Εγώ γεννήθηκα το 1980, η μητέρα μου είχε έναν αδερφό ο οποίος είχε αρρωστήσει με ψυχοπάθεια αρκετά χρόνια πριν. Έκανε κάποιες απόπειρες αυτοκτονίας μες στο σπίτι. Η τελευταία που έκανε ήταν όταν πρωτο-πήγε στο ψυχιατρείο που και σε εκείνη τα κατάφερε. Επειδή είχαμε γεννηθεί την ίδια μέρα, τελείως τυχαία, κάποιος γιατρός πάνω στην ιστορία είχε πει στη μητέρα μου ότι αυτό είναι κληρονομικό, η ψυχοπάθεια τέλος πάντων κι ότι υπάρχει και περίπτωση να επηρεάσει και εμένα, με το αποτέλεσμα να δημιουργήσει στη μητέρα μου έναν φόβο. Οπότε μέσα στο σπίτι μου υπάρχει μία στεναχώρια και μία δυστυχία, η οποία δεν έπρεπε να μου μεταφερθεί, με τίποτα.
Τα παιδικά μου χρόνια εντάξει, όπως όλα τα παιδιά στο χωριό πολύ όμορφα. Αλητεία, έξω βόλτες… ποδόσφαιρο έπαιζα πάρα πολύ. Κάποια στιγμή με κάποιους φίλους, ας πούμε, κάποιος έφερε απ’ τον πατέρα του ένα τσιγάρο μαύρο και ήπιαμε. Τίποτα, μέσα σε μία εβδομάδα από κει ξέρω εγώ που ήμουν ένα παιδάκι καλό στα μαθήματα, συμπαθητικό και τέλος πάντων με πράγματα να κάνω, μέσα σε μία εβδομάδα βρέθηκα με αρκετά διαφορετικές παρέες και τελείως διαφορετικό πλάνο.
Σταμάτησα να κάνω πράγματα τελείως. Δηλαδή ξαφνικά άρχισα να μένω, κάναμε βλακείες… Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πηγαίναμε σχολείο με το μπουκαλάκι το κονιάκ. Φεύγαμε, στο διάλειμμα φεύγαμε τρέχοντας και πηγαίναμε σπίτι ξέρω γω και πίναμε κάνα τσιγάρο. Για λίγα χρόνια ήτανε καλά.
Κάποιο καλοκαίρι, με κάποιους Αθηναίους, τέλος πάντων, που κάναμε παρέα, άρχισα να πίνω ηρωίνη, δηλαδή πολύ νωρίς, πριν φύγω απ’ το χωριό. Ένας φίλος μου, μου λέει: «Ξέρω μία πάρα πολύ ωραία σχολή στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει: «είναι η καλύτερη και εγώ εκεί θα πάω, μάγειρας».
Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε μαύρο. Υπήρχαν όλα τα άλλα ναρκωτικά εκτός από μαύρο. Ήμουνα ο μόνος από την παρέα που όταν ξεμένουμε ρε παιδί μου, μπορούσα να πάω στους γύφτους, ας πούμε, γιατί οι άλλοι φοβόντουσαν, πιο πολύ. Οπότε ήμουν κάπως βασιλιάς. Ήμουνα ο… έκανα ότι ήθελα, ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες. Είχα πάρα πολλά λεφτά, με είχαν όλοι σε πολύ εκτίμηση. Άρχισα να μπλέκω μ’ ένα τέτοιο σχέδιο και ταυτόχρονα πήγαινα στην Αθήνα και έπινα κι ηρωίνη, αρκετά συχνά, μπορεί και κάθε εβδομάδα.
