει πλέον σχεδόν αδιάφορη. Η ίδια σου η οικογένεια, οι φίλοι σου, οι γονείς σου, η αδελφή σου, τα παιδιά σου, δε θα σου προσφέρουν τέτοιες συγκινήσεις. Και μάλιστα με τον καιρό νιώθεις εγκλωβισμένος σ’ αυτά. Όταν χάνεις, νιώθεις απογοήτευση. Μερικές φορές νιώθεις και ταπείνωση, θλίψη. Βέβαια τις περισσότερες φορές λες θα ρεφάρω, δεν γίνεται να το αφήσω έτσι, θα πάω να τα πάρω πίσω. Δεν γίνεται να νιώσω έτσι. Και αυτό είναι η συνέχεια που κυνηγάς.
Αρχίζουμε και κάνουμε περίεργους συνειρμούς στο μυαλό μας. Λες πόσες φορές στατιστικά θα μου γυρνάει η τύχη την πλάτη. Θα χάσω 9 φορές; Θα κερδίσω 10. Αυτή τη 10η φορά θα τα πάρω πίσω όλα. Θα πάρω πίσω τα χαμένα. Θα δικαιωθώ απέναντι στον εαυτό μου, στην γυναίκα μου, στα παιδιά μου, στους συναδέλφους μου, στους φίλους μου που με λέγανε φύγε. Εγώ τους αποδεικνύω όμως ότι μπορώ να το κάνω, μπορώ να γλιτώσω, μπορώ να κερδίσω, μπορώ να ρεφάρω.
Και αισθάνεσαι κάτι περισσότερο από μεγαλοπρέπεια, διότι απέναντι ξέρεις ότι πάντα έχεις και τον παράγοντα τύχη. Πολλές φορές αισθάνεσαι ότι ελέγχεις και αυτόν τον παράγοντα. Και αυτό το συναίσθημα είναι θεϊκό. Είναι μοναδικό. Γίνεσαι εσύ ο ίδιος Θεός. Ξέρεις ότι οι αντίπαλοί σου είναι υποχείρια σου. Είναι τα παιχνιδάκια σου, είναι τα πιόνια σου. Και αυτό το συναίσθημα μάλλον είναι πολύ μεγαλύτερο από την ευφορία του πρόσκαιρου κέρδους της μιας νύχτας. Είναι αυτό που σου λέει ότι μπορείς να παίξεις με το μυαλό του άλλου. Και κάτι πολύ περισσότερο, είσαι ο αφέντης του άλλου. Τα οικονομικά του, η δουλειά του, το ταμείο του, η οικογένειά του, εξαρτώνται από σένα.
Κατά κάποιο τρόπο μέχρι τα 45 μου, σχεδόν 40 χρόνια. Απ’ την πρώτη φορά που αισθάνθηκα αυτό το αίσθημα που ασχολήθηκα με τα παιδικά παιχνίδια, 40 χρόνια λειτουργούσα μ’ αυτό τον τρόπο. Με καζίνο, γυρνώντας από χωριό σε χωριό, από καφενείο σε καφενείο, βρίσκοντας παρέες, παίζοντας με αγνώστους εντελώς. Με την κάθε ευκαιρία.
Δεν καταλαβαίνεις πως περνάει η μέρα, δεν καταλαβαίνεις πως περνάει η βδομάδα, δεν καταλαβαίνεις πως περνάει ο μήνας… Κάποτε λοιπόν ξυπνάς ένα πρωί, πρέπει να το δεις αυτό, και να πεις στοπ. Ναι, ήταν η νύχτα που άλλαξε τον εαυτό μου.
Ένα βράδυ παίζοντας σ’ ένα χωριό, σ’ ένα καφενείο είχα πέντε οικογενειάρχες ανθρώπους οι οποίοι ήτανε καθημερινοί άνθρωποι, με απλά καθημερινά εισοδήματα. Ήταν η τρίτη φορά που τους κέρδιζα. Άγνωστοι μέχρι πρότινος, ήταν η τρίτη φορά που κέρδιζα και τους πέντε, στην πόκα. Και φύγαν κυριολεκτικά με άδειες τσέπες. Φύγανε στις 8 το πρωί από τις 7 η ώρα την προηγούμενη βραδιά που καθίσαμε στο τραπέζι και φύγανε, έχοντας, χωρίς ούτε ένα ευρώ. Αυτός ήταν ο σκοπός μου.
Ένας εξ αυτών ο οποίος ήτανε μισθωτός και είχε δανειστεί την τρίτη φορά για να έρθει να παίξει, γιατί έπρεπε να πληρώσει, εκ των υστέρων το έμαθα αυτό, κάποιους λογαριασμούς και φυσικά έπρεπε να ρεφάρει και να πάρει το εισόδημα πίσω στο σπίτι του, μου ζήτησε μια χάρη. Πέντε ευρώ για να πάει τώρα που ήταν πρωί στο σπίτι του ένα γάλα και μια τυρόπιτα, αν θυμάμαι καλά, για το παιδί του, να πάει στο σχολείο.
