Η ΑΓΑΠΗ ΕΧΤΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΑ
Η ΑΓΑΠΗ ΕΧΤΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΑ
Περιγραφή
Η Γεωργία Σταθούση διηγείται πώς η αγάπη των κατοίκων για τον τόπο τους, έκαναν τον Κοσμά Αρκαδίας ένα από τα πιο όμορφα χωριά του Πάρνωνα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφηγητής
- Γεωργία Σταθούση
Producer
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Ερευνητής
- Αγγελική Καττή
Το χωριό μας άρχισε με κτηνοτρόφους. Ευρέθηκε το νερό εδώ στους Αγίους Αναργύρους και κάποιο απ’ τα ζώα το ανακάλυψε. Και πήγε τότε ο άνθρωπος που τα είχε, ο κτηνοτρόφος, κι είδε αυτό το θέαμα του νερού, γιατί έβγαινε λέει πάρα πολύ και πολύ νερό, έχει εφτά βρύσες εδώ στο χωριό, πολλές. Αυτός εμάζεψε το χωριό κι ήταν αγαπημένοι.
Το χωριό μας ήτανε ένας τόπος ξεχωριστός, και είναι. Είχε ανθρώπους πολύ καλούς, ανθρώπους που πάντα προσπαθούσαν να προσφέρουνε με αγάπη και θυσία στο χωριό τους.
Αυτός που φύτεψε τα πλατάνια. Ελεγότανε Κωσταντής Μαγγουριάς. Αυτός ο άνθρωπος ήθελε να ομορφύνει το χωριό και τι έκανε; Πήρε, λέει, επήρε τον κασμά και το φτυάρι και πήγε στον Αϊ-Γιάννη και διάλεξε τα πλατάνια. Ήρθε εδώ και τα ακούμπησε κουρασμένος, φορτωμένος και τον κασμά και το φτυάρι και τα πλατάνια όλα αυτά, εφτά πλατάνια που έχει βάλει. Οι Κοσμίτες μόλις τον είδανε, γέλαγανε. Τους λέει:
«Τι γελάτε βρε ζωντανά;»
Του λένε: «Τι τα θες τα πλατάνια, μπαρμπά-Κωστή;»
«Αυτά θα ομορφύνουνε βρε το χωριό», τους λέει, «ζωντανά!» «Λοιπόν, φέρτε μου ένα ποτήρι κρασί να πιώ, να ξεκουραστώ, ν’ αρχίσω να κάνω τη δουλειά μου».
Και σηκώθηκε λέει κι εμέτραγε με τα πόδια του πού θα βάλει το κάθε ένα. Μετά άρχισε κι έπαιρνε πέτρες και τις έβανε σωρούς. Τον κοίταγαν τώρα όλοι:
«Τι τις θες τις πέτρες;»
«Κοιτάτε τη δουλειά σας, μη με απασχολείτε!»
Κι αφού εμάζεψε εφτά σωρούς πέτρες, άρχισε και έσκαβε να κάνει τον λάκκο. Μετά έβαλε το δέντρο, έριξε λίγο χώμα κι απάνω έβαλε πέτρες. Τον κοίταζαν τώρα όλοι, αλλά δεν τους επέτρεπε να μιλάνε γιατί τον απασχολούσαν. Έριχνε χώμα κι έβανε πέτρες, έριχνε χώμα και έβανε πέτρες, ώσπου να φτάσει στο ύψος που ήθελε αυτός.
Του λένε: «Μπαρμπα-Κωσταντή, δε μου λες, γιατί τους βάνεις πέτρες;»
«Βρε ζωντανά», τους λέει, «που δεν ξέρετε από τίποτα, δε θα βγουν ποτέ οι ρίζες επάνω». Κι όπως δεν έχουνε βγει.
Αυτό ήτανε το καλύτερο, και το καλύτερο δώρο αυτό του ανθρώπου, μια καλή πράξη για το σύνολο. Είναι σπάνια, η πλατεία η Κοσμίτικη, είναι η ομορφιά του χωριού τα πλατάνια.
