ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΟΥΠΟΛΗ
ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΟΥΠΟΛΗ
Περιγραφή
Ο Βασίλης Σιαμέτης μεγαλώνει μετά τον πόλεμο μέσα στη φτώχια και καταλήγει σε μια παιδούπολη στον Ζηρό Φιλιππιάδας. Όλα κυλούν καλά, μεχρι την ημέρα του θανάτου του βασιλιά Παύλου.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Πένυ Βασιλάκη
Αφήγηση
- Βασίλης Σιαμέτης
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Μίνωας Κουτεντάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Ισιδώρα Χαρμπίλα
Το χωριό μου ονομάζεται Ασπροχώρι Δωδώνης Ιωαννίνων. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη γωνία στο τζάκι μετά τον πόλεμο, σε ένα χωριό καμμένο απ’ τους Γερμανούς ολοσχερώς. Δεν είχαν κάψει, παραδόξως, την εκκλησία. Δεν ξέρω αν δεν μπόρεσαν να την κάψουν, επειδή ήτανε πέτρινη ή θεοφοβούμενοι και δεν την κάψανε. Κι ένα σπίτι το οποίο έμεινε, γιατί ο ιδιοκτήτης του ανήκε σε αυτό που λέγαμε την εποχή εκείνη, ταγματασφαλίτης.
Εφτά χρόνια δε γνώριζα τι πάει να πει ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτοκίνητο ακούγαμε, το βλέπαμε στις ζωγραφιές, αλλά δεν ξέραμε πώς είναι το αυτοκίνητο. Τις μόνες ρόδες που είχαμε γνωρίσει ήταν αυτές που χρησιμοποιούσαμε σ’ ένα καρότσι που είχαμε, δεν είχαμε άλλα βιώματα, νερό, δεν το συζητάμε. Όλα αυτά ήταν για μένα ένα εμβόλιο, μπορώ να πω διπλής δόσης. Ήταν το εμβόλιο της φτώχειας και της πείνας.
Στη συνέχεια, είχαμε την ατυχία να χτυπηθεί το χωριό από σεισμό, με αποτέλεσμα να μείνουμε έναν χρόνο σε σκηνές. Εκεί, ήταν πραγματικά δύσκολα τα πράγματα, γιατί δεν έφτανε μόνον η φτώχεια, αλλά ήταν οι συνθήκες τέτοιες, να κοιμάσαι μέσα στις λάσπες, πολλά παιδιά αρρωστήσανε απ’ το νερό, στο στάδιο που λέγεται παράτυφος. Κι εξαναγκάστηκαν να μας στείλουνε στο ορφανοτροφείο, για να πάμε στο σχολείο.
Το ορφανοτροφείο, λοιπόν, που πήγα λεγόταν «Παιδούπολις Άγιος Αλέξανδρος Ζηρού Φιλιππιάδος». Εκεί, θα φανεί οξύμωρο, αλλά γνώρισα τι πάει να πει ζωή. Μέσα στο ορφανοτροφείο. Χαρακτηριστική περίπτωση, όταν πήγαμε μας βάλαν να κάνουμε μπάνιο. Μα εμείς δεν μπαίναμε μέσα, φοβούμασταν, γιατί είχαμε ακούσει που έκανε ο δάσκαλος στο μονοτάξιο σχολείο για τα κρεματόρια της Νταχάου στα μεγάλα παιδιά και λέγαμε: «Πού μας βάζουν, σαπούνι θα μας κάνουν; Στον φούρνο μάς βάζουν μέσα;»
Κρεβάτι. Διώροφο μεν, ένας πάνω-ένας κάτω, σε κουπέδες τέσσερις-τέσσερις, αλλά κρεβάτι. Κρεβάτι δεν είχαμε εμείς τότε, όταν ήμασταν μικρά παιδάκια. Αλλά εκείνο που δίναμε μεγάλη σημασία, ήταν το φαγητό. Εμείς μας έδινε, όταν ήμασταν στο χωριό, μία χούφτα καρύδες ή αμύγδαλα στην τσέπη κι αυτά μας τα ’διναν άσπαγα, γιατί αν ήταν σπασμένα θα τρώγαμε γρήγορα και θα χορταίνουμε, για να μπορούμε να καθυστερούμε να τα σπάμε. Έρχονταν η Κυριακή και πηγαίναμε μήπως έχει κανένας μνημόσυνο, για να μας δώσει στο μαντηλάκι κόλλυβα να φάμε. Κι εκεί, είχαμε το γλυκό απαραιτήτως, κάθε μέρα. Το φρούτο, κάθε μέρα. Φρούτα τα οποία δεν ξέραμε εμείς αν υπάρχουν, τα γνώρισα στην Παιδούπολη. Εκεί λοιπόν, άρχισε το φαγοπότι: πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό. Εμείς αυτά, όχι απλά δεν τα είχαμε γνωρίσει, αλλά δεν ξέρουμε ότι μπορούν και να συμβούν.
