Μεγάλη δύναμη ο Ολυμπιακός. Πολύς κόσμος. Μεγάλο πάθος. Λαϊκή ομάδα. Από τότε που ιδρύθηκε εκφράζει τον λαϊκό κόσμο. Εκφράζει τον αγώνα, τον άνθρωπο του μόχθου, του μεροκάματου. Ανέκαθεν. «Θυμάμαι ακόμα ήμουν παιδάκι όταν με φέρανε μες στο Καραϊσκάκη, στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα». Αυτό είναι το αγαπημένο μου σύνθημα, αυτό είναι που με εκφράζει 100%, γιατί είναι όλη μου η ζωή στην κυριολεξία.
Γεννήθηκα εδώ που βρισκόμαστε, στην Νίκαια, στην Παλιά Κοκκινιά. Εδώ μάλιστα η γειτονιά λέγεται «Άσπρα Χώματα» κι ο πατέρας μου από δω γέννημα-θρέμμα. Εγώ βέβαια είχα έρωτα με την μπάλα. Μεγάλο έρωτα με την μπάλα. Έπαιζα πολλή μπάλα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που μας έλεγε: «Πού θα παίξετε μπάλα σήμερα;», «Εδώ θα παίξουμε». Λέει: «Αν παίζετε εκεί δεν θα χτυπάτε την μπάλα σε αυτή την πράσινη σκούρα, σκουρόχρωμη, πόρτα. Ποτέ. Θα παίζετε μπάλα πιο πάνω ή κάτω». «Γιατί μπαμπά;» «Γιατί εκεί μέσα κοιμάται ο Μάρκος. Και δεν πρέπει να τον ξυπνήσει κανένας». Ο Μάρκος είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Και μία και λέμε για μπάλα, εδώ από μικρός μαθαίνεις ότι υπάρχει μία ομάδα, την ακολουθούσαν όλοι: Ο Ολυμπιακός.
Θυμάμαι τις Κυριακές, λοιπόν, όταν κανονίζανε να πάνε στο Καραϊσκάκη γιατί παίζει ο Ολυμπιακός, έπρεπε όλες οι γυναίκες να μαγειρέψουν πιο νωρίς γιατί πρέπει να φάνε η οικογένεια πιο νωρίς, γιατί ο άντρας, ο πατέρας ας πούμε, θα πάει στο γήπεδο, άρα πρέπει να φάνε πιο νωρίς για να κανονίσουν το ραντεβού τους στο καφενείο, να φύγουν, να πάνε στο γήπεδο. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όποτε έπαιζε ο Ολυμπιακός το φαγητό ήτανε πιο νωρίς πάντα τις Κυριακές.
Περίπου στα 6-7 χρόνων, πρέπει να ήμουνα, 7 χρόνων το ’74, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που με πήγε ο πατέρας μου στο γήπεδο. Δεν το ξεχνάω. Ήταν καλοκαίρι σε φιλικό παιχνίδι, και μου άρεσε πολύ, μαγεύτηκα.
Όλο το σόι του πατέρα μου, όλοι, τα αδέλφια του, τα ξαδέρφια μου, όλοι Ολυμπιακοί. Ο άλλος όμως ο θείος μου, ο Νίκος, που ασχολιόταν με την μπάλα και του άρεσε πολύ η μπάλα, ήτανε Παναθηναϊκός. Σε τι οικογένεια μπήκε!
Με παρότρυνε να γίνω Παναθηναϊκός, αλλά μου το πήγαινε λάου-λάου. Και ένα βράδυ με πήγε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κι έπαιζε Παναθηναϊκός-Προοδευτική. Θυμάμαι το παιχνίδι, 6-0 νομίζω ήρθε. Κέρδισε ο Παναθηναϊκός. Θα μπορούσα εγώ παιδί λοιπόν να παρασυρθώ και να συμπαθήσω τον Παναθηναϊκό. Με πήγε στο γήπεδο, όλο με σιγοντάριζε ο θείος. Και με πάει στα αποδυτήρια κάτω, όπως φεύγαν οι παίκτες και σταματάει τον Δομάζο. Τότε να δεις έναν παίκτη από κοντά ήταν μεγάλη υπόθεση.
Τον βλέπω κι εγώ τον Δομάζο μπροστά μου, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Και κάτι λέγανε μεταξύ τους. «Από δω ο ανιψιός μου» λέει «ο Μιχάλης», «Τι ομάδα είσαι μικρέ;», μου λέει ο Δομάζος. «Ολυμπιακός του λέω εγώ». «Όχι ρε», πετάγεται ο θείος μου, «είναι ο Δομάζος εδώ, πες του τι ομάδα θα γίνεις». Και του ξαναλέω πιο δυνατά: «Ολυμπιακός». Και γυρνάει ο Δομάζος και του λέει «Άστον αυτόν, δεν αλλάζει, ξέχνα το».
