ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΗΘΟΠΟΙΟ
ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΗΘΟΠΟΙΟ
Περιγραφή
Μια βροχερή νύχτα, δύο αδερφές ξεκινούν να πάνε σε μια παραλία στη Μονεμβασιά. Ενώ περνούν από μια γέφυρα, τα λάστιχα γλιστρούν και φεύγουν στο κενό.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφηγητής
- Αφροδίτη Σόβολου
Producer
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Μιχάλης Μπέκος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Ερευνητής
- Νικόλας Δροσόπουλος
Ήταν Δεκέμβριος του 2012. Εγώ είχα φύγει από τα Χανιά να πάω στη Μονεμβάσια στους δικούς μου, για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ενάμιση μήνα πριν είχα χωρίσει με έναν μεγάλο έρωτα, τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα, κι εγώ λόγω του χωρισμού εκείνου είχα ξεκινήσει το τσιγάρο, τότε ξεκίνησα το τσιγάρο.
Ήταν βράδυ 28 Δεκέμβρη, αργά. Είναι περίπου τρεις η ώρα το βράδυ. Είμαι εγώ στο σπίτι, ακούω μουσική, καπνίζω στο τζάκι δίπλα για να παίρνει τον καπνό, να μη μυρίσει η μάνα καπνίστρια και το καταλάβει ότι καπνίζω. Κι ανοίγει την πόρτα η αδερφή μου. Με το που ανοίγει την πόρτα και με βλέπει να έχω μπει μέσα στο τζάκι, να καπνίζω, να ακούω μουσική και δίπλα ένα ποτήρι κρασί, μου λέει:
«Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;» και μου κουνάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
Και της λέω: «Φύγαμε!»
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Η αδερφή μου δεν έτρεχε. Πήγαινε με τριάντα. Εγώ άρχισα να στρίβω τσιγάρο για να ‘μαι έτοιμη όταν θα φτάσω στην παραλία να το ανάψω, γιατί χαρμάνιαζα τότε, είχα νταλκάδες τρομερούς και το χρειαζόμουν. Ότι είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, είναι το σημείο που έπρεπε να περάσουμε από μια γέφυρα, μικρή.
Και την ώρα που έχω κάτω το κεφάλι μου και στρίβω τσιγάρο, καταλαβαίνω μία μετακίνηση στο σώμα. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ότι το αυτοκίνητο πηγαίνει δεξιά-αριστερά. Όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτων. Μία που το αντιλαμβάνομαι, μία που φεύγει το αμάξι δεξιά πάνω στα κιγκλιδώματα τα σάπια, της δεκαετίας του 1820. Κι εκείνη τη στιγμή, κλάσμα δευτερολέπτων, παγώνω. Μου κόπηκε η λαλιά, δεν μπορώ να μιλήσω. Ένας κόμπος τρομερός στο στομάχι, ένα «α!» και το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω ήταν το: «Δώρα!» που ήταν η αδερφή μου, κι η αδερφή μου να πει: «Αφροδίτη!»
Σπάμε τα κιγκλιδώματα, σκοτάδι ολούθε. Είμαστε στον αέρα, ξέρω ότι από κάτω είναι μια γέφυρα τουλάχιστον πέντε μέτρων και λέω πεθάναμε! Πεθάναμε, όμως! Αυτό ήταν, ήταν σε ένα δευτερόλεπτο, εγώ σε ένα δευτερόλεπτο πρόλαβα να σκεφτώ ότι στο επόμενο ένα δευτερόλεπτο, εγώ θα πεθάνω. Όχι ρε γαμώτο, δε θα γίνω ηθοποιός! Και σκέφτηκα ένα τελευταίο, πάμε για την πρόσκρουση. Κλείνω τα μάτια, μαγκώνω, κοκκαλωμένη, παγωμένη, κι ότι πάμε για την πρόσκρουση τώρα.