Με είχε συνεπάρει τόσο πολύ η εξουσία και το αίσθημα της νίκης που του είπα ότι τα λεφτά που χάνονται στα χαρτιά δεν επιστρέφονται ποτέ. Θα πας όπως αυτή τη στιγμή φεύγεις, χωρίς ένα ευρώ στην τσέπη σου.
Αυτό όμως όταν πήγα στο σπίτι μου και είδα, δεν ξέρω, κάπως πιο καθαρά, είδα λίγο τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα: «Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος». Δεν μεγάλωσα έτσι. Αυτό είναι αυτό που με έκανε ο τζόγος. Είναι αυτό που με έκανε η μέθη της νίκης.
Και εκεί ήταν το πρώτο έναυσμα να με κάνει να αναρωτηθώ που πάω. Ταυτόχρονα άρχισα να δίνω περιθώρια στις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους. Και έτσι γνώρισα τη γυναίκα μου, δίνοντάς της όρκο ότι δεν θα ξαναπιάσω ποτέ χαρτί στα χέρια μου και δεν θα ασχοληθώ ξανά με τον τζόγο. Το ‘κάνα. Η στιγμή, η κομβική στιγμή ήταν όταν κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και μίσησα τον εαυτό μου. Αυτό ήταν το έναυσμα.
Γιατί υπάρχει πολύ πόνος, όπως τον ένιωσα εγώ τον πόνο ξέρω ότι πραγματικά συνειδητοποίησα τι πόνο προκάλεσα. Και για έναν άντρα, για έναν παίκτη ειδικά γενικά αυτό είναι ολοκληρωτική ταπείνωση. Είναι αποκαθήλωση απ’ αυτό τον κόσμο. Σου έχει πάρει τα λεφτά σου, σου έχει πάρει την αξιοπρέπειά σου, σ’ εκβιάζει ψυχολογικά, σε πονάει, είναι μαρτυρικό. Εκεί λοιπόν πρέπει να αποφασίσεις αν είσαι δήμιος ή όχι. Τα καζίνο είναι. Οι άνθρωποι είναι; Ο καθένας μας;
Κατά κάποιο τρόπο η εξουσία που είχα απέναντι στους ανθρώπους με τον τρόπο που είχα στο τζόγο αντικαταστάθηκε με την ευθύνη που έχω απέναντι πλέον στους ανθρώπους. Το οποίο είναι εξίσου δυνατό συναίσθημα και σε κάνει να πιστεύεις και να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους ίσως και σ’ ένα άλλο επίπεδο.
Δεν χρειάζεται να περάσουμε από τέτοια μονοπάτια. Θα προσπαθήσω να μάθω στα παιδιά μου τις παγίδες, αλλά είναι τρομερά επικίνδυνο. Έχω δει ανθρώπους να γλιτώνουν από εθισμό στα ναρκωτικά. Περισσότερους από τα ναρκωτικά παρά από το τζόγο.
Ο τζόγος έχει ξεφύγει απ’ τα στενά πλαίσια ενός καζίνο. Υπάρχουν αυτοκτονίες γύρω μας οι οποίες έχουν να κάνουν με το τζόγο, άσχετα αν δημοσιοποιούνται οι λόγοι, αν γίνονται γνωστοί, οι οποίες έχουν να κάνουν με τζόγο. Γιατί πλέον ο τζόγος είναι σ’ ένα κινητό του καθενός, με τον ηλεκτρονικό τζόγο. Είναι απίστευτο το ποσοστό ανθρώπων οι οποίοι είναι εξαρτώμενοι καθημερινά μέσα σ’ ένα κινητό και παίζουν και το μόνο που τους απασχολεί είναι αυτό.
Είναι λίγο δύσκολο να βγούμε μόνοι μας. Χρειάζεται μερικές φορές και τύχη. Χρειάζεται timing, δηλαδή χρειάζεται πραγματικά ένας άνθρωπος δίπλα μας. Πολλές φορές τους έχουμε και τους χάνουμε, δεν τους δίνουμε σημασία. Πρέπει να αφήσεις το παράθυρο ανοιχτό για να μπει ένας άνθρωπος στη ζωή σου και να προσπαθήσει να σε αλλάξει. Ας μην είμαστε τόσο εγωιστές, ας σκεφτούμε και τους άλλους. Αν υπάρχει μία ελπίδα πιστεύω ότι έχει να κάνει μ’ αυτό το συναίσθημα. Ότι μπορούμε να δώσουμε αγάπη, ευτυχία στους άλλους.