Έχω πολλές αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια και πιο μεγάλος με τον Ολυμπιακό, δεν έχανα παιχνίδι ποτέ. Πολλές αναμνήσεις, αλλά η πιο δυνατή από όλες, η πιο σημαντική και θα την ξεχάσω ποτέ, ήτανε 8 Φεβρουαρίου, εκείνη η Κυριακή 8 Φεβρουαρίου του ‘81, που παίζαμε το παιχνίδι με την ΑΕΚ.
Εγώ ήμουν τότε 13,5. Ένας φίλος ήταν ο Παναγιώτης ο Δαγιάκας. Δεν θα το ξεχάσω το όνομά του. Έρχεται εκείνη η εβδομάδα του Φλεβάρη κι είχαμε ντέρμπι με την ΑΕΚ, σημαντικό παιχνίδι. Και κανονίσαμε να πάμε, να πάμε στο γήπεδο. Θυμάμαι λοιπόν είχαμε κανονίσει, Παρασκευή τελείωσε το σχολείο, και κανονίσαμε την άλλη μέρα το Σάββατο το πρωί να κατεβούμε νωρίς στο Φάληρο, να πάμε στα εκδοτήρια τότε που ήταν της εποχής εκείνης ουρές, για να πάρουμε εισιτήριο για τη Θύρα 7. Δεν θέλαμε σε άλλη θύρα. Μόνο στη Θύρα 7.
Πήραμε τα εισιτήρια, εμείς γυρίσαμε πίσω με τον Παναγιώτη χαρούμενοι. Του λέω: «Θα κοιμηθούμε νωρίς σήμερα γιατί αύριο έχουμε τον αγώνα». Θυμάμαι το εισιτήριό μου το έβαλα στο μαξιλάρι μου, κοιμήθηκα με αυτό. Το περίμενα πώς και πώς και είχα πίστη ότι θα κερδίσουμε, θα κάνουμε καλό παιχνίδι. Και ξημερώνει Κυριακή… Όντως πάμε στο γήπεδο, πολύς κόσμος απ έξω, πολύς κόσμος έψαχνε για εισιτήριο. Πήγαμε στη Θύρα 7 με τον Παναγιώτη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος και την προσμονή πότε θα ανοίξει η καταπακτή να βγει η ερυθρόλευκη φανέλα. Και έτσι λοιπόν, όταν άνοιγε η καταπακτή κι έβλεπε, έβγαινε ο πρώτος παίκτης, ο αρχηγός του Ολυμπιακού έβγαινε πρώτος, με τη ριγωτή την ερυθρόλευκη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το συναίσθημα. Με το πού βλέπαμε την ερυθρόλευκη σηκωνόμασταν όρθιοι, πριν βγει ολόκληρος ακόμα ο ποδοσφαιριστής. Με το που φαινόταν το άσπρο και το κόκκινο, η ρίγα, όλος ο κόσμος όρθιος. Και πανηγυρίζαμε και φωνάζαμε.
Παιχνίδι φανταστικό, 6-0, τρία γκολ ο Γαλάκος, ένα ο Βαμβακούλας, ένα ο Νικολούδης και ένα...και ένα...και ένα ο Ορφανός, ο Κώστας ο Ορφανός. 1-0 στο ημίχρονο, 6-0 στο δεύτερο ημίχρονο. Τρισευτυχισμένοι, να φωνάζουμε όλοι, χαρούμενο όλο το γήπεδο, να είναι όρθιο, να φωνάζει, να ζητωκραυγάζει: «Ολυμπιακός Ολυμπιακός».
Η Θύρα 7 είναι μια μεγάλη κερκίδα, χωράει αρκετό χιλιάδες κόσμο, με μία είσοδο μόνο. Έπρεπε λοιπόν να αποχωρήσουμε πηγαίνοντας όλοι προς την μοναδική έξοδο που έχει και από κάτω, στη στοά δηλαδή κάτω από τις κερκίδες, να προχωρήσουμε προς την έξοδο που ήταν, στο τελείωμα της εξόδου ήταν μία σκάλα που κατέβαινες για να περάσεις την πόρτα τη μεγάλη, την τεράστια τη συρόμενη τη μεταλλική, συρόμενη.
Θυμάμαι λοιπόν με τον Παναγιώτη τρέξαμε από τους πρώτους για να βγούμε έξω για να πάμε, να πάμε γύρω γύρω από το γήπεδο, να υποδεχτούμε τους παίκτες όταν θα φεύγανε, να τους αποθεώσουμε. Χαρούμενοι όλοι, προχωράγαμε γρήγορα για να αυτό, πολύς κόσμος, στριμωγμένοι. Εγώ έτυχε να είμαι από τους πρώτους, μπροστά-μπροστά.
