Αετόπουλος Παύλος κι έχω γεννηθεί στα Πιέρια όρη. Στην κυριολεξία, αυτό που λένε. Σ’ ένα καλύβι.
Η μητέρα μου ήταν αγρότισσα από ένα χωριό των Πιερίων. Ο πατέρας μου είναι γιος δασκάλου, έχει μπει στον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς, αυτό που λέμε το πρώτο αντάρτικο, στο ΕΑΜ. Η μητέρα μου είναι κοντά στην Εθνική Αντίσταση. Το 1947 βγαίνει στο βουνό και κάπου εκεί στα τέλη του ’48, συναντάει και γνωρίζεται με τον πατέρα μου.
Ήταν μια σχέση που ξεκίνησε από έρωτα. Μέσα σε αυτή τη σχέση φτάνουνε στο γάμο, έχουνε παντρευτεί στον παλιό Παντελεήμονα στα Πιέρια και στην πορεία έρχεται ο καρπός αυτού του έρωτα που είμαι εγώ. Ένα βρέφος που γεννιέται στην κυριολεξία στα βουνά, σ’ ένα καλύβι. Να σκεφτείτε ότι μαζεύανε, τη δροσιά, τα φύλλα των δέντρων για να μαζέψουν λίγο νερό και με αυτό το νερό που μάζευαν είχανε γάλα σκόνη και κάνανε γάλα για να το πιώ. Και βέβαια, υπήρχαν πάρα πολλές μικρο-ιστορίες, που υπήρχε μία υπερβολική συμπάθεια της ομάδας αυτής στο πρόσωπό μου. Προσπαθούσε ο καθένας να έχει μία ιδιαίτερη σχέση μαζί μου, να με παίζει, να με λέει ιστορίες, παραμύθια και λοιπά… σαν μπιμπελό, θα έλεγα, έτσι με χρησιμοποιήσανε.
Αυτή η κατάσταση κρατάει στα βουνά περίπου τους έξι μήνες, δηλαδή από τον Ιούνιο φτάνουμε στο Δεκέμβριο, χειμώνας πλέον. Ο Εμφύλιος είναι στο τέλος του κι η ομάδα αυτή πρέπει να βρει τώρα τρόπο, ουσιαστικά, να φύγει προς τις τότε σοσιαλιστικές χώρες.
Σε μία διαδρομή πέφτουν επάνω σε μία ομάδα του Εθνικού Στρατού, η απόσταση που τους χωρίζει είναι πάρα πολύ μικρή. Ο φόβος εγώ σαν παιδί, σαν βρέφος να κλάψω, να δημιουργήσω μία συνθήκη που πιθανότητα τους προδίδει τη θέση τους… αυτό θα σήμαινε το λιγότερο να τους συλλάβουνε μέχρι να τους σκοτώσουνε. Κι έτσι αποφασίζουν μέσα σε έναν χρόνο πολύ γρήγορο, να αφήσουν εμένα σε ένα συγκεκριμένο σημείο και παίρνουν ένα μονοπάτι για να φύγουνε.
Κι έρχεται τώρα ο στρατός και βρίσκει εμένα, ένα βρέφος, μέσα σε μία προβιά. Αφήσανε το σκοπό που είχανε, να βρούνε τους αντάρτες, και να ασχοληθούνε με μένα. Αυτή η ομάδα είναι μία ομάδα στρατιωτική, η οποία ανήκει στη Λάρισα. Οπότε βρίσκοντας ένα βρέφος, ο αξιωματικός που είναι υπεύθυνος εκεί πρέπει να το παραδώσει στη μονάδα του, σαν όχι βέβαια λάφυρο ή αντικείμενο, αλλά σαν ένα περίεργο συμβάν.
Εκεί ο αξιωματικός, ένας συνταγματάρχης, με πάει στο νοσοκομείο Λάρισας. Ο ίδιος αναλαμβάνει να γίνει νονός μου και μετά από ένα διάστημα, αφού προσπάθησε να με υιοθετήσει αυτός, γιατί είχε οικογένεια ή να με δώσει κάπου να με υιοθετήσουνε και δεν έγινε αυτό δυνατόν, μ’ έδωσε μία ανάδοχη οικογένεια.
Δόθηκα σε μια οικογένεια γύφτων, τσιγγάνων. Βέβαια, δεν ήταν οι τσιγγάνοι αυτοί που γυροφέρνουνε, ακόμα και σήμερα. Είχανε τη σταθερή τους δουλειά, είχανε το σπίτι τους και παίρνανε ένα ποσόν οικονομικό για τα έξοδα που θα είχαν απέναντι σε ένα βρέφος. Κι έτσι έγινε ανάδοχη οικογένεια αυτή. Το παιδί, το οποίο πλέον ονομάζεται «Παύλος», το όνομα του βασιλιά, κι «Ελασσονίτης», στο όνομα της πόλης που πρωτοσταμάτησε ο αξιωματικός που το βρήκε στα Πιερία.
Ο πατέρας μου πεθαίνει μετά από έναν τραυματισμό που έχει στο πόδι από γάγγραινα στα βουνά της Ηπείρου, πηγαίνοντας προς Αλβανία ή Γιουγκοσλαβία τότε. Η μητέρα μου μένει μόνη της, όλη η ομάδα φεύγει. Κι αυτή από ένστικτο; Από φόβο; Σκέπτεται πίσω στο μυαλό της: «Να σταματήσω εδώ, να μη φύγω, να πάω να ψάξω αυτό το παιδί που άφησα. Αν ζει, δε ζει». Παραδίδεται στις αρχές του κράτους στα Ιωάννινα. Εκεί στα Γιάννενα, καταδικάζεται ως αντάρτισσα.