Χτυπάει το αμάξι, ξαναχτυπάει το αμάξι, εγώ έχω ένα κενό μνήμης σε αυτό το διάστημα του χτυπήματος, γιατί χτύπησα και το κεφάλι μου...
Το αμάξι είχε πέσει με τη μούρη και μετά έπεσε από την πλευρά του συνοδηγού, που ήμουνα εγώ. Και στεκόταν, στηριζόταν στο έδαφος από την πλευρά του συνοδηγού. Λέω, δεν πέθανα! Αλλά αρχίζω να μυρίζω καπνό και λέω αυτό είναι, θα καούμε τώρα σαν τα ποντίκια, όπως είμαστε εδώ χωρίς κανένα άνοιγμα, χωρίς τίποτα, θα πάρουμε φωτιά θα ανατιναχτούμε, θα καούμε, δεν υπάρχει! Γλιτώσαμε την πρόσκρουση, θα καούμε, δεν υπάρχει! Και λέω:
«Δώρα, θα καούμε, Δώρα, καιγόμαστε!» χωρίς να βλέπω φωτιά, μόνο από τη μυρωδιά.
Και μου λέει: «Έχουν σκάσει οι αερόσακοι!» και μύριζε το αέριο από τους αερόσακους.
Σωθήκαμε γιατί φορούσαμε ζώνες, διαφορετικά με την πρόσκρουση, με τη μούρη που έπεσε το αμάξι, θα είχαμε διαλυθεί, θα είχαμε βγει έξω. Κι η Δώρα ήταν στον αέρα, την κρατούσε η ζώνη. Και βάζω το αριστερό μου χέρι και τη στηρίζω, γιατί με το βάρος της έπεφτε. Κρατάω την αδερφή μου, η οποία έχει πάθει κρίση πανικού ως οδηγός, που ένιωθε ότι αυτή είχε την ευθύνη των όσων είχαν συμβεί. Που δεν την είχε, γιατί απλά έκανε νερά το τιμόνι, που γλιστρούσε ο δρόμος. Κι αρχίζει μέσα στην κρίση πανικού που έχει πάθει να κλαίει, να οδύρεται, να της κόβεται η ανάσα και να λέει, όχι αν είμαστε καλά... «Τι θα πω στο μπαμπά, κατέστρεψα το αμάξι!» Άλλα πράγματα. Εγώ να της λέω: «Δώρα, αυτά είναι σιδερικά και δε μας νοιάζουν!» κι η Δώρα να σκέφτεται τα τριτοτέταρτα πράγματα.
Άρχισα να τραγουδάω. Της τραγούδησα, όταν την κρατούσα, «άσ’ το το χεράκι σου, το μικρό σου χέρι». Κι η Δώρα δεν το θυμάται ότι της το τραγούδησα ποτέ, αλλά έκλαιγε και ‘γω της τραγουδούσα «άσ’ το το χεράκι σου, το μικρό σου χέρι...»
Εγώ εκείνη τη στιγμή είχα κρατήσει πάρα πολύ την ψυχραιμία μου, επειδή ακριβώς η αδερφή μου την είχε χάσει. Προσπαθώ να καταλάβω πού είναι η τσάντα μου. Ψάχνω στην τσάντα μου μέσα στα σκοτάδια με γυαλιά και καταλαβαίνω υγρό στα χέρια μου που ήταν αίματα, που είχα κοπεί. Βρίσκω το κινητό μου, παίρνω τη μάνα μου τύπου τρεισήμισι ώρα το βράδυ.
Το σηκώνει, της λέω με πολύ ήρεμο τρόπο και πολύ μαλακή και γλυκιά φωνή: «Μαμά, θέλω να σου πω κάτι και θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, εγώ κι η Δώρα είμαστε τουμπαρισμένες μέσα στο αμάξι στην τάδε γέφυρα που οδηγεί στην παραλία Αμπελάκια. Ξύπνα τον Δημήτρη» -ο πατριός μου ο Δημήτρης- «και να έρθετε να με πάρετε».