Έχω κατέβει στην Αθήνα να πάρω μισό κιλό. «Τι να κάνω τώρα», λέω, «με αυτό ρε παιδί μου;» Πού να κρύψεις τώρα μισό κιλό, δεν κρύβεται. ΟΚ λέω. Είχα μία μπλούζα με κουκούλα. Την βάζω μέσα στη μεγάλη τσέπη της μπλούζας με κουκούλα ούτως ώστε ότι αν μπορέσω να κάνω κάτι να το πετάξω, τουλάχιστον. Ανεβαίνω στον Σταθμό Λαρίσης για να φύγω. Ένας αξιωματικός υπηρεσίας με έναν πάλι με καπελάκι. «Σταμάτα», μου λέει. «Ναι». «Άνοιξε την τσάντα σου». Ανοίγω την τσάντα μου. Μου λέει: «Φίλε ψάχνουμε για όπλα, ναρκωτικά. Έχεις τίποτα τέτοια μαζί σου;»
Εγώ τότε το μαλλί μου ήταν μοϊκανό, δηλαδή εδώ πέρα, σχεδόν μοϊκανό. Μία μπλούζα με μία φούντα μπροστά. Τι να του πω του ανθρώπου; Του λέω: «Κοίταξε φίλε μου, πίνω κάνα τσιγάρο αλλά τι είμαι μαλάκας με πάρουν μαζί μου στο τέτοια και να…» «Είσαι μάγκας και λες την αλήθεια», λέει. «Φύγε». Και του λέει ο άλλος: «Ψάξ’ τον ρε, δεν βλέπεις τη φάτσα του πώς είναι». «Όχι, γιατί είναι μάγκας και λέει την αλήθεια, άσ’ τον». Μπαίνω μες στο τρένο, ένιωθα τελείως σοκαρισμένος. Για τρεις μέρες με ρώταγαν τι έχεις και δεν μπορούσα να απαντήσω. Ήμουν τόσο σοκαρισμένος που δεν μπορούσα ούτε καν να μιλήσω ας πούμε.
Μετά έμπλεξα με τα πάρτι. Μπουκώναμε χάπια σαν τρελοί και τα λοιπά κτλ. Εκεί το έχασα τελείως το μυαλό μου, μετά από κάποια πάρτι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να προσπαθώ να συντονιστώ με τις κουβέντες των άλλων… αλλού γι’ αλλού, ας πούμε.
Έρχεται ένας φίλος, ο αυτός που έσπρωχνε απ’ το σπίτι μου τέλος πάντων ηρωίνη και μας έδινε και εμάς. Πάρα πολύ κακός άνθρωπος. Έχει κάνει πάρα πολύ κακά πράγματα, μπροστά μου, με μία σύριγγα με υγρό LSD. Μου λέει: «Θα το αφήσω σπίτι σου γιατί άμα το πάρω με τη σύριγγα θα χυθεί στο δρόμο». «Άμα το αφήσεις», του λέω «θα το πιώ όλο». «Ρε, τι θα πιείς όλο; Ξέρεις τι είναι αυτό;» Και μου ρίχνει πέντε σταγόνες που είναι τεράστια ποσότητα. Φεύγει αυτός, τώρα εγώ λέω: «Για να μου έριξε πέντε σταγόνες, ε θα πιω και εγώ άλλες πέντε, δεν είναι τίποτα». Μέσα σε μία ώρα έχω πιει δεκαεφτά σταγόνες. Τεράστια ποσότητα!
Με βρήκανε στο Χαριλάου, που είναι σχεδόν η άλλη άκρη της Θεσσαλονίκης, να προσπαθώ να περάσω μέσα από… ήταν ένα μαγαζί που έφτιαχνε πίτες και γύρους. Χαμένος τελείως. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι νόμιζα ότι με ακολουθεί μία πορεία οπαδών του Άρη και μου φώναζε: «Ήπιες πολύ, ήπιες πολύ», ξέρω εγώ και κάτι τέτοια. Μετά χάθηκα. Ούτε εγώ θυμάμαι τι έκανα, ούτε κανένας με βρήκε για τρεις μέρες.
