Είμαι γεννημένη το 1951, Δεκέμβριος του '51. Στα εφτά μου χρόνια πήγαμε Γερμανία με τους γονείς μου, εκεί πήγα σχολείο, εκεί μεγάλωσα, και στα δεκαεφτά μου επέστρεψα Ελλάδα για να μάθω τα ελληνικά, με σκοπό πάλι να γυρίσω Γερμανία, γιατί ήθελα να πάω Ιατρική, να σπουδάσω εκεί.
Στην πορεία, εδώ γνώρισα τον μελλοντικό σύζυγο, ο οποίος ήτανε μηχανικός εμπορικού ναυτικού και θα ξεκινούσε πλέον την καριέρα του στα πλοία. Η μέλλουσα πεθερά μου το σκέφτηκε λιγάκι και σου λέει, εάν φύγει Γερμανία η Ευγενία, ο γιος της δε θα ‘ρχόταν Ελλάδα να τη βλέπει, πολύ φυσικό δηλαδή. Είχε ακούσει πως υπήρχαν ανθυποπλοίαρχοι γυναίκες, άρχισαν να πηγαίνουνε, ασυρματιστές. Μου άρεσε η ιδέα. Κι έτσι, αντί Ιατρική Γερμανία, πήγα στη Σχολή Ασυρματιστών στη Θεσσαλονίκη, στον Ευκλείδη.
Πριν τελειώσει το πρώτο έτος ήτανε για το Πάσχα να πάω δυο βδομάδες στη Μασσαλία, μια που ήταν το βαπόρι dry docking. Ήτανε το Courageous Colocotronis. Παίρνει τηλέφωνο ο Θωμάς και λέει: «Λοιπόν, δε φέρνεις και τα χαρτιά του γάμου μαζί;» Κι έτσι κι έγινε.
Παντρευτήκαμε στο Courageous Colocotronis, μέσα στο πλοίο. Ο παπάς ήταν Έλληνας από την ελληνική παροικία της Μασσαλίας, όλο το πλήρωμα εκεί. Βλέπω παρανυφάκια: μια μιγάς, μιγάδα ήτανε, και μία άλλη. Παραξενεύτηκα πραγματικά. Μετά διευκρινίστηκε βέβαια το θέμα, ένας τρίτος μηχανικός αποβραδίς στο καμπαρέ λέει: «Εσείς οι δύο θα έλθετε στο πλοίο!» Κρατούσαν τις λαμπάδες.
Κι έγινε πολύ ωραία τελετή. Υποτίθεται θα ‘ταν κουφέτα και ρύζι αυτά που ρίχνανε. Κάτι, κάτι πάτησα, κάτι μου φάνηκε παράξενο. Κοιτάζω… «Φασόλια γίγαντες!» κάνω μία. Και σηκώνεται αυτός ο τρίτος μηχανικός, που είχε φέρει τις δυο κοπέλες από το καμπαρέ, και λέει: «Κυρία Ευγενία, λυπήθηκα τα κουφέτα να τα πετάξουμε. Να τα φάμε στο ταξίδι!» Οπότε με τον μάγειρα αλλάξανε και βάλανε φασόλια γίγαντες και μας ρίχνανε, δεν το καταλάβαμε βέβαια, φασόλια, γίγαντες και ρύζι.
Γύρισα Ελλάδα μετά, τελείωσα τη δεύτερη χρονιά. Από τις έξι γυναίκες, καμία δεν ταξίδεψε. Η μόνη που ταξίδεψα ήμουν εγώ.
