ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΧΙΤΗ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΧΙΤΗ
Περιγραφή
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στη Λακωνία, ένας μαθητής Γυμνασίου εντάσσεται στην Οργάνωση Χ και παίρνει μέρος σε επίδρομες με ένοπλες συμμορίες.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Βικτώρια Δελακοβία
Αφήγηση
- Βασίλης Γεωργούλης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Γεννήθηκα το 1929, 9 Σεπτεμβρίου, στο Ασήμι Κροκεών Λακωνίας. Σαν μαθητής που ήμουνα, παιδάκι, τότε ήταν η δικτατορία του Μεταξά. Θυμάμαι που μας υποχρέωσαν να κάνουνε όλα τα παιδιά στολές για την νεολαία και μας είχαν φτιάξει και πηλίκια με το στέμμα, με γραβάτες και τέτοια.
Σε εμάς, στην περιοχή τη δική μας, ήτανε οι Ιταλοί, αλλά δεν είχανε κακία. Ζητούσανε μόνο κότες, αυγά, και ζούσανε αρμονικά. Όταν όμως κάναν τη συνθηκολόγηση πια οι Ιταλοί, τότε ήρθανε Γερμανοί. Εκεί ήταν πιο σκληρά τα πράγματα πια. Είχε αρχίσει τότε, είχε δημιουργηθεί και το αντάρτικο, το ΕΑΜ.
Γυρνάγανε σε όλα τα χωριά κι ερχόντουσαν και κάνανε συγκεντρώσεις και μιλάγανε στον κόσμο, ότι θα είναι όλοι ισότιμοι, δε θα υπάρχουν αδικίες. Να βγούνε στην Αντίσταση, γιατί τότε ήταν Αντίσταση. Και πολλοί είναι που το πιστεύανε κιόλας, βέβαια, ότι θα πάρουν απ’ τον πλούσιο περιουσία να τη δώσουνε στον φτωχό. Είχανε κάνει την ΕΠΟΝ και γράψανε όλα τους νέους. Εγώ δεν είχα καθόλου επαφές, τίποτα, σε τέτοια πράγματα.
Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο στις Κροκεές τότε. Αυτό ήτανε το ‘47. Είχαν δημιουργηθεί τα Χίτικα, οι Χίτες, που λέμε. Κι είχε έρθει ο Παυλάκος στις Κροκεές κι είχα πάει κι εγώ με τον Παυλάκο, ήμουνα εκεί. Κάθε χωριό είχε κι ομάδες δικές του Χίτες, δεξιούς ας πούμε, Χίτες. Και μάλιστα δεν ήταν Χίτες ακριβώς, ήτανε εκεί στον Παυλάκο που ήμουνα κι εγώ, ήτανε ΕΑΟΚ: Εθνικές Αντικομουνιστικές Ομάδες Καταδρομών. Στην ουσία, μπορώ να το πω έτσι, παρακρατικές οργανώσεις τις οποίες υποστήριζε το κράτος.
Μαζευτήκαμε τρία παιδιά και λέμε: «Δεν πάμε στον Παυλάκο να πάρουμε κάνα όπλο για ασφάλεια, για τον εαυτό μας, δηλαδή;» Συνεννοηθήκαμε να μη φαινόμαστε πουθενά, να έχουμε τα όπλα, αλλά να μην το ξέρει κανένας. Και πήγαμε ένα βράδυ, τον εβρήκαμε, τον μιλήσαμε, πήγαμε στην αποθήκη, μας έβγαλε τρία όπλα. Τα δοκίμασε να δει αν δουλεύουνε κιόλας, μας έδωσε και ρούχα, χλαίνες και τέτοια, σφαίρες κλπ. κι ήξερε ότι θα συνεργαζόμαστε.
Πήγαινα, έπαιρνα σφαίρες από την αποθήκη, από τον αποθηκάριο, και βάραγα σημάδι. Έτσι, για πλάκα. Χάλαγα τον κόσμο. Τύχαινε πολλές φορές βράδυ τη νύχτα να βαράω και να λες ότι γίνεται μάχη! Έτσι, γιατί μου άρεσε να ακούω τον ήχο του όπλου.
Εμείς η εντολή μας ήτανε να κυνηγάμε τους αριστερούς. Και παρακολουθούσαμε μην έρθουνε αντάρτες. Γιατί ήρθανε μια φορά, ήρθαν αντάρτες στο χωριό και παίρνανε τρόφιμα από τα σπίτια. Είχαμε κρυφτεί μέσα και τους ακούγαμε που πηγαίνανε στα σπίτια και παίρνανε φαγητά και τέτοια. Και μόλις καταλάβαμε ότι είχανε βγει λίγο πιο πέρα από εμάς, τότε ειδοποιήσαμε εμείς. Δώσαμε το σύνθημα. Είχαμε σύνθημα με τον Παυλάκο στις Κροκεές, ότι αν γίνει κάτι και κινδυνεύσουμε, να έρθει να μας προστατεύσει. Κι όπως ήρθε. Εγώ είχα κάνει σύνθημα, ρίξαμε μία χειροβομβίδα.
