ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή
Ένα βράδυ, ανήμερα της Αγίας Παρασκεύης, ο Γιάννης Μπαρδάνης βρίσκεται στην παραλία του Κλειδού στη Νάξο, όταν μέσα στο σκοτάδι ο αέρας φέρνει από το πέλαγος φωνές που καλούν σε βοήθεια.
Ανήκει στη Συλλογή
13 Podcasts
ΣΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου
Αφήγηση
- Γιάννης Μπαρδάνης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Γιώργος Αθανασίου
Με λένε Γιάννη Μπαρδάνη. Υπηρετούσα στη ΔΕΗ στην Αμοργό, τα καλοκαίρια όμως ερχόμουν για διακοπές εδώ στον Κλειδό.
Γύρω στο ’89, παραμονή της Αγίας Παρασκευής. Κάθε χρόνο δίνουν πάντα στο πανηγύρι στη χάρη της Αγίας Παρασκευής ήθελα και εκείνη τη χρονιά να πάω. Ήτανε λίγο καιρός, έχω καΐκι και ένα μικρό σκάφος που ’ταν φουσκωτό αλλά επειδή ήταν λίγο φουρτούνα για να μην βραχώ και θέλω να πάω στην εκκλησία μετά απευθείας από το καΐκι και να αλλάζεις και να αυτώνεις, είπα να πάω με το καράβι και πήρα το αυτοκίνητο να φύγω για τη Χώρα να μπω στο καράβι να πάω να προλάβω στην Αγία Παρασκευή. Έπρεπε όμως να μη σταματήσω, να μην καθυστερήσω, είπα ότι δεν θα μιλήσω σε άνθρωπο μέχρι να φτάσω στη Χώρα για να προλάβω το καράβι γιατί έφυγα λίγο αργούτσικα από τον Κλειδό.
Στο δρόμο ήταν ένα παιδί κάνα χιλιόμετρο από δω από το σπίτι μου. Σταμάτησα ν’ ακούσω τι λέει, ενώ είπα ότι δεν θα σταματήσω πουθενά. Μου φώναζε ότι κάποιος φωνάζει, λέει, «βοήθεια» από το πέλαγος. Νύχτα, βέβαια, φυσούσε κιόλας, του λέω:
«Είσαι σίγουρος ότι φωνάζει από τη θάλασσα;»
«Ναι» μου λέει «από τη θάλασσα, είναι εδώ τώρα και μία ώρα που φωνάζει κάποιος βοήθεια».
Γύρισα πίσω, μπήκα στο καΐκι.
Μου λέει το παιδί αυτό: «Θέλεις να ‘ρθω και εγώ;»,
Του λέω: «Έλα».
Πήρα το καΐκι αμέσως και έφυγα. Βγήκα στο πέλαγος, γύρισα προς το μέρος που λέγανε περίπου ότι ακούγανε τις φωνές, κράτησα το τιμόνι σταθερά μες τα πόδια μου, το παιδί ήτανε μπροστά και κοίταγε.
Μετά από περίπου δυο μίλια πέφτω ανάμεσα σε δύο άτομα, τα οποία ούτε μπορούσαν να κολυμπήσουνε, διότι ο ένας δεν ήξερε μπάνιο, ο άλλος κάτι έχει πάθει. Σταματάω, τους λέω:
«Ελάτε κοντά μου!»
Μου λέει ο ένας: «Άσε μας εμάς, πήγαινε για τη γυναίκα μου!»
«Μες στη νύχτα βρήκα δύο άτομα που δεν τα βρίσκεις μες στην… και θα πάω για τη γυναίκα σου; Τι είναι αυτά που λες;» του λέω, «Ελάτε κοντά!»
Τίποτα, αυτοί δεν ερχότανε.
Πλησιάζω, τους πιάνω, τους βάζουμε μαζί με το κοπέλι που ήταν μαζί, τους ανεβάζουμε πάνω στο καΐκι. Δε μιλούσε βέβαια, δεν έκανε… όσο και να τον ρωτούσα αυτός δεν απαντούσε σε τίποτα. Του έδωσα δύο χαστούκια έτσι μήπως κάπως συνέλθει… τίποτα. Επειδή έχω κάνει και ναυαγοσωστική κατάλαβα τι γίνεται, του ‘πα: «Γνέψε μου με το δάχτυλο, γνέψε μου με τα μάτια!» Τίποτα, δεν μπορούσε να μου γνέψει με κανέναν τρόπο. «Πόσα άτομα είσαστε; Δύο; Τρία;» Δε μου απαντούσε σε τίποτα. Ρωτάω τον άντρα της γυναίκας. Του λέω:
«Προς τα πού άκουγες τις φωνές της γυναίκας σου;»
Μου λέει: «Προς τα κει» κι εγώ γύρισα αντίθετα από ότι μου ‘πε, για το λόγο ότι ξέρω ότι αυτός πάντα λέει… δε λέει το σωστό.