Το πρώτο ταξίδι ήταν Jebel Dhanna, αραβικές χώρες. Ήμουν σαν δόκιμος ασυρματιστής, στο ίδιο πλοίο βέβαια με τον σύζυγο. Φτάνω στο βαπόρι με πέντε δόκιμους μηχανικούς. Όταν είδαν γυναίκα, σου λέει: «Ωχ…» Το πλοίο ήτανε ξεφόρτωτο, γιατί ήταν γκαζάδικο, κατοστάρι βαπόρι. Σου λέει: «Τώρα πώς θα ανέβει;» Υπήρχε ανεμόσκαλα στην πρύμνη. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν η μισή σκάλα όμως, ήταν στον αέρα. Μου ρίχνουν βιλάι -σχοινί- για να δεθώ. Εννοείται ότι δεν το πήρα. Και σκαρφάλωσα έτσι, γιατί τώρα γυναίκα να θέλεις να σταθείς εκεί και να χρησιμοποιήσεις, ας πούμε, βοηθητικά μέσα, ε δε στέκει με τίποτα. Αλλά δεν είχα και κανένα πρόβλημα εγώ.
Ο ασυρματιστής ήταν εκείνη την εποχή ναι, γιατί τώρα δεν υπάρχει, το στόμα και τα αυτιά του βαποριού. Ήταν Φιλιππινέζος μαρκόνης. Πολύ ευγενικός. Ξεκαθάρισε στον Θωμά ότι: «Μάστρο-Τόμας, it's like my sister». Πράγματι ήταν έτσι. Βάφαμε και τα νύχια, σε τέτοιο σημείο… οπότε δεν έπεσε και πολύ έξω σ’ αυτό! Το πρωί πήγαινα στον ασύρματο, βοηθούσα όπου μπορούσα, μάθαινα μάλλον, κυρίως στην αρχή. Σιγά-σιγά έμπαινα κι εγώ στο πνεύμα.
Στέλνω το τηλεγράφημα. Ο συνάδελφος της στεριάς, ας πούμε, από το «Αθήνα Ράδιο» χτυπάει, τώρα με τον Κώδικα Μορς, έτσι; Χτυπάει: «Αραπίνες, μαύρες, ερωτιάρες!» Οπότε τον σταματάω και του λέω: «Εδώ, γυναίκα». Μην πει τίποτα άλλο κι αισθανθεί μετά άσχημα, και μάθει σε αυτό το πλοίο είναι γυναίκα. «Καλό ταξίδι» κλπ. Ο άνθρωπος κοκάλωσε. Δεν περίμενε, πού να καταλάβεις.
Στον ασύρματο μιλούσαμε πάντοτε μεταξύ μας, με τ’ αρχικά μας. Ας πούμε, εγώ ήμουν «ΕκοΡομεο», «Ε.Ρ.», Ευγενία Ρακιτζή. Ο άλλος ήταν «ΟΛΥ» από Ολυμπιακός, ας πούμε. Σε κάποια φάση, ακούω να λέει: «Συντονίσου λίγο καλύτερα γιατί», λέει, «η φωνή σου, συντονίσου λιγάκι, δεν είναι καλή. Η φωνή σου δεν ακούγεται καλά». Λέω: «Καλά ακούς. Γυναικεία φωνή ακούς». «Τι λε- ρε; Γυναίκα θα με κάνει εμένα QSP;» «Ε καλά, λέω, πήγαινε μόνος σου, τότε».
Μια γυναίκα τις περισσότερες φορές μόνη της στο βαπόρι, θα πρέπει να αποδείξει, γιατί ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, τον εμπνέεις. Έτυχε σε μια κακοκαιρία να σταματήσει το ραντάρ, να είμαστε κοντά στη στεριά. Ήτανε νύχτα κι ανέβηκα επάνω στην κεραία του ραντάρ, τώρα γκαζάδικο εκατοστάρι, είναι περίπου δυο ποδοσφαιρικά γήπεδα μάκρος. Άρα αντιστοίχως είναι κι η κεραία ψηλά κι όλα τα σχετικά. Λοιπόν, ανέβηκα επάνω στην κεραία. Κάποιος με είδε απ’ το μηχανοστάσιο προφανώς και τρέχει κάτω στον σύζυγο και του λέει: «Μάστρο-Θωμά! Η κυρία Ευγενία ανέβηκε στην κεραία του ραντάρ!» Ατάραχος ο Θωμάς: «Ε, κάτι θα ‘χε να κάνει». Νυχτιάτικα τώρα... Το επισκεύασα κι ήμασταν λίγο πιο ασφαλείς.
