Στην Κατοχή υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων. Κι επειδή στη Λακωνία υπήρχαν κάποια κτήματα του πατέρα μου, σηκωθήκαμε και φύγαμε και πήγαμε στο χωριό.
Το χωριό ήταν υπό την επίβλεψη των Ιταλών, δεν υπήρχαν μόνιμοι κατοχικές δυνάμεις. Εκεί στο χωριό κρύβανε Νεοζηλανδούς, ήταν κάποιο σώμα Νεοζηλανδών που οπισθοχωρώντας δεν πρόλαβαν να τους παραλάβουν κι έμειναν στη Λακωνία. Και στο χωριό θα ήταν καμιά εικοσαριά δηλαδή, κρυμμένοι.
Εμείς στο δικό μας σπίτι είχαμε τρεις, οι οποίοι φοράνε τη στολή τους, διότι αν δε φοράνε στολή θα τους έπιαναν, ήταν κατάσκοποι. Aλλιώς θα ήταν αιχμάλωτοι του πολέμου. Οι οποίοι τη μέρα μένανε σε μία γράνα, σε μία μέσα- σε κάτι βάτα κρυμμένοι και τη νύχτα ερχόντανε και κοιμόνταν στο σπίτι, στην αποθήκη. Κι είχαμε να τους ταΐζουμε κι αυτούς στο όλο χάλι.
Οι Ιταλοί, υπαγόμαστε σε ένα μεγαλύτερο χωριό που υπήρχε ένας Ιταλός αξιωματικός κι ερχόταν μία φορά τη βδομάδα περίπου με τρεις-τέσσερις Ιταλούς. Ο οποίος ήξερε γαλλικά κι επειδή η μάνα μου έχει σπουδάσει στη Γαλλία, είχε γίνει η διερμηνεύς του χωριού με τους Ιταλούς. Χάρη στη μάνα μου, τον καλοπιάνανε. Tου ‘λεγε η μάνα μου ότι έχει πάει στην Ιταλία, μιλάγανε για Ιταλία και ξέχναγε ο Ιταλός να κάνει έρευνα. Μιλάγανε για την Ιταλία και τι ωραίο αυτό και για την όπερα, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος. Ε, στο τέλος του δίνανε καμιά χελώνα, κάναν λαγό, λάδι, ελιές και λοιπά και δε γινόταν και πολύ σόι έρευνα.
Μία μέρα, εκεί που είμαστε στη σάλα που λένε και καθόμαστε κι οι Νεοζηλανδοί, ήταν απόγευμα, μας ειδοποιούν:
«Κρυφτείτε τους Νεοζηλανδούς, έρχονται Γερμανοί τώρα!»
Τους λέμε: «Δρόμο!»
Σε λίγο ακούμε βήματα κι έρχεται πρώτος ο Ιταλός και μπαίνει μέσα. Ακούγαμε να γρυλίζουν οι Γερμανοί από το απέναντι σπίτι. Μπαίνει ο Ιταλός μέσα, κοιτάζει το τραπέζι... υπήρχε ένα πηλίκιο Nεοζηλανδού αξιωματικού. Το είχε ξεχάσει, ο βλάκας.
Το παίρνει, μας λέει: «Τι είναι αυτό;» Κόκκαλο όλοι, νέκρα, ασπρίσαμε, για αυτό σημαίνει εκτέλεση εκεί, επί τόπου.
Εκεί που μας κοίταζε, τι είναι αυτό και τι είναι αυτό, ακούμε τα γρυλίσματα των Γερμανών που ανεβαίνουν στη δικιά μας σκάλα. Τι κάνει ο Ιταλός; Παίρνει το πηλήκιο και το βάζει μέσα στο παλτό. Μπαίνουν οι Γερμανοί, τους λέει: «Έχω ψάξει εδώ, δεν υπάρχει τίποτα».
Φεύγουν οι Γερμανοί. Όταν φύγανε, βγάζει το πηλήκιο, μας το πετάει στα πόδια και λέει γαλλικά στη μάνα μου: «Vous êtes idiots!» Και φεύγει. Και τη γλυτώσαμε.
Μετά τον πόλεμο θυμάμαι που ήρθαν από τη νεοζηλανδική πρεσβεία στο σπίτι κι έφεραν ένα παράσημο στη μάνα μου και πρόσκληση, αν θέλει, να πάει μετανάστης με την οικογένειά της στην… Πάρα πολλοί από το χωριό πήγανε ή στον Καναδά ή στη Νέα Ζηλανδία, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, επειδή είχαν περιθάλψει πρόσφυγες.