Φώναζε αυτός: «Όχι από κει, από κει ήταν η γυναίκα μου!», γιατί μου είχε πει ότι του φώναξε: «Πνίγομαι και να προσέχεις τα παιδιά!» Όχι. Και γύρισα αντίθετα.
Και πράγματι πήγαμε μισό μίλι περίπου και χωρίς να κάνω κάποια άλλη κίνηση, χωρίς να αυτώσω, πέφτω μπροστά στην υποτιθέμενη πνιγμένη. Είδα ένα άσπρο μες τα κύματα το οποίο δεν μπορούσε να… δεν έσβηνε όπως σβήνει το κύμα, ερχόταν το κύμα φαινότανε το άσπρο αλλά έσβηνε, αυτό δεν έσβηνε, άρα υποψιάστηκα ότι πρέπει να ‘ναι αυτή.
Πλησίασα λίγο πιο κοντά, του λέω του παλικαριού που είχα μαζί:
«Τη βλέπεις;»
Μου λέει: «Όχι».
Του λέω: «Μπροστά κάνε το χέρι σου!»
Γύρισε το χέρι του δεξιά-αριστερά, «Ναι, την είδα!» μου λέει.
Εγώ έμεινα σε απόσταση για να μην πάω κοντά και δημιουργήσω αντίθετα ρεύματα, πάρει την τελευταία σταγόνα και φύγει κάτω και δεν την προλάβουμε. Μου λέει:
«Να βουτήξω;»
Του λέω: «Βούτηξε».
Πάει λοιπόν, πάει κοντά, πάει να την αγκαλιάσει, του βάζω μια φωνή: «Όχι», του λέω, «δε θα την αγκαλιάσεις!» του λέω, «Δημήτρη, πιάσ’τηνε από τα μαλλιά, κράτα την εκεί και εγώ θα ‘ρθω! Μην κάνεις καμία άλλη κίνηση, μόνο από τα μαλλιά θα την κρατήσεις!»
Πράγματι, την κράτησε από τα μαλλιά, πάω κοντά, βάζω τα χέρια μου, πιάνω τα χέρια της από κάτω, του λέω:
«Τώρα βοήθησε με να τη...»
Μου λέει: «Δεν μπορώ», μου λέει, «να σου κάνω τίποτα. Δεν μπορώ να κουνήσω».
Είχε πάθει τρακ. Τέλος πάντων, κατάφερα με τα χίλια ζόρια να την πάρω πάνω στο καΐκι κι αυτόν να τον πάρω πάνω στο καΐκι γιατί δεν μπορούσε ν’ ανέβει κι αναγκάστηκα να βοηθήσω κι αυτόνανε.
Τακτοποιήθηκαν, τους έβαλα κάτω. Έκανα αυτά που προβλέπεται, να φυσήξω, να κάνω μαλάξεις, να κάνω αυτό, αλλά ταυτοχρόνως να οδηγάω, ταχύτητες, τιμόνι, οπωσδήποτε έπρεπε να μιλήσω και στο VHF. Παίρνω το VHF, φώναξα έναν από το Κουφονήσι. Του λέω:
«Κώστα, έχετε γιατρό πέρα;»
Μου λέει: «Ναι, τι θέλεις;» μου λέει.
Του λέω: «Μια πνιγμένη έχω μαζέψει και μπορεί να σωθεί αν υπάρχει γιατρός».
Με το που ακούει «πνιγμένη» ο άντρας της, σηκώνεται απάνω, ουρλιάζει, σπρώχνει το κοπέλι που ‘χα μαζί, πάει να πάει στη θάλασσα, κόβει την κεραία του VHF. Μένω από VHF, λέω τώρα αναγκαστικά πρέπει να πάω στο λιμάνι μας, να την πάρω να την πάνε στο Κέντρο Υγείας. Συνέχιζα να κάνω μαλάξεις, συνέχιζα να φυσάω, πρέπει να κοιτάω κιόλας, νύχτα…
Σε κάποια στιγμή, ακούω ένα βρογχητό να κάνει, σαν βρόχο να κάνει. Λέω εντάξει, αφού έκανε κάτι τέτοιο, θα σωθεί. Και πραγματικά πίεσα πιο πολύ, τη φύσηξα μία πολύ δυνατά, έβαλα το αυτί μου, κατάλαβα ότι υπάρχει ένας βρόγχος, λέω εντάξει, θα ζήσει.