Ήταν οι κακοκαιρίες ήτανε ζόρικες, γιατί πήγαινες ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Ταξιδεύαμε στον Περσικό, Cochin, Νότια Ινδία. Το πλοίο να γίνεται υποβρύχιο, στην κυριολεξία. Έξι ορόφους χτύπησε εκείνο το κύμα, ας πούμε, ψηλά, να σκεπάζει το gangway, τα πάντα, να φαίνεται το πλοίο σαν Νιαγάρας. Μιλάμε τώρα για ζαλάδα… θυμάμαι από τον πολύ τον εμετό έπαθα εξάρθρωση το σαγόνι. Μου βγήκε το σαγόνι. Ο σύζυγος μετά, το βαλε, σαν μηχανικός, το ‘βαλε πάλι στη θέση του. Γιατί εντάξει, αν ξέρεις την ανατομία, πώς είναι το σαγόνι, το βάζεις εύκολα.
Κατά τα άλλα, στα βαπόρια οι ώρες κυλούσανε λίγο παράξενα. Δύσκολα. Τυπικά τότε ήταν δυο φορές την εβδομάδα υπήρχε ταινία, ας πούμε. Βέβαια και σκάκι να παίζουμε, και βέβαια διάβασμα, πολύ διάβασμα. Μετά από τρεις βδομάδες περίπου, τελείωναν όλα τα φρέσκα, ας πούμε. Κι ό,τι ήταν, ήταν κονσέρβα από εκεί και πέρα. Εγώ καλλιεργούσα στον ασύρματο επάνω διάφορα. Μου άρεσε. Να είσαι μες στον Ειρηνικό και να κατεβαίνεις στην τραπεζαρία και να έχεις ένα πιάτο με μικρά αγγουράκια και μικρές ντοματούλες, ήτανε…
Από τον Ειρηνικό επικοινωνούσα τις πολύ μικρές ώρες, δηλαδή 3, 4, 5 η ώρα, το πρωί. Άρα δηλαδή εγώ πλέον, δεν κοιμόμουν καθόλου. Εν τω μεταξύ, τους έβγαζα όλους και τηλέφωνα. Ξενυχτούσα για να τους βγάλω τηλέφωνα. Να μιλάνε με τις οικογένειές τους. Δώδεκα ώρες διαφορά, δηλαδή 4 η ώρα εκεί, 5 η ώρα, 5 η ώρα απόγευμα εδώ. Κι εκεί που έβλεπες τον άλλον στα λιμάνια εδώ κι εκεί, όταν ήταν και μιλούσε με την οικογένεια, να το δάκρυ να τρέχει! Μιλούσε και με τα παιδιά κλπ. να το δάκρυ να τρέχει!
Στο Cochin βέβαια εκεί, ερχόντουσαν βάρκες, τις βλέπαμε τώρα κάτω από το πλοίο, να μας κάνουν διάφορες παραστάσεις για να τους ρίξουμε ρουμπίες κι οτιδήποτε άλλο θέλαμε. Σε μια βάρκα ήταν τέσσερα άτομα: δυο παιδιά, η γυναίκα κι ο σύζυγος. Να έχουν ένα σαν χούλα-χουπ, αλλά δεν ήταν μεγάλο, ήταν μικρό, στεφάνι, ας το πούμε. Έβαζε το παιδί μέσα. Βάζει και το δεύτερο παιδί. Βάζει και τη γυναίκα του. Πόσο, βρε παιδί μου; Αφού δε βλέπαμε χώρο να μπει αυτός. Κι όμως, πώς μπήκε εκεί μέσα, το πώς, έβλεπα, έμπαινε στα κορμάκια των παιδιών και της συζύγου για να μπορεί να μπει κι αυτός μέσα. Λέω, τι κάνει ο κόσμος άλλο για να του ρίξεις; Τι φτώχεια εκείνη την εποχή… Μια άλλη βάρκα, ήταν ένας μόνος του ήτανε. Σε έναν κουβά είχε βατράχια. Σε άλλον κουβά πρέπει να ήταν νερόφιδο. Παίρνει με τον κουβά νερό, να πίνει εκείνο το νερό, να καταπίνει τον έναν τον βάτραχο, άντε τον δεύτερο τον βάτραχο, άντε τον τρίτο βάτραχο. Δεν ξέρω πόσους βατράχους κατάπιε. Και στο τέλος, παίρνει το φίδι, και το φίδι κατάπιε. Εμένα μου κόπηκε το χαμόγελο, πραγματικά. Κι εκεί στο Μπανγκόγκ πάλι ήταν διάφορα κοριτσάκια πάνω… για ένα πιάτο ρύζι... Να τα επιτρέπουν να έρχονται στο πλοίο. Δηλαδή, δυσκατανόητα πράγματα, για μένα τουλάχιστον.