Πρώτα δεν είχε σχολείο και τα παιδιά δεν επήγαινανε για γράμματα, παρά τα μάζευαν οι παπάδες και ό,τι μπόραγαν, πρόσφεραν. Και τα περισσότερα κορίτσια δεν επήγαιναν σχολείο, γιατί δεν τα στέλνανε οι γονείς, μόνο τ’ αγόρια. Επήγαιναν τα παιδιά τους στο Λεωνίδιον, στο σχολαρχείο. Ήτανε ένας από την Αμερική, αυτός τον λέγανε Πατρίδα, Γεωργίου. Αυτός αποφάσισε μαζί με άλλους που είχανε έρθει από την Αμερική, να κτίσουνε το σχολείο.
Αλλά εδώ όταν έχτινε ο ένας, επήγαινε ο άλλος και βόηθαγε, είχανε τέτοια αγάπη. Δε ρώταγε, αφού σ’ έβλεπε και άρχιζες να χτίνεις, έρχεται και βόηθαγε να χτίσεις. Δεν είχε σημασία αν ήταν συγγενείς, ήταν του χωριού. Και πήγαιναν με τα ντορβάδες που βάνανε το φαγητό των ζώων τα παιδιά, και πήγαινανε στην Πέρδικα και μάζευαν άμμο και το φέρνανε, δηλαδή δεν πήγαιναν στο σπίτι τους για να ξεκουραστούνε ή να φάνε. Εδώ, για να χτίσουνε το σχολείο.
Το σχολείο μας είχε έξι δασκάλους. Επήρε άνοδο το χωριό πολύ καλή, καλούς ανθρώπους. Όσοι άνθρωποι έφυγαν από εδώ και πήγαν στο εξωτερικό, όπου και να πήγανε, πήγανε στην Αμερική πολλοί, επρόσφεραν πολλά. Και λεφτά και θυσίες και αγάπη.
Άρχισαν, ας πούμε, να φτιάξουν το πλυσταριό. Το πλυσταριό εφτιάξανε όλοι μαζί. Δεν πληρωνόταν κανείς. Επήγαιναν με τα ζώα τους και κουβαλάγανε τα πάντα. Όσο για τα υλικά τους, αυτά, τσιμέντα και τέτοια, όλα αυτά τα επλήρωσαν όλα οι Αμερικάνοι. Όταν φτιανόταν η βρύση η κεντρική, τα λιοντάρια, επήγαιναν κι εβόηθαγαν και τρίβανε τα μάρμαρα για να μπορέσουνε να τα γυαλίσουν οι μαστόροι. Κι εφτιάξανε τότε τη βρύση αυτή και με τον κόπο των παιδιών, όχι μόνο των μεγάλων. Εφτιάξανε τα κτήρια όλα αυτά οι άνθρωποι αυτοί που αγάπησαν το χωριό κι είναι ένα στολίδι στην πλατεία μας, στον Κοσμά.
Και στον δρόμο των εκατό ημερών… μια ανάσα, μια πνοή! Γιατί εφτιάχτηκε ο δρόμος σε εκατό μέρες, για να επικοινωνήσουνε, για ν’ ανοίξουνε, για να έχουν επαφές και με τη Λακωνία. Τα παιδιά μου επήγανε, εφτά-οχτώ ήτανε, επήγανε και πέταγαν πέτρες να καθαρίσουν, ας πούμε, τον δρόμο των εκατό ημερών. Μια ανάσα, μια πνοή.
Είναι το σχολείο, τα πλατάνια, η εκκλησία, κι ο δρόμος των εκατό ημερών. Αυτά είναι τα τέσσερα κειμήλια στον Κοσμά. Εζήσαμε εδώ με όλες τις καταστάσεις του χωριού μας, και καλές και φτωχές και πλούσιες, και με ανθρώπους πολλούς και με λίγους. Αλλά ήταν αγαπημένοι, δούλευαν όλοι μαζί.
Eίμαι ενεήντα έξι. Είμαι ευτυχισμένη και καλομοιραμένη για να είμαι και γιαγιά, αλλά να έχω και δισέγγονα. Κι αν θυμηθώ κάτι και μπορώ, θα έρθω να σε βρω εγώ, να σου πω κι άλλο.