Κατά σύμπτωση, η «μητέρα» που είχα —γιατί κάθε ομάδα είχε μία «μητέρα», μία «μάνα» την ονομάζαμε— είχε και την ίδια ονομασία με τη μάνα μου, Αλεξάντρα. Ήμουν σαν το χαϊδεμένο της, εν πάσει περιπτώσει. Με έγραψε στα δώρα της Πρωτοχρονιάς, ήρθε να μας τα δώσει η βασίλισσα η Φρειδερίκη. Κι εκεί, λοιπόν, πλησίασα μπροστά εγώ, έβαλα και τα κλάματα από ντροπή και τα λοιπά και —άλλο δώρο είχα γράψει, βέβαια— μου ’δωσε μια φυσαρμόνικα.
Όλα κυλούσαν όμορφα κι ωραία, μέχρι που πέθανε ο βασιλιάς ο Παύλος. Πέθανε ο βασιλιάς ο Παύλος και μας πήρανε και μας πήγαν εκδρομή στα Γιάννενα. Και πήγαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. Μας είχαν στο χέρι το περιβραχιόνιο το μαύρο, το πένθος, δηλαδή, λόγω του θανάτου του βασιλιά του Παύλου. Βγάζει το κεφάλι από μέσα ο φωτογράφος και λέει: «Βγάλ’ το αυτό να βγει ωραία η φωτογραφία, να είναι ενθύμιο». Το ’βγαλα εγώ και το ακούμπησα πάνω στα λιγούστρα, που ήτανε δίπλα. Αλλά στη συνέχεια, το ξέχασα το περιβραχιόνιο στα λιγούστρα.
Μόλις πήγαμε στα λεωφορεία το βράδυ για να φύγουμε, αφού άρχισε η καταμέτρηση μήπως λείπει κανένας, ένας που μας μέτραγε, έπεσε το βλέφαρό του, το μάτι του, πάνω στο περιβραχιόνιο. Μου λέει: «Το ’βγαλες ε;» και «ταππαμ!» κατευθείαν μου κοπανάει σφαλιάρα. Εγώ, απ’ τη στενοχώρια μου γιατί με χτύπησε και τα λοιπά, ξέχασα ότι το ’χα βγάλει και το ’χα αφήσει στα λιγούστρα γι’ αυτόν τον λόγο. Άρχισε το κλάμα, έφαγα και δεύτερη. «Πες μου, γιατί το ’βγαλες;» πιεστικά. Μετά θυμήθηκα, αλλά από αντίδραση δεν το ’λεγα τι έγινε.
Έκανα τρεις φορές απόπειρα να φύγω απ’ το ορφανοτροφείο. Με πιάνανε, γιατί ήταν κλεισμένο γύρω-γύρω. Την τρίτη φορά, κατόρθωσα και πέρασα τα σύρματα. Πέρασα τα σύρματα, ήταν ένα καφενείο, στο οποίο σταματούσαν τα φορτηγά απ’ τα Γιάννενα. Σαλτάρησα και μπήκα στην καρότσα πίσω, στο φορτηγό.
Στο Αγρίνιο, σ’ ένα βενζινάδικο, «Μαμιδάκης», το θυμάμαι σαν τώρα, εγώ σήκωσα τον μουσαμά να δω μήπως έφτασα στην Αθήνα. Κι αυτοί αναστατωθήκαν. Εγώ έβαλα τα κλάματα σαν παιδάκι, γιατί φοβήθηκα, λέω θα με παραδώσουν στην αστυνομία, θα γυρίσω πίσω.