Άλλο ταξίδι, στο Λάγος. Άλλη ιστορία εκεί στο Λάγος. Ήμασταν στη ράδα, μπροστά μας ήταν ένα φορτηγό μικρότερο, γερμανικό. Γνωρίστηκα με την ασυρματίστρια εκεί, τη Σοφία λεγόταν κι αυτή. Ήταν δεν ήταν 1.50 ύψος, αλλά ήταν φοβερή. Ένας καπετάνιος θέλησε να μας ευχαριστήσει και μας ενημέρωσε ότι θα κάνουν γιορτή για εμάς, ας πούμε. Στα βαπόρια να γίνει γιορτή σημαίνει σούβλα και φαΐ, δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο. Στέλνει ένα ταχύπλοο να μας πάρει. Μπροστά ήταν η Σοφία, εμείς από πίσω. Πήγαμε μια χαρά. Κάτσαμε, φάγαμε, ήπιαμε. Κατά τις 11-12 η ώρα λέμε: «Άντε, θα πρέπει να γυρίσουμε κι εμείς». Ήρθε ένας. Ο καπετάνιος όμως, έκοψε το μάτι του και λέει: «Άσε, θα τις πάω εγώ, θα πάω εγώ μαζί». Εμείς δεν καταλάβαμε τίποτε.
Εκεί στο Λάγος, εκεί στο αγκυροβόλιο έχει πολλές σαν καλαμιές. Και σε κάποια φάση, ενώ μιλούσαμε με τη Σοφία, βλέπουμε τον καπετάνιο να βγάζει πιστόλι και να του λέει: «Γύρνα γρήγορα στην πορεία, γιατί σε καθάρισα!» Εμείς κόκκαλο, βέβαια. Αυτός μας πήγαινε αλλού γι’ αλλού. Είχε τον σκοπό του. Μαστουρωμένος ήτανε, αυτό το καταλάβαμε κι εμείς λίγο. Εν πάση περιπτώσει κι επιστρέψαμε με το πιστόλι στο χέρι του καπετάνιου.
Στα Φίτζι που φτάσαμε, εκεί οι άνδρες φορούσανε φούστες, σκαρπίνια, τρουακάρ κάλτσες και τσάντες James Bond. Δηλαδή είναι απίθανα πράγματα. Φοβερά ηλιοβασιλέματα εκεί. Πάρα πολύ όμορφα. Με τα φοινικόδεντρα…
Αποφασίσαμε θα ‘πρεπε να κάνουμε και παιδιά. Με τα βαπόρια κάθε λιμάνι όχι καημός, αλλά κάθε λιμάνι κι εμβόλια. Είτε στο Λάγος με τη μαλάρια, χολέρα κάθε έξι μήνες ούτως ή άλλως, βατσίνα, κίτρινο πυρετό, ό,τι μπορούσες να φανταστείς, τα τρώγαμε. Κι αποφασίσαμε να γυρίσουμε για να νοιαστούμε να κάνουμε κι οικογένεια, ας πούμε, τα παιδιά κλπ. Μάλιστα περίμενα και δυο χρόνια. Έλεγα, ας πούμε, χρόνος αποτοξίνωσης από τα τελευταία εμβόλια που έφαγα, δεν τολμούσα εγκυμοσύνη. Και μετά αποφάσισα κι εντάξει, τέσσερα παιδιά, μια χαρά είναι.