Δυστυχώς ή ευτυχώς, γεννήθηκα τη δεκαετία του ‘60, ‘67 συγκεκριμένα, τρεις μήνες πριν έρθει η χούντα στην Ελλάδα, τον Γενάρη του ‘67. Γεννήθηκα στην Αθήνα και τα πρώτα χρόνια νομίζω τα πέρασα, μέχρι δύο-τριών χρονών, τα πέρασα στην επαρχία, σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας.
Γεννήθηκα με μια αρκετά έτσι κι εμφανή και σοβαρή αναπηρία κινητική που έχει ως εξής: γεννήθηκα με συγγενής διαμαρτία λέγεται, και συν κυφοσκολίωση. Αυτό τώρα σε απλά ελληνικά έχει ως εξής: Έχω το αριστερό μου πόδι μείον, δηλαδή έχω ένα μέλος, κι έχω και είχα και γεννήθηκα και με μία πολύ μεγάλη κύφωση και σκολίωση, δηλαδή η σπονδυλική μου στήλη δεν ήταν σε ευθεία, αλλά ήταν περίπου ενενήντα μοίρες. Πολύ μεγάλη σκολίωση.
Με τα χρόνια έμαθα ότι στη μητέρα μου δε με δώσανε αμέσως όταν γεννήθηκα, προφανώς δεν ξέρω, δε θέλαν να τη στεναχωρήσουνε, να την τρομάξουνε και τα λοιπά. Επίσης έμαθα ότι τότε οι γιατροί τους συνέστησαν στους γονείς μου αν θέλανε να μου κάνουν ευθανασία, να με δώσουν για πειράματα ή για υιοθεσία. Οι γονείς μου αποφάσισαν ότι θέλαν να μου δώσουνε μια ευκαιρία και με πήραν σπίτι.
Θυμάμαι βέβαια ότι πρέπει να είχα έναν πάρα πολύ έντονο χαρακτήρα κι ένα πείσμα. Γιατί παρόλο που μου ‘λειπε το αριστερό μου πόδι, μού λέγανε ότι γυρνούσα όλο το χωριό με το ένα πόδι και το αριστερό χέρι για να αντικαθιστώ το πόδι μου και πήγαινα όπου ήταν οι γονείς μου, σε κάποια χωράφια, σε κάποιες δουλειές, εγώ πήγαινα και τους έβρισκα. Αυτά τα χωριά αυτά τότε ήταν κι άγονα και χωρίς δρόμους και, και, και... φαντάζομαι πρέπει να ήμουνα και πολύ σκληρό, ας το πούμε, παιδάκι, είχα πολύ-πολύ-πολύ θάρρος, ας το πούμε έτσι.
Στην ηλικία τεσσάρων αρχίσαμε να γυρνάμε τα νοσοκομεία, ήρθαμε στην Αθήνα για να δούμε τι μέλλει γενέσθαι, δηλαδή τι μπορούνε να κάνουν με την καθώς μεγάλωνα. Και γυρίσαμε σχεδόν όλα τα ιδρύματα-νοσοκομεία και τότε οι θείοι μου κι οι γιατροί τους συνέστησαν το Π.Ι.Κ.Π.Α. Βούλας, το οποίο τότε λειτουργούσε σαν ίδρυμα, είχε μέσα και φυσιοθεραπευτήριο, είχε και κάποιους γιατρούς, νοσοκόμες, δεν είχε χειρουργεία και τέτοια πράγματα, απλά ήταν σαν ένα ίδρυμα, είχε και σχολείο. Και στην ηλικία νομίζω των τεσσάρων μέχρι κι εφτά έμεινα στο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Βούλας, εκεί μεγάλωσα δηλαδή. Εκεί πέρασα τα αρκετά τα παιδικά μου χρόνια.
Υπήρχαν δώδεκα θάλαμοι στο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Βούλας. Ξεκίναγε, ξέρω ‘γω, με τη διακομιδή, που ήταν παιδάκια από μηνών, καθώς είχαν γεννηθεί, διότι αρκετοί γονείς δεν μπορούσαν ούτε να μεγαλώσουν, ούτε να δεχτούν το «ανάπηρο παιδί» σε εισαγωγικά και πολλά παιδιά τα είχαν βρει στα σκουπίδια, ερχόντουσαν τα εγκαταλείπανε, δεν τα παίρναν πίσω ποτέ. Κι υπήρχαν από μηδέν, ξέρω ‘γω, ηλικία, έως κάποιοι σαράντα πέντε-πενήντα, ας πούμε.