Για τρεις-τέσσερις μήνες, σχεδόν συνέχεια, κάθε φορά που οδηγούσα, έβλεπα συνέχεια τον πατέρα μου, την μάνα μου, την αδερφή μου να πέφτουν πάνω μου με μηχανάκια έτσι. Αλλά μιλάμε τώρα καρέ. Εννοείται ότι εκεί πέρα θέλεις πολύ πρεζοθεραπεία για να μπορέσεις τουλάχιστον να κουλάρεις και να είσαι στο… να μπορέσεις να συνεννοηθείς, να μη σε πάρουνε χαμπάρι οι υπόλοιποι, τι γίνεται.
Έπινα, εννοείται, και πάρα πολύ. Ηρωίνη, τώρα δηλαδή έχουν τελειώσει όλα τα υπόλοιπα. Και σε κάποια φάση, μου είχε ζητήσει ένας φίλος κάτι εισιτήρια του Ολυμπιακού τέλος πάντων. «Δεν πάμε πρώτα από Ομόνοια -μου λέει- να γίνουμε και μετά να πάρουμε τα εισιτήρια;» Του λέω: «Ναι». Και εκεί μας πιάνουνε.
Βγήκα από τα κρατητήρια, μου λέει η μάνα μου, τη βλέπω κάπως τη μάνα μου εντάξει, ξέρω ‘γω, σε μια χαρούμενη φάση. Της λέω: «Μάνα μην είσαι χαρούμενη γιατί το θέμα δεν είναι ότι με πιάσανε με είκοσι χάπια που δεν ήταν και δικά μου στην τελική. Το θέμα είναι ότι πίνω πρέζα και δεν μπορώ να σταματήσω». «Κοίτα», μου λέει, «ο πατέρας σου κι η αδερφή σου εντάξει, έχουν τη δικιά τους ζωή μου λέει εγώ κι εσύ το ξέρεις ότι αν συνεχίσεις θα τρελαθούμε. Αν θες, συνέχισε». Κι έτσι πήρα την απόφαση να πάω σε κλειστά προγράμματα.
Το πρώτο ήταν τελείως χάλια. Δηλαδή μιλάμε τώρα για ανθρώπους οι οποίοι είχανε την σύριγγα ας πούμε στο τσαντάκι και μας κάνανε κήρυγμα πως θα μείνουμε καθαροί. Για τέτοιες καταστάσεις. Κάθε βράδυ ενώ απαγορευόταν το αλκοόλ γινόταν εκεί πέρα χαμός. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, μία φορά σε εκείνη την κοινότητα είχε πάει κάποιος με μία κοπέλα, το οποίο απαγορεύεται εννοείται να έχεις σεξουαλική επαφή και την έχει αφήσει έγκυο.
Κάποια στιγμή άρχισα να ξαναπίνω, έφυγα από το πρόγραμμα. Σταματήσαν να μου δίνουν λεφτά. Να μου στέλνουν λεφτά δηλαδή όλο αυτό σταμάτησε να υπάρχει. Έμενα ξέρω εγώ, μία στο πεζοδρόμιο, είχα αφήσει τα ρούχα σε έναν φίλο, μετά πήγαινα έκανα κανένα μπάνιο, καμιά φορά κοιμόμουνα σπίτι του… Είχα κοιμηθεί και σε σπηλιές με σκατά δίπλα και να προσπαθείς να καλυφθείς και να μη βρωμάει όλο κάτουρο…
Εκείνο τον καιρό είπα άποια στιγμή να κατέβω κάτω στο χωριό. Και πάω να πάρω ηρωίνη και να κατέβω κάτω. Το κράταγα στο χέρι και πάντα όταν έβλεπα μπάτσο, ξέρω ‘γω, να έρχεται καταπάνω μου το κατάπινα. Και αυτοί τσαντιζόντουσαν που τους κοροϊδεύω μπροστά στη μούρη τους και έτρωγα ξύλο δηλαδή ανελέητο. Κάποια στιγμή συμβαίνει αυτό ακριβώς. Σταματάνε κάποιοι με κάτι μηχανάκια, με ξεβρακώνουν, έτσι όπως είμαι ξεβρακωμένος με πετάνε στις λάσπες, με πατάνε κάτω, τέλος πάντων. Εγώ το έχω καταπιεί, εν τω μεταξύ. Και κατεβαίνω με το λεωφορείο προς τα κάτω. Φτάνω σπίτι. Σε κάποια φάση κοιμούνται οι γονείς μου. Πάω εγώ στην τουαλέτα, και βγαίνει και το χαρτί άθικτο. Και κάθομαι το ξεπλένω, το πίνω.