Η μάνα μου δεν το άκουσε καλά και με το που της το λέω δεύτερη φορά, η μάνα μου βάζει μια κραυγή... ο αδερφός μου ήταν μικρός και ξύπνησε. Βάζει μια κραυγή, συνειδητοποιεί ποια παραλία είναι, στην παραλία «τα Αμπελάκια». Για τα Αμπελάκια ξεκινήσαμε, στα θυμαράκια παραλίγο να καταλήξουμε. Το κλείνουμε κι έρχεται με τον πατριό μου.
Αυτή την ώρα που έρχεται με τον πατριό μου, εγώ καταλαβαίνω ότι το αμάξι είναι ακόμα ανοιχτό. Πώς κλείνουμε τη μηχανή; Θα ανατιναχτούμε; Δε θα ανατιναχτούμε; Κι είναι μια απόφαση. Παίρνουμε την απόφαση μαζί να γυρίσουμε το κλειδί. Γυρνάμε το κλειδί, σβήνει η μηχανή, δεν ανατιναζόμαστε, δεν ανατιναζόμαστε, λέμε τη γλιτώσαμε κι από δω.
Και βγαίνω πρώτη, βγαίνοντας από το δικό της το παράθυρο. Βοηθάω την αδερφή μου να βγει δεύτερη, πατάω μέσα στις πέτρες, βρίσκω κάτι αναχώματα, ανεβαίνουμε πάνω στο κεντρικό δρομάκι. Έρχεται η μητέρα μου, μας παίρνει.
Εγώ πονάω οικτρά, γιατί με το χτύπημα, με την πρόσκρουση και με τη ζώνη, χτύπησα το στομάχι μου και το κεφάλι μου πάρα πολύ. Και πονάω τόσο φοβερά, που δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αλλά δεν το λέω στην αδερφή μου, γιατί είχε πάθει κρίση πανικού. Κι η Δώρα πονούσε πάρα πολύ, η Δώρα είχε χτυπήσει στο στήθος της από το τιμόνι, λέει: «Πονάω!» «Πονάω!» «Πονάω!» «Κατέστρεψα το αμάξι!» «Αφροδίτη, πώς είσαι;» «Πώς είσαι, Αφροδίτη;» «Είσαι καλά;» «Εγώ φταίω!» Της λέω: «Μία χαρά είμαι, δεν έχω τίποτα!» και σε όλο αυτό το διάστημα, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Και λέω ωραία, τη γλιτώσαμε από την πρόσκρουση, τη γλιτώσαμε που δεν καήκαμε, τη γλιτώσαμε που δεν ανατινάχτηκαμε, έχω πάθει εσωτερική αιμορραγία, δεν υπάρχει περίπτωση! Άρα, αρχίζω να μετράω αντίστροφα.
Με το που φτάνουμε στο νοσοκομείο εγώ βγάζω ένα, ένα βογκητό τρομερό, και γυρνάει η αδερφή μου, τα χάνει. Και λέω: «Πονάω στο στομάχι τρομερά, δεν μπορώ να αναπνεύσω, πολλή ώρα!» Με βάζουν πρώτη μέσα κι αρχίζουμε και κάνουμε ακτινογραφίες, υπερήχους, αίμα, και περιμένουμε στα επείγοντα.
Βέβαια, νοσοκομείο Μολάων, επαρχιακό νοσοκομείο, τα μηχανήματα παμπάλαια, καμία ακρίβεια. Ψάχνουν τα αρχεία μου στο νοσοκομείο, πατάνε «Σόβολου Αφροδίτη» και βρίσκουν της γιαγιάς μου που έχει χοληστερίνη, τριγλυκερίδια και χίλια-δυο άλλα συναφή. Κι από τις εξετάσεις αίματος βλέπουν ότι έχω χαμηλό αιματοκρίτη, που έτσι κι αλλιώς έχω χαμηλό αιματοκρίτη, και λένε: «Ντάξει, της πέφτει ο αιματοκρίτης, κάπου έχει εσωτερική αιμορραγία και με τα μηχανήματα εδώ δεν μπορούμε να τη βρούμε, πρέπει να πάει Σπάρτη να κάνει αξονική».
