Το νυφοπάζαρο ήταν ένα πράγμα: ντυνόντουσαν τα κορίτσια και κατεβαίνανε στην παραλία και κάνανε βόλτες. Τα αγόρια πειράζανε τα κορίτσια και «ωπ!» τα κορίτσια έβλεπες νόημα… «Ωπ! Τσουπ! Τσουπ!» Κι αργά και κάπου, βρισκόντουσαν από λίγο.
Εκεί που παίζαμε και κάναμε, είχαμε κι ένα γειτονικό ζευγάρι, είχανε δύο κορίτσια κι ένα αγόρι. Κάναμε παρεΐτσα, κάναμε μπάνιο… Με τον γείτονά μου πιάσαμε τις φιλίες. Κι αφού πιάσαμε τις φιλίες, ο γείτονάς μου με αγαπούσε και με ήθελε. Φοβότανε τον μπαμπά μου, γιατί ο μπαμπάς μου ήτανε σκληρός. Αυτός, όμως, αφού δε με έβρισκε εύκολα -γιατί βέβαια δεν πολυ-έφευγα, ο μπαμπάς μου θα μ’ έδερνε- ερχόταν περιοδεία.
Πήγα στο πηγάδι. Ήταν το πηγάδι μακριά. Πήγαινα, γέμαγα τα βαρέλια κι ερχόμουνα. Αυτός έψαχνε, να το και με βλέπει κάτω στο πηγάδι. Έρχεται στο πηγάδι, να αγκαλιές, να και φιλιά… «Πού έτσι…» «Και δεν μπορώ τώρα και δε σε βρίσκω…» «Τι να με κάνεις έτσι, χριστιανέ μου; Θα με βρεις», του λέω. «Θα πιάσει ο χειμώνας, θα βρεθούμε. Τι στενοχωριέσαι», του λέω εγώ. Και με έβρισκε εκεί χάμω. Και πήγαινα εγώ πάλι. Και γινότανε αυτό το πράγμα, πάντα, συνέχεια. Ωραία ήτανε. Ωραία ήτανε.
Κι εγώ μόλις αμολήθηκα, μεγάλωσα λίγο, έπιασα αμέσως, έκοψα τα κοτσίδια. Πρώτο πράμα. Έραψα φουστανάκια, έβαλα απ’ όλα και κορδωνόμουνα ότι ήμουνα κοπελίτσα. Εκεί, με είδε και τα ‘χασε ο άντρας μου. Λέει: «Αυτή έπιασε τώρα την Κούλουρη, τελείωσα. Εγώ την έχασα! Τώρα την έχασα, πρέπει να βαρέσω» -σου λέει- «το τόξο τώρα, να την πιάσω. Αλλιώς, δε γίνεται». Στα νιάτα μου ήμουνα τσαχπίνα.
Ε, κατεβαίναμε όλα τα παιδιά κάτω στη θάλασσα, μιλάγαμε λίγο εκεί. Με λίγα λόγια, μια μέρα μού λέει: «Άκου να σου πω, θέλω να μιλήσουμε κάτι». Του είπα: «Τι να πούμε; Εδώ», του λέω, «είναι δρόμος κι εγώ έχω αδέρφια και τα αδέρφια θα με δουν στον δρόμο και θα με δείρουνε. Λοιπόν, από πάνω απ’ το σπίτι μου έχει αφήσει ο μπαμπάς μου ένα άλογο. Και θα περάσεις άκρη-άκρη στο βουνό και θα το δεις το άλογο κι εκεί, θα περιμένω εγώ».
Πήγα εγώ, ήρθε κι αυτός να με δει. Αυτός πια αφού μ’ αγαπούσε, μόλις ήρθε, με αγκαλιάζει, με φιλάει! Και του λέω: «Τι κάνεις εδώ; Τι κάνεις;» «Μη μιλάς», μου λέει, «γιατί εγώ σ’ αγαπάω πολύ! Και θα πάω στρατιώτης και θα απολυθώ και θα παντρευτούμε».
Ο μπαμπάς κι η μαμά ήντουσαν πάρα πολύ παλαιοί ανθρώποι και παράξενοι και δεν ερωτευόντουσαν εύκολα. Δεν αφήνανε τον γαμπρό να πάρει την κοπέλα, να την πάει σινεμά, να την πάει μία βόλτα. Απαγορευότανε! Αν δε βάζανε στέφανα, δε γινότανε αυτό. Παντρευόντουσαν και μετά πηγαίνανε σπιτάκι τους κι από κει, καλά κι όμορφα.
