Είμαι ο Νικόλας ο Κουβαράς, τα τελευταία είκοσι χρόνια ασχολούμαι επαγγελματικά με τη θάλασσα σαν εκπαιδευτής ελεύθερης κατάδυσης κι ουσιαστικά ξεκίνησα την επαφή μου με τη θάλασσα σε πολύ μικρή ηλικία, γιατί έχω μεγαλώσει εδώ στα νησιά. Από εννιά χρονών έχω ήδη ξεκινήσει να βουτάω, να βγάζω φωτογραφίες κάτω απ' το νερό, να ψαρεύω... και μετά από κει και πέρα συνέχισα.
Σήμερα θα σας πω για ένα περιστατικό που ήμουνα πολύ τυχερός, στην ατυχία μου. Είναι η εποχή που ακόμα είμαι μικρός και πιστεύω ότι δε χρειάζομαι καμία βοήθεια, ότι μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου, ότι δεν έχω ανάγκη από κανέναν.
Είναι μία πολύ ωραία καλοκαιρινή μέρα, ψαρεύω στη νότια μεριά ενός μικρού νησιού κι η ορατότητα είναι πάρα πολύ καθαρή. Κι όπως κολυμπάω, βλέπω ένα μεγάλο ψάρι να χάνεται κάτω από μία μικρή τρύπα. Ξε-οπλίζω το μεγάλο μου ψαροντούφεκο, οπλίζω το μικρό ψαροντούφεκο και καταδύομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ να πιάσω το ψάρι.
Όταν έφτασα στον βυθό κι έψαξα κάτω από την πέτρα που είδα το ψάρι να χάνεται, συνειδητοποίησα ότι είναι η είσοδος μιας σπηλιάς και το ψάρι είναι πολύ μακριά μες στη σπηλιά, το ψαροντούφεκο που έχω δε φτάνει μέχρι εκεί. Συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι πάλι το μεγάλο μου το όπλο.
Γυρνάω στην επιφάνεια και στην αγωνία μου να κατέβω ξανά γρήγορα, δεν έχω υπομονή να ξε-οπλίσω το μικρό το ψαροντούφεκο. Αφήνω το ψαροντούφεκο οπλισμένο στη σημαδούρα μου, παίρνω το μεγάλο το ψαροντούφεκο, το οπλίζω, κατεβαίνω, και πράγματι καταφέρνω να χτυπήσω το ψάρι στην επόμενη βουτιά.
Χαρούμενος, αναδύομαι με το ψάρι αγκαλιά, και λίγα μέτρα πριν την επιφάνεια ακούω έναν δυνατό κρότο, ένα «γντουπ!» δυνατά... και νιώθω πάρα πολύ μεγάλη πίεση στο στήθος μου. Σαστίζω λιγάκι, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς έχει συμβεί. Και κοιτάω προς τα κάτω και βλέπω μία βέργα ψαροντούφεκου καρφωμένη στο στήθος μου.
Συνειδητοποιώ ότι το μικρό το ψαροντούφεκο εκπυρσοκρότησε και με πέτυχε. Κι η πρώτη μου σκέψη είναι ότι πέθανα. Σταματάω ό,τι κάνω, αφήνω το ψάρι κι έχω παγώσει γι' αρκετά δευτερόλεπτα, θεωρώντας ότι έχω πεθάνει.
Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι δεν έχω πεθάνει, είμαι ζωντανός, δηλαδή έχω σκέψεις, νιώθω ζωντανός ακόμα. Και το μόνο που σκέφτηκα είναι να κολυμπήσω σιγά-σιγά προς την ακτή ώστε τουλάχιστον να με βρουν εύκολα, να μη με ψάχνουνε.
Κολυμπάω, κολυμπάω, κολυμπάω, φτάνω τελικά στην ακτή και δεν έχω πεθάνει ακόμα. Κι η επόμενη μου σκέψη είναι ότι ναι μεν θα πεθάνω, αλλά να πεθάνω εύκολα, να κάνω το τέλος μου εύκολο, ανώδυνο.
Προσπαθώ να βρω μια θέση που απλά να περιμένω το μοιραίο. Κι ο ήλιος είναι πάρα πολύ δυνατός, δηλαδή μου είναι αφόρητη η αίσθηση του ήλιου, φοράω τη στολή, ζεσταίνομαι πάρα πολύ. Και λέω εντάξει, ας πάω κάπου να βρω λίγη σκιά, να ξαπλώσω μέχρι που θα χάσω τις αισθήσεις μου και να πεθάνω στον ύπνο μου. Αυτό το σενάριο μου αρέσει πάρα πολύ, το θεωρώ πολύ ανώδυνο.