Πλησιάζοντας λοιπόν προς τη σκάλα βλέπω ότι κάτι γίνεται και βλέπω τους μπροστινούς να λένε: «Ώπα-ώπα σταματήστε. Κάντε πίσω, κάντε πίσω, κάντε πίσω». Άκουγα αλλά δεν έβλεπα και να σταματήσεις δεν μπορούσες γιατί ο όγκος που ερχόταν από πίσω σου σε έσπρωχνε προς τα μπροστά.
Πλησιάζω πιο κοντά, πιο έντονες οι φωνές: «Σταματήστε, σταματήστε. Έχουμε πρόβλημα. Πέφτουμε». Κοιτάω τον φίλο μου τον Παναγιώτη, με κοιτάει, δεν ξέρουμε τι έχει γίνει. Πλησιάζω σχεδόν στο ένα μέτρο από τη σκάλα. Εκεί λοιπόν έβλεπα τι γίνεται κάτω που έχουν αρχίσει και πέφτει ο κόσμος. Του λέω του φίλου μου του Παναγιώτη: «Η πόρτα είναι κλειστή». Λέμε: «Σταματήστε, σταματήστε» στους από πίσω αλλά οι πίσω δεν ακούγανε γιατί φώναζαν συνθήματα. «Ολυμπιακός, Ολυμπιακός, Ολυμπιακός, Θρυλε ολέ, Θρύλε ολέ» και μέσα στη στοά ο ήχος αυτός γιγαντώνεται, γίνονται μεγάλα τα ντεσιμπέλ.
Το καταλαβαίνω εγώ με τον Παναγιώτη και λέω οι άλλοι δεν ακούνε πίσω. Εκείνη τη στιγμή κι οι δυο μας κοιτάμε ότι είχε κάτι μεγάλα παράθυρα αυτή η στοά, έχει κάτι μεγάλα παραλληλόγραμμα παράθυρα τεράστια για να μπαίνει το φυσικό φως μέσα. Τότε λοιπόν σκεφτήκαμε με τον Παναγιώτη να ανέβουμε εκεί. Αυτός πιο ψηλός από μένα. Ανεβαίνει σχετικά εύκολα, εγώ προσπάθησα να ανέβω, δεν ανέβηκα το ίδιο εύκολα, μου τράβηξε το χέρι και τα λοιπά, με κάποιο τρόπο ανέβηκα και εγώ, δυσκολεύτηκα αλλά ανέβηκα.
Θυμάμαι και μία γυναίκα που πέρασε την ώρα εκείνη δίπλα μου που της λέω: «Μην πας μπροστά, στριμώχνονται». Δν ξέρω αν είναι η… μες στους 21 νεκρούς υπάρχει μία γυναίκα νεκρή, δε θυμάμαι αν ήταν αυτή. Φωτογραφίες που είδα μου μοιάζει ότι ήταν αυτή. Εγώ πιστεύω ότι ήταν αυτή. Έτσι νομίζω. Θυμάμαι που της είπα «μην προχωρήσεις».
Λοιπόν ανεβαίνοντας στο περβάζι έχουμε την εικόνα πιο ξεκάθαρη, βλέπαμε το μέγεθος, ότι ο κόσμος στριμώχνεται, ο ένας πέφτει πάνω στον άλλον. Εκείνη τη στιγμή τρομάξαμε που δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε μεταξύ μας εγώ με τον Παναγιώτη. Του λέω λοιπόν κάποια στιγμή από τον φόβο μου, του λέω: «Παναγιώτη θα κατέβουμε και θα γυρίσουμε προς τα πίσω». Κι επειδή ξέραμε ότι ανοίγουν τις πόρτες στις ενδιάμεσες κερκίδες μετά πλέον, γιατί αδειάζει το γήπεδο, να βγούμε από αλλού.
Έτσι και κάναμε. Αυτή η απόφασή του να ανέβουμε στο παράθυρο και η απόφαση να κατεβούμε και να ξαναγυρίσουμε πάλι πίσω νομίζω ότι μας έσωσε. Αποδείχτηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε αντιληφθεί ότι έχουμε νεκρούς. Πολύς κόσμος όμως δεν έχει καταλάβει τι έχει γίνει και συνεχίζανε να σπρώχνουνε μπροστά με αποτέλεσμα να πλακώσει ο ένας πάνω στον άλλον. Και μετά από περίπου μισή ώρα, τρία τέταρτα, έρχονται κάποιοι και λένε ότι υπάρχει πρόβλημα στη Θύρα 7, σκοτώνεται κόσμος.