Μπαίνω στο ασθενοφόρο για να πάω Σπάρτη. Εγώ επειδή ήξερα ότι θα πεθάνω, είπα ωραία, τώρα θα τα αποκαλύψω όλα στη μάνα μου. Και γυρνάω και της κάνω: «Μαμά, καπνίζω!» Στο ενδιάμεσο, έχω στείλει στο αμόρε να τον αποχαιρετήσω με όλο το drama queen που ζούσα εκείνη τη στιγμή, γνωρίζοντας ότι δεν είναι κι ο μεγαλύτερος μου έρωτας αλλά αυτόν είχα, αυτόν αποχαιρετούσα.
Φτάνουμε Σπάρτη, μου κάνουν αξονική και μου λένε: «Όλα καλά». Κι αφού πλέον παίρναμε βαθιές αναπνοές ότι γλιτώσαμε από πολύ σίγουρους θανάτους, έρχεται ο πατέρας μου και μας λέει:
«Κορίτσια, είχατε άγιο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί σήμερα είναι των Νηπίων».
Κάποιων νηπίων, Τριάντα; Σαράντα; Τριακοσίων;
«Έλα ρε πατέρα, εδώ δηλαδή είδαμε τον Χάρο με τα μάτια μας, ποιων Νηπίων και τα σχετικά;»
Και μέχρι τώρα, 2020, τον αφήνω να πιστεύει ότι έχουμε σωθεί λόγω των Νηπίων. Κάθε 29 πηγαίνει εκκλησία, 29 Δεκέμβρη, ο πατέρας μου. Κι έχει κάνει παραγγελία μια εικόνα αυτών των Νηπίων.
Εγώ ήμουν με έναν μόνιμο νευρικό κλονισμό, γιατί μου είχε ξεσπάσει σαν μετατραυματικό στρες, το οποίο μετά για έναν χρόνο τουλάχιστον προσπαθούσα να ξεπεράσω με τη βοήθεια ψυχιάτρου. Και σκεφτόμουν συνέχεια ότι μια στιγμή, και δεν είσαι τίποτα. Κι όνειρα, άνθρωποι, προσδοκίες, επιθυμίες, κι όλα, όλα, μένουν στο μηδέν. Στην άρση. Πριν πατήσει μέτρο. Μένουν στην άρση.
Δε συνειδητοποιούμε το πόσο μεγάλο είναι το ότι όντως ζούμε. Το θεωρούμε δεδομένο και δεν είναι. Γιατί μπορεί απλά να βρέξει. Και μπορεί απλά να λάστιχα να γλιστρήσουν, κι αυτό δεν είναι δεδομένο. Από τότε, εγώ έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου: Δε θα κάνεις πίσω σε τίποτα που γουστάρεις, γιατί δε θέλω να πας στο θάνατο με απωθημένα, όπως κι εκείνο το βράδυ, να τραγουδάς το αγαπημένο σου τραγούδι και να σκέφτεσαι αχ, δε θα γίνω τελικά ηθοποιός!
Και πέρασα πριν τρία χρόνια στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ήρθα στην Αθήνα, κι έχει πάει τρένο με τη σχολή. Και χαίρομαι πάρα πολύ που εν τέλει πέρασα από όλα αυτά τα ενδεχόμενα στάδια θανάτου και σήμερα είμαι εδώ στη σχολή και περιμένω να πάω να δω την ταινία που κάναμε με τα παιδιά, στο μάθημα του κινηματογράφου.