Και έτσι όπως το πίνω και έχω πέσει, τέλος πάντων, βλέπω ότι προχωράω εκεί που είναι το κτήμα μου κι είναι ένα ιγκλού από στάχυα με έναν γέρο μέσα με πολύ μακριά μούσια, ο οποίος με κοιτάει με πολλή σιχαμάρα και μου λέει: «Τι θες ρε; Lsd; Πάρε. Πρέζα; Πάρε» Και μου πετάει φύλλα ελιάς. Και εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε έτσι όπως ήμουν και λίγο ταξιδεμένος και από τα άλλα πράγματα που έπινα, λίγο σημαδιακό και άρχισα να το σκέφτομαι πολύ.
Ένας φίλος που έσπρωχνε, του λέω: «Έχεις;» «Έλα», μου λέει. Και ξεκινάω δεκαπέντε χιλιόμετρα ποδαρόδρομο να πάω να τον βρω να μου δώσει. Ταυτόχρονα εγώ, επειδή κουραζόμουνα πάρα πολύ, κάθε φορά που έβρισκα βρύση στο δρόμο έπινα νερό. Έπινα νερό, έπινα νερό γιατί κουραζόμουν πάρα πολύ. Με το που έφτασα εκεί πέρα μου λέει: «Κοίτα εγώ τι πίνω», μου βγάζει μία μυτιά έτσι πάνω σε ένα αυτοκίνητο. «Την πίνω και πάρε κι αυτό για να πιείς εσύ», μου λέει. «Αλλά μην το πιεις μου με ένεση, πιες το με τη μυτιά». «Εντάξει» του λέω. Το παίρνω τέλος πάντων. Το πίνω μυτιά, με το που το πίνω αρχίζω να ξερνάω σαν τρελός. Ποντικοφάρμακο. Και αυτό που με έσωσε ήταν ότι το στομάχι μου ήταν τίγκα στο νερό, σκασμένο απ’ το νερό. Κάθε διακόσια μέτρα ήθελα να πέσω κάτω. Από το στομάχι, τον πόνο και σχεδόν λιποθυμικά επεισόδια.
Κάποιους μήνες μετά. Μου λέει η μάνα μου: «Τι θέλεις να σου πάρω δώρο για τη γιορτή σου;» Και της λέω: «Δε μου παίρνεις έναν ζουρλομανδύα να ησυχάσεις και εσύ;» Ήταν ίσως και η πρώτη σοβαρή κουβέντα που είχα πει μετά από καιρό. Και βλέπω τη μάνα μου έτσι πάλι με αυτό έτσι να κλάψει αλλά να μην το δω και εγώ, και λέω: «Μαλάκα, πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου, να σφίξεις τα δόντια σου και να φύγεις από αυτό που είσαι».
Στη δεύτερη κλειστή προσπάθεια, εκεί αρχίσαν τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σε μια σειρά. Πάρα πολύ δύσκολο πρόγραμμα, αλλά εκεί έχω κάνει τη μεγαλύτερη δουλειά. Πριν δεν μπορούσα να καθίσω σε μία καρέκλα, δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήμουνα, άντε όταν δεν έπινα ηρωίνη που να μπορούσα να είμαι τελείως ήρεμος, ήμουν μισότρελος στην ουσία. Το πρόγραμμα το ΚΕΘΕΑ, υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό mood το οποίο σε κράταγε πλάκα, χαβαλέ. Ένιωθες σαν να πηγαίνεις πάλι σχολείο ρε. Ένα τέτοιο πράγμα. Οι θεραπευτές απλά επιβλέπουν κι επεμβαίνουν μόνο όταν χρειάζεται. Δηλαδή, αυτή η εμπειρία του να κάτσεις ενάμιση χρόνο, να ψάξεις τον εαυτό σου με σωστή καθοδήγηση και θεωρώ ότι ακόμα και άνθρωποι που δεν πίνουνε θα τους έκανε πάρα πολύ καλό να πάνε εκεί πέρα, ας πούμε.