Και το πρωί πήραμε βήματα-βήματα, βρήκαμε όλα τα πράγματα που είχαν κλέψει. Είχανε πάρει ένα κιούπι ολόκληρο με χοιρινό και το βρήκαμε κι αυτό. Τα βρήκαμε όλα. Το χοιρινό το φάγανε οι στρατιώτες, οι Χίτες, όλοι που ήμαστε εκεί πέρα μαζεμένοι. Και μάλιστα έφαγε πρώτος... λέει ο Παυλάκος: «Μην τρώτε τίποτα, να δοκιμάσω εγώ πρώτα!» Γιατί φοβόταν, λέει, μην έχουνε κάνει τίποτα. Δοκίμασε και μετά λέει: «Φάτε».
Εγώ έχω πάει σε σπίτια τη νύχτα κι έκανα τον αντάρτη για να πάρω πληροφορίες. Έμπαινα σε ένα σπίτι που ήξερα ότι αυτοί έχουν κάποιον συγγενή στο βουνό κι έλεγα: «Γεια σας, είμαι αντάρτης, δώστε μου να φάω», ξέρω ‘γω, τουτα, εκείνα, και: «Είδες τίποτα, είδες τίποτα Χίτες;» Εγώ δεν έλεγα ποτέ τίποτα βέβαια, ήταν όλα για τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να γίνει κακό. Γιατί θα γινόταν κακό.
Ο Παυλάκος ήταν ένας σκληρός άνθρωπος, σε πολλά πράγματα τον δικαιολογώ. Ήταν ένας σκληρός άνθρωπος, αδίστακτος, σκότωνε για πλάκα, για το τίποτα. Εμένα μου είχε πει μία φορά... του λέω:
«Ξέρεις τίποτα; Υποψιάζομαι», λέω, «μήπως κάποιος με χτυπήσει».
«Ποιος ρε;», μου λέει, «Το μικρό σου δαχτυλάκι να πειράξουν, θα τους σκοτώσω όλους, δε θα αφήσω κανέναν!»
Άμα του έλεγες: «Αυτός, ξέρεις, είναι έτσι, σκότωσε τον», δεν λογάριαζε, τον σκότωνε. Δε σου έλεγε γιατί και πώς και ξέρω ‘γω, αρκεί να ήξερε ότι εγώ που του το λέω, είμαι ο δικός του. Το κατάλαβες;
Είχαμε πάει στην Πετρίνα μία φορά επιδρομή με τον Παυλάκο. Εκεί μας είχανε πει ότι είχανε δει αντάρτες και πήγαμε να δούμε, καμία εβδομηνταρια Χίτες. Ανεβήκαμε, πήγαμε στο μέρος αυτό, ψάξαμε, τέλος πάντων, δεν είδαμε τίποτα. Ρίξαμε και κανένα-δύο όλμους… Πιο πέρα ήταν ένα σπιτάκι κι ήτανε μέσα ένας, ο οποίος αυτός ήτανε με γένια και με τέτοια, και μόλις άκουσε τη φασαρία, βγαίνει έξω. Και ψιλοβρέχει κιόλας γιατί ήταν φθινόπωρο, ψιλόβρεχε. Λέει -τι να πει ο άνθρωπος, αφού μας βλέπει- λέει: «Γεια σας ρε παιδιά!» «Τρέξτε γρήγορα!» λέει ο Παυλάκος, «Πιάστε τον!»
Τον πιάνουνε, πάνε μέσα να του ψάξουν μέσα το καλύβι, τι είχε και τέτοια. Εγώ τον γνώρισα όμως. Ο γιος του ήταν αριστερός, ήταν εξορία στη Μακρόνησο. Τώρα, λέω, αν τους αφήσω και τον ρωτήσουνε ποιος είναι και τέτοια ή θα τον ρημάξουν στο ξύλο ή θα τον σκοτώσουν. Και του λέω του Παυλάκου: «Τον γνωρίζω, αυτός είναι από εδώ, Πετρινιώτης είναι, τον γνωρίζω εγώ! Άσε τον, φύγετε, φύγετε». Και τη γλίτωσε.
Δεν έπαιρνε δεύτερη κουβέντα τότε. Κι αυτοί που ήταν όχι αντάρτες, συγγενείς των ανταρτών, τους οποίους πιάνανε και τους πηγαίνανε στο κρατητήριο μέσα, είχε πέσει ξύλο... Είχα δει, ας πούμε, εκεί στο κρατητήριο που είχε, γιατί είχανε κρατητήριο... ό,τι ήθελε ο καθένας έκανε.