Θυμάμαι τότε βγήκε ένας παίκτης του Ολυμπιακού και του λένε το συμβάν. Ταυτόχρονα αρχίζουν να ακούγονται και οι πρώτες σειρήνες. Εκεί καταλάβαμε ότι το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό και τελικά έγινε το μοιραίο. Φύγαμε από ‘κει λοιπόν και πήγαμε προς τη Θύρα 7, εκεί άρχισαν να μαζεύονται οι πρώτες δυνάμεις για να σώσουν τον κόσμο, είχε περάσει μία ώρα. Ανοργάνωτοι τελείως, καμία οργάνωση, προχειρότητα σε όλα, ένας πανικός.
Τότε λοιπόν με τον Παναγιώτη, παρότι ήμασταν μικροί, του λέω: «Παναγιώτη πάμε να φύγουμε, εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, πάμε να φύγουμε». Και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Και παρόλα αυτά, παρόλο που τα είδαμε, παρόλο που… φύγαμε βέβαια, γυρίσαμε πίσω από το φόβο μας, δεν φανταζόμασταν ότι θα έχουμε νεκρούς και να ποδοπατηθούν μέχρι θανάτου 21 άνθρωποι. Αυτό δεν το φανταζόμασταν.
Όταν ανέβαινα προς το σπίτι τότε βλέπω τη μάνα μου στο μπαλκόνι, την αδερφή μου, τον θείο μου τον Στράτο που έμενε από πάνω. Αυτοί είχαν μάθει πιο πολλά πράγματα μέσα από το ρεπορτάζ από τη τηλεόραση που βγήγαν στα δελτία ειδήσεων. Και τότε όταν έφτασα, ανακουφισμένοι με είδανε γιατί ξέρανε ότι ήμουν στο γήπεδο, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου και με ρωτάγανε, με αγκάλιασαν που είμαι εντάξει, που είμαι, δεν έχω χτυπήσει, που είμαι ζωντανός και να τους πω τι έγινε. Και τους εξιστόρησα λοιπόν αυτά που σου είπα και σένα. Ότι ήμουν από αυτούς τους τυχερούς, θα μπορούσα να ήμουν τώρα την άλλη πλευρά… Να χα την τύχη των άλλων. Να ήταν μοιραίο… μοιραία η Κυριακή για μένα.
Κρίμα. Πάντως κάθε χρόνο την τιμούμε την ημέρα εκείνη: 8 Φλεβάρη του ‘81 έγινε. Είναι σημαντική ημέρα, και για μένα προσωπικά αλλά όχι μόνο για μένα, για χιλιάδες κόσμο του Ολυμπιακού είναι πολύ σημαντική μέρα. Τιμώ τη μνήμη κάθε χρόνο στο μνημόσυνο, κάθε χρόνο τιμά ο Ολυμπιακός κι ο κόσμος του Ολυμπιακού την ημέρα εκείνη. Μην ξεχνάς ότι στο γήπεδο υπάρχουνε 21 μαύρα καθίσματα, έτσι. Στη Θύρα 7, στο καινούριο Καραϊσκάκη, όταν χτίστηκε το Καραϊσκάκη το καινούριο, υπάρχουν 21 μαύρα καθίσματα που σχηματίζουν τον αριθμό 7. Δεν τους ξεχνάμε ποτέ. Κάθε Κυριακή. Οποιοδήποτε αγώνα έχει ο Ολυμπιακός. Υπάρχει σύνθημα που λέγεται πάντα για αυτά τα παιδιά.
Θυμάμαι, ο γιος μου είναι τώρα ο Δημήτρης 27 χρόνων, πριν γκρεμιστεί το Καραϊσκάκη για να χτιστεί το καινούριο, αυτό που υπάρχει σήμερα, θυμάμαι τον πήρα, τον πήγα στο γήπεδο, του έδειξα την είσοδο, αυτή την πόρτα τη σιδερένια, του έδειξα πού στάθηκα πριν την σκάλα όταν κατεβαίναμε, πού στάθηκα, και του έδειξα και το μεγάλο παράθυρο και σε ποιο περβάζι ανέβηκα. Και να ξέρει ιστορικά τι είχε γίνει… Μάλιστα πήραμε και μια πέτρα νομίζω από τα μπάζα του γηπέδου.
Αλλά εμένα δεν μου έχει σβήσει ποτέ αυτό το πράγμα από τη μνήμη, πότε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι πιο εύκολα, πιο καλά, υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια στα γήπεδα, και έτσι πρέπει να είναι, και έτσι έπρεπε να ήταν και τότε. Εγκληματική αμέλεια τότε που στοίχισε σε πόσες οικογένειες. Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που φεύγουν, είναι και αυτοί που μένουν, πίσω τους.