Θυμάμαι όταν πήγαμε στους θαλάμους κι ήμασταν πιτσιρίκια, οι μεγαλύτερες κοπέλες, σε εισαγωγικά, μας- ήταν κάτι σαν μας «υιοθετούσανε», να το πω κι έτσι. Κι είχες μια μικρογραφία, ας πούμε, μιας οικογένειας. Είχες τον προστάτη σου, να το πω κι έτσι, κάπως. Δηλαδή αν σε πειράζαν τα άλλα τα παιδιά σε προστατεύανε, τους μαλώνανε κι ούτω καθεξής.
Δηλαδή πολλά παιδιά μαζί και τα βράδια να κλαις, να θέλεις τους γονείς σου κι ειδικά τη μητέρα σου, ας πούμε, όταν μου είσαι τεσσάρων-πέντε-έξι-επτά-οκτώ χρονών. Κι αυτό, αυτό ήταν το μεγαλύτερο δηλαδή που σου μένει ένα κατάλοιπο από ένα ίδρυμα, είναι αυτό. Λες: «Γιατί εγώ να είμαι εδώ και να μην είμαι με την οικογένειά μου;» ας πούμε.
Έπρεπε να κάνω και κάποιες επεμβάσεις διότι η σκολίωση μεγάλωνε, δεν είχα βάλει κάποιο τεχνητό μέλος, έπρεπε κάπως να βοηθήσει η ιατρική να μπορέσω να εφαρμόσει κάποιο μέλος και στο πόδι κι η σκολίωση να σταματήσει. Διότι κινδύνευα, ας πούμε, να στραβώσω τόσο πολύ που κινδύνευε κι η ζωή μου.
Στο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Βούλας δεν είχαμε χειρουργεία, δεν υπήρχανε τέτοιες εγκαταστάσεις και για αυτό και μας μεταφέρανε στο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Πεντέλης, στο οποίο υπήρχαν όντως κάποια χειρουργεία. Και στην ηλικία των έντεκα με δώδεκα νομίζω, γιατί ήμουνα και πάρα πολύ αδύναμο παιδί, επρεπε να μεγαλώσω λίγο για να γίνει σπονδυλοδεσία. Σπονδυλοδεσία είναι μια στη σπονδυλική στήλη βάλανε μια ράβδος, μία- ένα σίδερο στη σπονδυλική μου στήλη από τον αυχένα μέχρι κάτω.
Έγινε η επέμβαση, ήταν επιτυχής. Βέβαια έμεινα έναν χρόνο στο κρεβάτι σχεδόν, με έναν ολόσωμο γύψο. Μετά περίπου από δύο μήνες από αυτήν την επέμβαση, η οποία ήταν επίπονη κι όλα αυτά, έπρεπε να κάνω άλλη μια στο αριστερό μου πόδι στο ισχίο για να μπορέσουμε να βάλουμε τεχνητό μέλος, ώστε να βαδίζω και να σηκωθώ, να αλλάξω κι επίπεδο, ας πούμε. Ενώ εκεί κινιόμουνα κάτω, έπρεπε να σηκωθώ μ’ έναν τρόπο στα δύο πόδια, σ’ αυτό το επίπεδο. Κι έτσι κι έγινε, όντως. Αυτή η επέμβαση κράτησε τρεις μήνες, δηλαδή ο γύψος. Βέβαια είχα πιο πολλούς πόνους κτλ. αλλά κι αυτό το άντεξα και το ξεπέρασα. Κι αφού τελείωσαν και τα δύο χειρουργεία μπορέσαμε κι οι ειδικοί, δηλαδή οι ορθοπεδικοί, φτιάξαμε ένα τεχνητό μέλος, το φόρεσα κι επιτέλους μπορούσα να περπατήσω. Απ’ το να περπατάω με το χέρι και το πόδι.
Είναι απίστευτο για ένα παιδάκι δέκα-έντεκα χρόνων, πόσο ήμουνα; Θυμάμαι, βέβαια, όταν έχεις μια ολόσωμο γύψο, θυμάμαι ότι η φαγούρα ήταν απίστευτη! Ό,τι παιδικό αποκριάτικο, σπαθάκια, διάφορα που υπήρχαν τότε, τα χρησιμοποιούσα για να τα βάζω μέσα απ’ τον γύψο, από διάφορες πατέντες που είχα κάνει για να ξύνομαι. Και θυμάμαι, όταν μου βγάλαν τον γύψο με το πριόνι -γιατί τότε υπήρχαν τα πριόνια και τον κόβανε- και βγήκε αυτός ο ολόσωμος ο γύψος, το σώμα μου δεν μπορούσα να το κρατήσω όρθιο κι ένιωθα, δηλαδή ήταν απίστευτο πόσο ελαφρύ ήτανε.