«Πού πηγαίνεις;» «Στην Αθήνα». «Πού πηγαίνεις στην Αθήνα;» Τους είπα, είχα μια οικογένεια που έμενε εδώ στη Βάρη, οι οποίοι ήταν αδερφοί του πατέρα μου, εν πάσει περιπτώσει. Κατά σύμπτωση, ο ένας απ’ τους δύο ήταν κομμουνιστής. Και μόλις του ανέφερα την ιστορία με τον βασιλιά τον Παύλο, συγκινήθηκε.
Φτάσαμε στην οδό Φαβιέρου, στην Αθήνα. Εκεί φώναξαν έναν ταξιτζή, του λένε: «Πόσο γράφει για τη Βάρη;» Λέει αυτός: «Δεν ξέρω, 50-52 δραχμές». Έβγαλε ένα κατοστάρικο, του λέει: «Είναι ανιψιός μας», ο ένας έγραψε και το νούμερο. Κι έγραψε μέχρι τη Βάρη 52 δραχμές, ο ταξιτζής μου πήρε 50.
Και βρέθηκα, λοιπόν, σερβιτόρος στη Βάρη σ’ έναν πραγματικό δάσκαλο της ταβέρνας, τον αείμνηστο, συγχωρεμένο, τον Τάκη τον Βογιατζή, ο οποίος ήταν από οικογένεια ταβερναρέων απ’ το Μοσχάτο. Κοντά του στη Βάρη ήταν τότε έξι ταβέρνες. Όλοι ήτανε μαθητευόμενοι μπροστά του. Όποιος τον ακολούθησε, πρόκοψε.
Η ταβέρνα από μόνη της είναι μία φιλοσοφία ολόκληρη, είναι μια κουλτούρα, δεν είναι το μαγαζί που θα πας να γεμίσεις το στομάχι. Με τη φιλοσοφία της ταβέρνας ήμουν ερωτευμένος. Παράξενο; Ναι. Μπορεί να ερωτευτεί ένας άνθρωπος ένα επάγγελμα; Αν δεν το ερωτευτεί και δεν το αγαπήσει, να μην το κάνει, κατά τη δική μου άποψη.
Η Παιδούπολη ήταν για μένα ένα μικρό κομμάτι, δηλαδή στα εξήντα οχτώ χρόνια που είμαι αυτή τη στιγμή, ήταν ένας χρόνος. Αλλά ένας χρόνος σημαδιακός, γιατί ήταν η ηλικία τέτοια, που σημάδεψε τη ζωή μου.
Και κάποια στιγμή, ένα απόγευμα, κατέβηκε μία γυναίκα και λέει: «Είναι εδώ του Βασίλη του Σιαμέτη;» Αφήνω το ταμείο και πάω, ήταν στην ψησταριά η γυναίκα, μου λέει: «Είσαι ο Βασίλης ο Σιαμέτης;» Λέω: «Ναι». «Ήσουνα στην Παιδούπολη, στον Ζηρό;» Λέω: «Ναι». «Ποια είχες», μου λέει, «μάνα;» Λέω: «Την Αλεξάντρα». Μου λέει: «Εγώ είμαι».
Με το που «εγώ είμαι», θα σου φανεί παράξενο, για δέκα λεπτά αγκαλιασμένοι κλαίγαμε κι οι δύο στην ψησταριά. Έκανε νόημα να κατέβουν, τους στρώσαμε, πήγαινα να τους χαιρετήσω, γύρισα δύο φορές, γιατί πήγα μέσα να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου, ντρεπόμουν να πάω. Μιλάμε για κλάμα που δεν το ’χω ρίξει παιδάκι. Κι όταν βάφτισα την πρώτη μου εγγονή, ήρθε. Έκανα τα βαφτίσια εδώ, στον κήπο. Και το πρώτο τηλέφωνο που παίρνω κάθε χρόνο στη γιορτή μου, την Πρωτοχρονιά, με το που θα πάει δώδεκα η ώρα το βράδυ, ξέρω, το τηλέφωνο θα χτυπήσει είναι από την Αλεξάντρα, απ’ την Παιδόπολη.