Με είδε ένας ξάδερφός μου πρώτος. Κι αφού με είδε, πάει στον μπαμπά μου και του είπε: «Ξέρεις η κόρη σου τι κάνει;» «Τι κάνει;» του λέει. «Έτσι κι έτσι, έχει μπλέξει με τον γείτονά σας». Και λέει ο μπαμπάς μου στα αδέρφια μου: «Θα πάτε να τον πιάσετε και να τον φέρετε εδώ να μου ξηγηθεί εμένανε, να δούμε πώς τόλμησε».
Πήγαν τα παιδιά, τον πιάσανε από τη δουλειά που ερχότανε το παλικάρι, τον πήρανε, τον πήγανε στον μπαμπά μου. Λες και θα τον πηγαίνανε κρεμάλα, ας πούμε. Και του είπε ο πατέρας μου: «Πώς τόλμησες;» Λέει: «Εγώ, μπαρμπα-Νίκο, την αγαπάω την κόρη σου. Και θα πάω στρατιώτης και θα γυρίσω και θα παντρευτούμε». «Εγώ δεν ξέρω πολλά», λέει, «θα την πάρεις τώρα και θα την πας στη μάνα σου και θα τη στεφανώσεις», του λέει.
Δε μίλησε το παλικάρι, έφυγε. Πάει στη μητέρα του και λέει στη μητέρα: «Μαμά, αυτό κι αυτό μου συνέβη». «Εσύ, παιδί μου, κάνε την κορόιδα κι άσ' τους να λένε!»
Την άλλη μέρα, τα ίδια. Τον πιάσανε «βουρ-ξεβούρ» και σηκώνεται ο πατέρας μου και με βουτάει και με πάει στην πεθερά μου. Και λέει της πεθεράς μου: «Εδώ θα την κρατήσετε, θα τη στεφανώσετε και θα την κρατήσετε. Εγώ δεν έχω κόρη προς το παρόν!» Τι να κάνει η πεθερά μου η κακομοίρα.
Η πεθερά μου είχε και μία κόρη ακόμα, παντρεμένη, κι είχε το γαμπρό. Όταν πιάσανε τη συζήτηση ο γαμπρός ζήλευε, σου λέει: «Τώρα, άμα παντρευτεί, θα μας κοπεί κι η μάσα, δε θα ‘χουμε να φάμε», λέει ο γαμπρός της. Μαλώνανε μέσα, μαλώνανε, μαλώνανε… Του κάνω νόημα, λέω: «Γιάννη, έλα εδώ που σε θέλω». «Τι;» έρχεται, μου λέει: «Τι θέλεις;» «Πάμε να φύγουμε!» Μου λέει: «Πού θα πάμε, ρε χριστιανή μου;» «Πάμε και θα σου πω στον δρόμο!»
Τον παίρνω, που λέτε, κατεβαίνουμε κάτω και του λέω: «Περίμενε με εδώ πέρα». Πάω πάνω, παίρνω τη φοράδα του πατέρα μου, το ‘χε δέσει παραπάνω, δε με πήρε χαμπάρι, κατεβάζω το άλογο κάτω, τον ανεβάζω απάνω. Εγώ στα καπούλια πίσω, «τρούκου-τρούκου-τρούκου-τρούκου» και πήγαμε στο κτήμα. Πάμε εκεί, ανοίγω την πόρτα -γιατί βέβαια είχα τα κλειδιά εγώ πάντα, εκεί τα κρεμάγαμε- μπαίνω μέσα, παίρνω έναν μπαλτά, δίνω μία, το ανοίγω το μπαούλο, βγάζω δυο κουβέρτες και ξαπλώσαμε.
Εκεί είχα κι ένα αδερφάκι. Και λέει το αδερφάκι: «Γιάννη, εσύ τι δουλειά έχεις να κοιμάσαι», λέει, «με την αδερφή μου;» Και λέει αυτός: «Είναι γυναίκα μου!» του λέει ο Γιάννης.