Συνέχισα το σχολείο το δημοτικό, το τελείωσα εκεί στο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Πεντέλης. Κι ό,τι ήταν να γίνει ιατρικώς είχε γίνει, δηλαδή η επιστήμη είχε κάνει το καθήκον της. Τώρα έπρεπε ή να με αναλάβει η οικογένεια ή κάτι άλλο να συμβεί, κάτι άλλο να γίνει.
Δε γύρισα στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου. Θυμάμαι δεκατέσσερα μισό υπήρχε ένα κέντρο αποκατάστασης αναπήρων στη Λεωφόρο Χασιάς κι η μετάβαση ήταν αυτή. Δηλαδή δεκατέσσερα μισό πήγα στο ίδρυμα ώστε να συνεχίσω το σχολείο μου, σε άλλο ίδρυμα, τρίτο, ώστε να συνεχίσω το σχολείο και να μάθω κάποια τέχνη, ας το πούμε, για να γίνω ένας χρήσιμος άνθρωπος.
Και βέβαια μετά, στην εφηβεία, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο κι εμένα ότι είμαι διαφορετική, αλλά όχι «είμαι διαφορετική γιατί είχα μια αναπηρία», αλλά γιατί έτσι ήμουνα σαν άνθρωπος, σκεφτόμουνα τι είναι αυτό που θα με πάει πιο μπροστά. Ναι μεν είχα γεννηθεί με μια αναπηρία, με ένα «ελάττωμα» σε εισαγωγικά -ελάττωμα με βάση με το κοινωνικό μοντέλο, έτσι; Οι ταμπέλες αυτές όλες είναι, πώς να το πω, της κοινωνίας μας- πώς θα μπορέσω να διαχωρίσω την αναπηρία μου με το μυαλό μου, με το ποια είμαι στην πραγματικότητα; Κι αυτό προσπάθησα να κάνω, είναι να αναπτύξω πολύ το μυαλό μου, το πνεύμα μου, είδα ότι εκεί είχα έφεση. Δηλαδή λέω ΟΚ, για να μπορέσεις να αντισταθμίσεις και να 'σαι δυνατή και να ανταπεξέλθεις, θα πρέπει να φτάσεις σε ένα επίπεδο γνώσεων. Και για μένα, για να μπορέσω να ανταπεξέλθω όλο αυτό το κοινωνικό το μοντέλο, το οποίο μου λέει ξέρεις δεν...
Ενώ είχα μεγάλη αναπηρία, ήμουν πάρα πολύ υπερκινητική κι υπερδραστήρια. Κι είχα πάρα πολλή ενέργεια σαν άνθρωπος και δεν είχα πού να τη διοχετεύσω, από τη στιγμή που είχα φάει τόσο πολλή απόρριψη. Εντάξει, φάγαμε πάρα πολλή απογοήτευση, ειδικά στον επαγγελματικό τομέα. Βέβαια δούλεψα σε κάποιες δουλειές αρκετά, αλλά όχι ικανοποιητικά ή σε κάποιον κλάδο που να ήθελα πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι αυτή. Και μετά αναγκαστικά πρέπει κάπως, κάπου, κάπου να στραφείς για να επιβιώσεις. Και λες θα επιβιώσω και θα ζήσω όπως μπορώ κι όπως θέλω εγώ.
Και κατάλαβα ότι αν αθληθώ, κι η ποιότητα ζωής μου θα καλυτερεύσει και το προσδόκιμο ζωής, ας πούμε, θα είναι, κι ανεβαίνει, αλλά είναι και θα είχα μια καλή ποιότητα ζωής ως άτομο με αναπηρία, κι η εικόνα μου θα βελτιωνόταν η εξωτερική. Έτσι κι έγινε, ας πούμε. Στράφηκα προς τον αθλητισμό.
Ξεκίνησα ήπια. Βαρέθηκα, να πω την αλήθεια μου, βαρέθηκα τα ήσυχα τα αθλήματα και στράφηκα σε πιο λίγο πιο extreme, ίσως γιατί απαιτούσαν δυσκολία. Ό,τι απαιτεί το πιο δύσκολο, αμέσως και το πιο δύσκολο ήθελα, δηλαδή ήθελα να ανέβαινα επίπεδα δυσκολίας. Κι εκεί βρήκα, ας τις πούμε, τις πρώτες αντιδράσεις: «Γιατί το κάνεις αυτό;» ξέρω ‘γω. «Δε φοβάσαι;» «Δε φοβάσαι να μη χτυπήσεις;» «Δε φοβάσαι να πονέσεις;» Kαι του ‘λεγες του άλλου: «Και τι να κάνω», ας πούμε, «να κάτσω σπίτι μου να... Όχι, δε φοβάμαι». Ή σου λέγανε: «Γιατί το κάνεις τώρα αυτό;» Το κάνω, το κάνω γιατί μου αρέσει, γιατί μου προκαλεί ευχαρίστηση, γιατί ίσως αυτό είμαι, αυτό θέλω.