Πράγματι βρίσκω μία σκιά, πάω να ξαπλώσω, αλλά δεν μπορώ να ξαπλώσω, ο πόνος είναι αφόρητος με τη βέργα στο στήθος. Και θεωρώ ότι είναι η βέργα που μου προκαλεί τον πόνο. Οπότε μπαίνω σε μία διαδικασία και σε μία μεγάλη περιπέτεια να βγάλω τη βέργα από το στήθος μου, η οποία είναι φτιαγμένη και σχεδιασμένη να μη βγαίνει, είναι φτιαγμένη για να κρατάει τα ψάρια.
Μετά από μεγάλη προσπάθεια κι αφού χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω και το μαχαίρι μου για να μεγαλώσω την τρύπα για να μπορέσω να βγάλω τη βέργα, ελευθερώνομαι απ' τη βέργα. Αλλά συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν η βέργα που με πόναγε, αλλά τα πλευρά μου που είναι σπασμένα. Γιατί τη στιγμή που με χτύπησε η βέργα έσπασε τρία πλευρά κι επίσης τραυμάτισε κι ένα πλευρό στην πλάτη, οπότε αν πάω να ξαπλώσω, πονάω.
Αποφασίζω ότι το σενάριο να ξαπλώσω δεν υπάρχει πλέον και προσπαθώ ν' ακουμπήσω κάπου ψιλοκαθιστός. Σε καμία περίπτωση μέχρι τώρα δεν έχω σκεφτεί το ενδεχόμενο ότι θα μπορούσα να μην πεθάνω. Δηλαδή, όλες μου οι σκέψεις είναι πώς θα πεθάνω πιο εύκολα.
Περνάει η ώρα κι εκτός ότι δεν πεθαίνω, αρχίζω κι έχω προβλήματα αναπνοής, γιατί ο ένας ο πνεύμονας έχει καταρρεύσει τελείως και πλημμυρίζει με αίμα κι αρχίζει και πιέζει τον δεξί πνεύμονα που είναι ακόμα υγιής. Και ψάχνω να βρω τρόπο να μπορέσω ν' αναπνεύσω. Και κάποια στιγμή έχω την έμπνευση ότι αν σκύψω και πιέσω κι αδειάσω περισσότερο αίμα από τους πνεύμονες, θα μπορέσω ν' αναπνεύσω. Και πράγματι, βγάζοντας λίγο αίμα από την τρύπα της βέργας, πήρα παράταση στην αναπνοή μου.
Τραυματίστηκα περίπου στις 9 η ώρα το πρωί, τώρα είναι περίπου 11μισι και πλέον έχω απογοητευτεί. Δηλαδή θεωρώ πλέον ότι ούτε να πεθάνω δεν μπορώ! Και ξεκινάω σιγά-σιγά να φτάσω ένα καβάκι που είχε κάποια κυκλοφορία σκαφών για να με μαζέψει κάποιος. Γιατί πλέον λέω εντάξει, δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνω. Αυτό ήταν. Δηλαδή, έκανα την προσπάθεια μου, ας προσπαθήσω να ζήσω τώρα.
Πράγματι φτάνω στο καβάκι, περνάνε κάποια σκάφη, αλλά είναι ακόμα Σεπτέμβριος, είναι ακόμα οι καπετάνιοι του καλοκαιριού, οι οποίοι τους χαιρετάω και με χαιρετάνε. Τους χαιρετάω, με χαιρετάνε... πολύ ευγενικοί άνθρωποι, αλλά κανείς δε σταμάτησε να δει αν χρειάζομαι βοήθεια!
Μετά από κάποια ώρα πέρασε ένα επαγγελματικό σκάφος, ουσιαστικά ήταν ένα θαλάσσιο ταξί, και φυσικά ο καπετάνιος θεώρησε ότι βρήκε πελάτη και σταμάτησε, ήρθε κοντά.
Το πρόβλημα ήτανε ότι ο καπετάνιος είχε πρόβλημα με το αίμα! Μόλις με είδε καλυμμένο με αίματα λιποθύμησε, έχασε τον έλεγχο του σκάφους, το σκάφος απομακρύνθηκε! Συνήλθε, ξαναγύρισε. Τελικά χρειάστηκε τις οδηγίες ενός επιβάτη ώστε να πλησιάσει χωρίς να κοιτάει! Έχει κλείσει τα μάτια του, του έδινε οδηγίες ο επιβάτης... αν μπορούσα να γελάσω θα γέλαγα, ήτανε κωμικοτραγική κατάσταση.