Σηκώνεται το πρωί και πάει στον πατέρα μου: «Μπαμπά, η Ελένη έχει έρθει με τον Γιάννη και κοιμηθήκανε μαζί», λέει, «απόψε!» Έστειλε τη μάνα μου. Λέει: «Να πας να δεις, να δούμε τι γίνεται!» Μόλις ήρθε η μάνα μου, της είπα: «Φύγε!» Λέει: «Γιατί;» «Φύγε! Ο Γιάννης είναι εδώ πέρα και το πρωί πάει στη δουλειά, στο περιβόλι δουλεύει, και το βράδυ έρχεται εδώ. Δεν πήγε στη μαμά του, ερχότανε σε μένανε.
Η πεθερά μου λέει: «Εγώ το έχω χάσει το παιδί μου και δεν ξέρω πού βρίσκεται». Και σηκώνεται η πεθερά μου και πάει στο περιβόλι που δούλευε ο άντρας μου, λέει: «Γιάννη, να πάρουμε την Ελένη, να τη φέρουμε στο σπίτι».
Τελικά, πήγαμε. Και πήγα, ας πούμε, εκεί. Εντάξει, κάθισα. Σαν ξένη αισθανόμουνα, βέβαια, δεν είχα το θάρρος. Μετά λέει η πεθερά μου: «Μη στεναχωριέσαι. «Εγώ», λέει, θα σε στεφανώσω και θα είσαι εδώ η κόρη μου!» Εντάξει…
Μετά έστειλα την κουνιάδα μου, λέω: «Θα πας κάτω να βρεις τη φίλη μου και θα της πεις: “Δώσε μου λίγο το νυφικό, γιατί παντρεύεται μία φίλη μου”». Τότε δεν είχανε νυφικά, ούτε νοικιάζανε, ούτε αγοράζανε. Τα ράβανε μόνες τους κι όποιος το ζήταγε, το δίνανε. Και της δίνει, που λες, το νυφικό και το έφερε απάνω και το είχα έτοιμο εγώ. Κι ετοιμαστήκαμε.
Τότε δεν υπήρχε αυτοκίνητο ούτε ένα ιδιωτικής χρήσεως. Τίποτα! Μόνο δύο ταξιά που κάνανε αγώγια. Πήραμε τα δύο ταξιά, στο ένα εγώ κι ο Γιάννης κι ο κουμπάρος και το άλλο μπήκανε η μαμά μου, ο μπαμπάς μου… δεν ξέρω ποιοι είχανε έρθει από πίσω.
Κάναμε πέντε χιλιόμετρα και ψιλοέβρεχε. Σταμάτησε το αμάξι. Χάλασε! Πω πω! Τύχη που την είχαμε! Κατεβάζουνε εμάς, κατεβάζουνε τους πίσω, πήγαμε στους πίσω εμείς. Αυτοί τώρα περιμένανε να μας πηγαίνανε μας και να γυρίζανε πάλι, να παίρνανε τους υπόλοιπους και να τους φέρνανε στην εκκλησία.
Και που πήγαμε για τον γάμο στην εκκλησία, ξέχασα τα γάντια. Τρελάθηκα από τη στεναχώρια! «Ρε», λέω, «τα γάντια! Άχου, ξέχασα τα γάντια!» Μου φάνηκε εμένα όλη η γοητεία πως ήτανε τα γάντια! Ναι. Λέει άντρας μου: «Σταμάτα, μωρέ! Τι κάνεις έτσι, μωρέ; Δεν πειράζει! Γάντια θα σου πάρω εγώ ένα ζευγάρι», μου λέει, «άσπρα, να τα φοράς».
Πήγαμε στην εκκλησία, άρχισε ο παπάς ψάλσιμο και τα λοιπά. Και πήγαμε στο σπίτι κι άρχισε η πεθερά μου, την άλλη μέρα, η κακομοίρα: «Θα πάω να σου πάρω πασούμια». Μου πήρε πασουμάκια κόκκινα, μεταξωτά. Καμάρωνα εγώ. Εγώ ήμουνα η νιόνυφη της γειτονιάς, με κοιτάγανε, με ξανά κοιτάγανε…
Κι η πεθερά μου, που μου ‘λεγε τις ιστορίες μετά, μου λέει: «Εσύ τον έκλεψες τον άντρα σου! Τον έβαλες στο άλογο και τον πήγες στο σπίτι σου!»