Κι έτσι ξεκίνησε, μπήκε το σαράκι του αλπικού σκι. Τι είναι το αλπικό σκι; Όπου έβαλα κι εγώ ένα πεδιλάκι, δειλά-δειλά με κρατούσαν οι εκπαιδευτές από μια κουκούλα που είχα, και ξεκινήσαμε, άρχισα να τσουλάω λίγο-λίγο, λίγο-λίγο. Ώσπου έφτασε το 2006 και κάναμε ένα σεμινάριο στον Παρνασσό. Εγώ δεν είχα ξαναπάει ποτέ στον Παρνασσό, δεν ήξερα, ούτε είχα ιδέα. Έτσι και ξεκίνησε η φάση.
Ξεκινήσαμε τη Δευτέρα, ήρθε ο δάσκαλος, με πήρε, πήγαμε να κατεβούμε την πλαγιά, σκοτωθήκαμε. Εγώ έφαγα πάρα πολύ ξύλο, πάρα πολλές τούμπες. Απογοητευμένη πήγα στο ξενοδοχείο, έλεγα στον εαυτό μου τι τα θέλεις τώρα αυτά; Με τόση αναπηρία; Έλεγα, έλεγα πολλά άσχημα, να λέω την αλήθεια, πολλή απογοήτευση. Μέχρι που μου ‘λεγε το παιδί: «Έλα, μην τα παρατάς. Αύριο θα είναι καλύτερα. Θα βάλουμε άλλο πέδιλο κτλ.»
Την Τρίτη, όντως, είχε μαλακώσει το χιόνι, άρχισα να τρώω λιγότερες τούμπες, που σημαίνει λιγότερος πόνος, σημαίνει ότι α, κάτι έχω πιάσει από την τεχνική. Κάπως θα τα καταφέρω. Ε, τρίτη-τέταρτη μέρα όντως, αυτός καθόταν πάνω από το lift, με χαιρέταγε, εγώ κατέβαινα μόνη μου την πλαγιά. Έτσι ξεκίνησε η πολύ μεγάλη τρέλα με το σκι. Μέχρι που πήγαμε στην Παραολυμπιάδα. Δεν είχαμε ξαναστείλει ελληνίδα αθλήτρια στο εξωτερικό, δεν είχε συμμετάσχει γυναίκα σαράντα χρόνια και.
Ήρθε η ο καιρός του 2010, οι Παραολυμπιακοί ήταν στον Καναδά, στο Βανκούβερ. Ξεκινήσαμε να κάνουμε προ-ολυμπιακή προπόνηση. Σε κάποια προπόνηση, έναν μήνα πριν, ενάμιση, εγώ έπεσα κι έσπασα το χέρι μου. Αριστερό πόδι κι αριστερό χέρι είχαν βγει εκτός. Όμως κι εκεί είπα, δεν έβγαλα κιχ. Είχα το δικαίωμα να πάω να δω αν έχω την πίστα κι αν δεν έχω την πίστα να πω ΟΚ, δεν αγωνίζομαι.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να παμε στους Παραολυμπιακούς έκανα κάποια αποκατάσταση, όσο μπορούσα βέβαια, ποτέ δε θα ήταν αρκετή, το έλεγαν κι οι γιατροί κι οι φυσικοθεραπευτές ότι ήταν πολύ λίγο το διάστημα που έσπασα το χέρι μου. Και στο σκι, δυστυχώς, χρησιμοποιούσα πάρα πολύ και τα χέρια μου. Όμως δεν το έβαλα κάτω.
Πήγαμε στο Βανκούβερ και συμμετείχα, συμμετείχε κι η χώρα για πρώτη φορά στην ιστορία του Χειμερινών Παραολυμπιακών Αγώνων, να έχει και συμμετοχή και τερματισμό μιας γυναίκας, της πρώτης γυναίκας, που έχω την τιμή να είμαι εγώ. Τερμάτισα, γράφτηκε στην ιστορία και τελείωσε, αυτό ήτανε. Ναι, δε με ένοιαξε καθόλου, ας πούμε, το... ούτε τα μετάλλια, ούτε τίποτα. Δηλαδή, αν δεις το βίντεο του τερματισμού, έχω μόνο ένα χαμόγελο, δεν έχω τίποτα άλλο. Που σημαίνει κι ένα ναι ρε, τα κατάφερα! ας πούμε.
Να τερματίζεις, δηλαδή όλοι οι αγώνες, είτε είναι αθλητικοί είτε είναι ζωής, πρέπει να το φτάνεις μέχρι τέρμα. Δηλαδή, το μυστικό είναι να τερματίσεις, να τα καταφέρεις με έναν τρόπο να τερματίσεις.