Εγώ είχα περάσει 14-15 μήνες και ακόμα δεν είχα φύγει. Και στην τελευταία άσκηση, λίγο πριν το τέλος, μας λένε: «Ζωγραφίστε τι νομίζετε για τον εαυτό σας στη χρήση». Μετά μας λένε: «Τώρα βάλτε το στον τοίχο. Αυτός είναι, αυτός είναι που σας κατέστρεψε τη ζωή», μας λένε. «Βρίστε τον». Άμα άκουγες τι γινόταν εκεί μέσα, με το που μας είπαν αυτό το πράγμα, δεν θα μπορείς να φανταστείς τι ακουγότανε: «Και όταν πέθανε ο πατέρας σου δεν πήγες στην κηδεία!» Άλλους να τους παίρνουνε σηκωτούς. Εγώ μόνο έτρεμα, δεν μπόρεσα να μιλήσω. Έλεγα πού και πού κάτι άναρθρα, έβριζα, μόνο έτρεμα δηλαδή, δεν μπορούσα να μιλήσω. Γιατί όλοι όσοι είναι με τα ναρκωτικά φτιάχνουν ένα μύθο, ότι φταίει το κράτος, φταίει το σύστημα φταίει ο πατέρας μου, φταίει η μάνα μου, φταίει οποιοσδήποτε. Προσπαθούσε να σου δείξει ότι για όλα κάπως φταις εσύ.
Και μετά ναι, βγήκα έξω. Κατάφερα να κρατήσω σπίτι για δύο μήνες. Και δουλειά, εννοείται. Μετά γνώρισα την γυναίκα μου. Είναι απ’ την Αφρική. Της έπιασα πράγματι την κουβέντα, μιλάγαμε, στέλναμε μηνύματα… Τρίτη φορά που συναντιόμαστε, της λέω: «Θα πάμε κάπου αύριο». Φεύγουμε, τρίτο ραντεβού τώρα, μπαίνουμε μες στο αμάξι, ερχόμαστε Γαργαλιάνους. Οι δικοί μου εκείνο τον καιρό κοιμούνταν στο κτήμα. «Παπ», φάντης μπαστούνι. Παθαίνει ένα ψηλό σοκ ο πατέρας μου, μετά έρχεται και η μητέρα μου, παθαίνει κι ένα σοκ. Καθόμαστε τρώμε όλοι μαζί. «Γεια σας», «γεια σας». Μπαίνουμε μέσα στ’ αμάξι να φύγουμε. Έρχεται η μάνα μου κοντά στ’ αμάξι. Της λέω: «Κοίταξε να δεις, εγώ ή αυτή τη γυναίκα θα παντρευτώ ή δεν παντρεύομαι καμία στη ζωή μου, γεια σου». Και μπαίνω μες στ’ αμάξι και φεύγουμε.
Ε, αυτά λίγο πολύ τώρα έχω δύο παιδάκια, μία βάρκα μ’ αρέσει το ψάρεμα πολύ και πάνω από όλα η δουλειά μου, δηλαδή, λατρεύω και τη δουλειά μου. Τα παλιότερα χρόνια ήμουν σε μία φάση «α, εγώ είμαι μάγκας, αλήτης, δε θέλω να πεθάνω». Και τώρα έχω φάει ένα κλάσιμο! Ούτε να πίνω θέλω κρασί, ούτε να καπνίζω, πώς να κόψω το τσιγάρο. Θέλω να ζήσω περισσότερα χρόνια μαζί τους, ρε. Αυτό, δηλαδή το μόνο πράγμα που θέλω πλέον είναι να ζήσω πολλά χρόνια, να είμαι εκεί, έτσι, αυτό. Δε θέλω τίποτα άλλο.