Είχα δει μία μέρα ένανε, τον αμολάγανε να φύγει, του λένε: «Άντε φύγε!» Τον είχανε βγάλει και τον είδα κατάματωμένο, τα μούτρα του τσακισμένα από το ξύλο... και την ώρα που έφευγε τους έλεγε κι ευχαριστώ που τον άφηνε να φύγει: «Παιδιά, ευχαριστώ! Ευχαριστώ ρε παιδιά!»
Ήτανε πάλι ανεξάρτητοι Χίτες από χωριά, εγκληματίες. Σκοτώνανε με το τίποτα. Ή μπορεί να πηγαίνανε σε ένα σπίτι μέσα κι όταν τους άρεσε μία κοπέλα, μπορεί να τη βίαζαν και να τη σκοτώνανε κιόλας.
Εμένα δε μ’ αρέσανε οι σκοτωμοί κι εγκλήματα και τέτοια, δε μ’ αρέσαν καθόλου. Εγώ το απόφευγα, δεν πήγαινα, δε μου άρεσε να βλέπω, δεν ήθελα. Γιατί στεναχωριόμουνα, πώς το λένε, δεν ήθελα. Κι είχα δει μία μέρα έναν τον οποίο αυτόνε -τι να τα λέω τώρα- του κόψανε και το κεφάλι και το φέρανε στις Κροκεές και το είχα δει εγώ το κεφάλι του. Καθόμαστε εκεί σε ένα καφενείο που ήταν κι ο Παυλάκος κι ήτανε όλοι και καθόμαστε εκεί κι ήρθε μία ομάδα -από τη Σκάλα ήτανε από κάποια περιφέρεια από εκεί- ήρθε μία ομάδα Χίτες. Κι ήταν ένας στο μπόι το δικό μου, άσπρα μαλλιά, ένα μουστάκι ίσιο, έτσι. Κι είπε ότι: «Εγώ το ‘κοψα το κεφάλι!» «Εγώ», λέει, «του έκοψα το κεφάλι με το πριόνι!»
Η εμπειρία στον Παυλάκο ήτανε από τον ‘46 περίπου, μέχρι που παραδώσαμε τα όπλα, μέχρι το ‘49.
Ο Παυλάκος πήγα και τον βρήκα κιόλας μετά, που ήτανε γεροντάκι. Όταν πέρασα από το χωριό του, ήξερα πού είναι το σπίτι, κι όπως περνούσα βλέπω και καθόντουσαν μπροστά στην αυλή τρεις σ’ ένα τραπέζι. Σταματάω το αυτοκίνητο, κατεβαίνω κάτω, μπαίνω εκεί που καθόντουσαν κι οι τρεις στην καρέκλα: ένας-δυο-τρεις, αυτός καθόταν εκεί. Εγώ είχα το χέρι μου στην τσέπη, έτσι. Με το μουστακάκι του έτσι άσπρο, τα μαλλιά άσπρα...
Του λέω: «Εσύ είσαι ο Παυλάκος;» Αγνώριστος βέβαια.
Μου λέει: «Ναι».
Του λέω: «Γεια σου, τι κάνεις;»
Με κοιτάει έτσι, μου λέει: «Βγάλε το χέρι από την τσέπη!» Το βγάζω το χέρι, μου δίνει το χέρι του.
«Δε με θυμάσαι; Θυμάσαι τρία παιδιά που ήμαστε έτσι κι έτσι παρέα κι αυτά;»
«Α ναι», μου λέει, «κάτσε κάτω να σε κεράσω καφέ».
Του λέω: «Όχι ρε Γιάννη, θα φύγω από δω, δεν μπορώ να καθίσω. Αλλά θα ‘ρθω μία άλλη φορά, να τα πούμε από κοντά».
Τέλος πάντων, αφού με είδε ότι επέμενα, μου λέει: «Ξέρεις γιατί σου είπα να βγάλεις το χέρι από την τσέπη;»
Του λέω: «Γιατί;»
Κάνει έτσι το δικό του το χέρι κι είχε ένα πιστόλι. Μου λέει: «Γι’ αυτό. Πού ξέρω εγώ ποιος είσαι και τι ήρθες να κάνεις σε μένα».
Ήτανε η χειρότερη εποχή που υπήρξε στην Ελλάδα. Και στην περιφέρεια μας, στον τόπο μας. Που να μην ξαναγίνει ποτέ. Να μην ξαναγίνει ποτέ! Γιατί όποιος ήθελε να δείξει τα κακά του ένστικτα μπορούσε άνετα, μπορούσε να σκοτώσει, να μη δώσει λόγο σε κανέναν.