Έρχομαι στο λιμάνι μας μέσα με φόρα, πάω στην άμμο, λέω: «Ελάτε όλοι εδώ!» Λέω του αδερφού μου, που ξέρει από τα πρόβατα και από τα κατσίκια να κάνει μαλάξεις, του λέω: «Κάνε μαλάξεις», του λέω «και φύσα μέχρι να βγάλει και την τελευταία σταγόνα και πάρ’ τους όλους, και τους τρεις, και πήγαινε στο Κέντρο Υγείας».
Παίρνω τηλέφωνο στ’ Απεράθου, που υπήρχε γιατρός, να βγει στο δρόμο να τους κάνει μία εξέταση. Την παίρνω τηλέφωνο, μου λέει η γιατρός:
«Δε θα ζήσει».
Λέω: «Γιατρέ αποκλείεται, δεν είναι δυνατόν. Οι ώρες, μπορεί να ήτανε μία ώρα, αλλά ξέρω έχεις δυόμιση ώρες περιθώριο όταν υπάρχει πνιγμός από νερό, να είναι πνιγμός από νερό. Θα ζήσει, δεν μπορεί!»
«Όχι», μου λέει, «δε θα ζήσει».
Πάνε κάτω στο Κέντρο Υγείας... Πραγματικά, σε δυο μέρες, έκατσε δυο μέρες μες στο Κέντρο Υγείας και βγήκε κι ήταν καλά.
Αυτός που είχε το σκάφος -δεν είχαν ξαναμπεί σε θάλασσα- τους πήρε μαζί στο ψάρεμα, χωρίς να έχουν ιδέα από σκάφος ή από θάλασσα ή από τίποτα. Όπως ψαρεύανε, ήταν λίγο φουρτούνα, έμπαινε νερό πίσω μέσα, πήγε αυτός να το βγάλει, κι αυτός χωρίς να ξέρει ο άλλος έφυγε -κρις κραφτ τώρα, ξέρεις, βαριά μηχανή από πίσω- πήγε να τον βοηθήσει και μπατάρισε το σκάφος και τους έριξε στη θάλασσα.
Ο καπετάνιος, αυτός που είχε το σκάφος, ο ιδιοκτήτης, σε κάποιες συναντήσεις που κάναμε στην Αθήνα που θέλαν να μου κάνουν το τραπέζι και πήγαμε στη θάλασσα παραλιακά να φάμε, αφού τελειώσαμε το φαΐ, έπαιρνε το ποτήρι του και την καρέκλα του, πήγαινε, καθόταν πάνω απ’ τον μώλο και κοίταγε τη θάλασσα, έτσι. Και μου λέει η γυναίκα του: «Αυτό συμβαίνει όποτε πλησιάσει τη θάλασσα. Παίρνει ένα ποτήρι και μία καρέκλα και πάει και κάθεται και κοιτάει τη θάλασσα».
Το θέμα είναι το εξής: Όταν κάθισα και σκέφτηκα αυτά τα πράγματα, σκεφτόμουνα ότι χωρίς εγώ να το θέλω βρέθηκα μπροστά τους, δηλαδή, μπροστά στα δύο άτομα, και σε αυτήν μετά, αυτό. Είναι αδύνατον! Χωρίς να κάνεις κίνηση, να έχεις το τιμόνι μες στα πόδια σου, και να πας να πέσεις επάνω σε δύο άτομα μες στο πέλαγος; Δεν είναι, δε θα το πιστέψει κανείς, σε όποιον και να το πεις. Ήτανε, δηλαδή, κάτι, ότι κάποιος με οδηγούσε. Και πραγματικά, εγώ πιστεύω ότι η Αγία Παρασκευή ήτανε, που εκείνη οδηγούσε το καΐκι. Γιατί δεν έκανα κάτι να… είχα κάτσει σαν άγαλμα, είχα βάλει το τιμόνι μες στα πόδια μου κι αυτό με έβγαλε μπροστά σε δύο άτομα.
Εγώ είχα την αυτή ότι θα ζήσει. Λέω δεν είναι δυνατόν, εφόσον βοήθησε η Αγία Παρασκευή να τη βρούμε, δεν τη βρήκαμε για να πεθάνει, πιστεύω ότι θα ζήσει.
Ήτανε, νομίζω, η μόνη χρονιά που δεν είχα πάει στην Αγία Παρασκευή. Ήτανε, ήταν σημαδιακή μέρα και μάλιστα, όταν πήγα τη δεύτερη χρονιά που έφυγα και πήγα στην Αμοργό, πήγαμε με το καΐκι κι επειδή περνάω κοντά από αυτά τα μέρη, θυμήθηκα την ιστορία αυτή, πήγα στην Αγία Παρασκευή κι άναψα ένα κερί.