Μετά από τρία χρόνια, αφού μεσολαβούν φυλακίσεις και λοιπά στη μητέρα μου, μπαίνει στη διαδικασία να ψάξει ένα βρέφος το οποίο το εγκατέλειψε το 1949. Και πράγματι αρχίζει και βρίσκει τρόπους, μεθόδους, ανθρώπους, από πληροφορίες, φτάνοντας ακόμα και στη βασίλισσα, τότε τη Φρειδερίκη. Της στέλνει ένα γράμμα να της πει ότι έτσι κι έτσι την ιστορία όλη, πως εγκατέλειψε ένα παιδί και λοιπά. Η βασίλισσα της στέλνει μια απαντητική επιστολή, η οποία λέει ότι: «Εγώ θα μεριμνήσω να ρωτήσω, να μάθω ό,τι μπορώ να μάθω».
Και πράγματι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα παίρνει ένα γράμμα από τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που έγινε και νονός μου εκείνη την εποχή, και της λέει ότι: «Ναι, εγώ γνωρίζω αυτή την ιστορία, διαδραματίστηκε στα Πιέρια». Λοιπόν: «Έφτασε στη Λάρισα, εγώ έγινα νονός και το έδωσα σε μία ανάδοχη οικογένεια. Βέβαια, δε γνωρίζω την ανάδοχη οικογένεια».
Έτσι, η μητέρα μου φτάνει στη Λάρισα μέσω πλέον δικηγόρων και λοιπά για να ανοίξουν τα χαρτιά κι οι φάκελοι. Να σκεφτείτε τώρα μιλάμε για αμέσως μετά τον Εμφύλιο, τα «σκιάζει η φοβέρα» για κάθε λογική και κάθε ιδεολογία αριστερή. Παρόλα αυτά είχε το θάρρος για να μη διστάσει. Και κάποια στιγμή βρίσκει την οικογένεια.
Εκεί υπάρχει ένα πρόβλημα. Η οικογένεια αυτή δε θέλει να δώσει το παιδί. Η ανάδοχη οικογένεια λέει: «Όχι, δεν το δίνουμε εμείς το παιδί. Το θέλουμε, το αγαπάμε» και λοιπά και λοιπά. Κι αυτό αναγκάζει τη μητέρα μου να φτάσει μέχρι και στο δικαστήριο. Να γίνει δικαστική απόφαση αν το παιδί πρέπει να γυρίσει στη βιολογική του μητέρα ή όχι. Και πώς θα αποδειχθεί αυτό; Γιατί μιλάμε για μία εποχή που δεν έχει σχέση με DNA που γνωρίζουμε σήμερα κι όλα αυτά.
Η μητέρα μου λέει ότι στο δικαστήριο, αφού είμαι κι εγώ παρών εκεί, διάλεξα τη μητέρα μου. Κι αυτός ήταν ένας λόγος που είπε ο δικαστής ότι: «Αυτή είναι η φυσική του και βιολογική του μητέρα, το επιστρέφουμε». Σημασία έχει ότι όντως πήγα στη βιολογική μου μητέρα και μετά το ’52, ζω με τη μητέρα μου.
Εγώ φέρνω το όνομα Παύλος Ελασσονίτης, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα, σαν να μην υπάρχω από πουθενά. Και το ελληνικό κράτος λέει: «Και τώρα πρέπει να διαλέξεις να βάλεις ένα όνομα πατρός, μητρός, διότι είσαι αγνώστου πατρός και μητρός». Το επώνυμό του πατέρα μου είναι Κωνσταντινίδης. Διότι η μητέρα μου, παρόλο που έχει επίσημο γάμο στην εκκλησία, δεν μπορεί να φέρει τους μάρτυρες που ήταν στο γάμο, διότι οι μάρτυρες είναι αντάρτες. Ποιος θα τολμήσει τη δεκαετία του ‘50 να πάει σε ένα δικαστήριο ελληνικό και να πει: «Εγώ κύριε πρόεδρε ήμουν αντάρτης κι ήμουνα στο γάμο των ανθρώπων αυτών;» Άρα, πρέπει αυτή η ιστορία να κλείσει εκεί. Η διαδικασία είναι να δεχτεί η μητέρα μου ότι είναι αγνώστου πατρός, αλλά της Ζωής Αετοπούλου. Κι έτσι ζω με το όνομα, με το καινούργιο όνομα πλέον. Το Παύλος παραμένει, αλλά το Ελασσονίτης γίνεται Αετόπουλος. Κι έτσι είμαι ένα παιδί, πώς λέει το τραγούδι: «χωρίς πατέρα, με μητέρα».
Πάντα ήμουν υπερήφανος για τον πατέρα μου από αυτά που άκουσα. Δεν τον έζησα καθόλου, δεν έχω ούτε μία μορφή του, τίποτα. Το μόνο που έχω είναι μία φωτογραφία. Αλλά όσες φορές έτυχε να ακούσω από ανθρώπους, μιλούσαν για έναν άνθρωπο της προσφοράς, αυτό που κι η μάνα μου το τόνισε πάρα πολλές φορές. Αλλά δεν έχω καμία έτσι προσωπική εμπειρία για τον πατέρα μου. Κι είναι μια πολύ έτσι θολή κατάσταση για μένα, αυτή η ιστορία.