Τελικά καταφέρνω μπαίνω μέσα στο σκαφάκι, με πάνε στο Ιατρικό Κέντρο, στο οποίο ο κακομοίρης ο αγροτικός ο γιατρός είδε ένα ζόμπι ουσιαστικά, να μπαίνει μέσα στο ιατρείο του περπατώντας. Ήμουνα μελανιασμένος, γιατί είχα σοβαρή έλλειψη οξυγόνου, είχα πρηστεί, γιατί είχα πνευμονικό οίδημα, κι ήμουνα και καλυμμένος με αίματα. Μετά τον πρώτο του πανικό κάλεσε ένα ασθενοφόρο και κανόνισε με το ferry boat που έφευγε εκείνη την ώρα να με περιμένει, ώστε να με περάσουν στην ηπειρωτική πλέον Ελλάδα, που θα μπορούσανε να χειριστούν το περιστατικό καλύτερα.
Εντάξει, εκεί πλέον είχα... οι γιατροί ήτανε πιο έμπειροι. Μου δώσανε μορφίνη που με ηρέμησε, μου δώσαν οξυγόνο κι άρχισαν να επανέρχονται τα επίπεδα του οξυγόνου, οπότε πλέον ήμουνα πολύ καλύτερα. Αλλά κι εκεί δεν μπορούσανε να κάνουν κάτι παραπάνω, οπότε αναγκάστηκαν να με στείλουν στο Ναύπλιο. Ουσιαστικά τραυματίστηκα στις 9 η ώρα το πρωί και κατάφερα να φτάσω σε χειρουργείο στις 9 η ώρα το βράδυ. Έχω χάσει πάρα πολύ αίμα, οι γιατροί εκεί δε θεωρούνε πιθανό ότι είμαι σε καλή κατάσταση να μου κάνουνε αναισθησία, κι ουσιαστικά παρακολούθησα όλη την εγχείρησή μου να γίνεται μπροστά μου, το οποίο δεν ήταν καθόλου ευχάριστο...
Το περίεργο στην όλη ιστορία είναι ότι κανονικά θα ‘πρεπε να ‘χω πεθάνει, πολλές ώρες πριν. Τώρα… είμαι ξεροκέφαλος πολύ; Όπως οι περισσότεροι φίλοι μου συμφωνούνε; Δεν ξέρω γιατί. Ήτανε το σώμα μου πάρα πολύ καλά προετοιμασμένο, επειδή είχα περάσει πάρα πολλά χρόνια κάτω απ' το νερό σε συνθήκες που είχα πάντα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου κι ήταν εξοικειωμένο το σώμα μου μ' αυτό;
Οι γιατροί πάντως, μ' όσους μίλησα και μ' όσους με είδαν εκείνη την περίοδο, όλοι συμφωνούσαν ότι κακώς είμαι ζωντανός, ότι θα 'πρεπε να 'χα πεθάνει προ πολλού! Όπως επίσης ότι κανείς άλλος δε θα 'χε βγάλει τη βέργα μόνος του και κανείς άλλος δε θα ‘χε αδειάσει το αίμα απ' τον πνεύμονα του για ν' αναπνέει!
Το ατύχημα ήταν 1η Σεπτεμβρίου, 1η Νοεμβρίου ξαναψάρευα, προς μεγάλη απογοήτευση βέβαια της οικογένειάς μου και των φίλων μου, που θεωρούσαν ότι θα συμμορφωθώ μετά απ' αυτό το περιστατικό. Κι όμως συμμορφώθηκα, γιατί δεν ξαναπήγα ποτέ μόνος μου, πάντα ήμουνα με παρέα πλέον στη θάλασσα κι ήτανε τα πράγματα πολύ καλύτερα.
Το άλλο αστείο που είχε γίνει σχετικά με την ιστορία είναι ότι όποτε ταξίδευα ξανά σ' αυτό το νησί κι ήμουνα με τα ψαρικά μου, με τα πέδιλα, με τις στολές, όποιος μ' έβλεπε μου έλεγε την ιστορία μου! «Α, φιλαράκι, ξέρεις ήταν ένα παλικάρι εδώ που 'χε πάει για ψάρεμα και βάρεσε ένα ροφό που…» Αυτός που βάρεσα ήτανε πέντε κιλά, αλλά στην ιστορία ο ροφός ήταν είκοσι κιλά... Και δεν ήταν στα είκοσι πέντε μέτρα, αλλά ήταν στα εκατόν είκοσι πέντε μέτρα... Και το ψαροντούφεκο που τον πέτυχε δεν ήταν ένα μικρό εξηνταράκι, αλλά ήταν ένα κανόνι με μια τεράστια βέργα... Κι η ιστορία μου είχε γίνει, είχε αποκτήσει δράκους σιγά-σιγά στο νησί!
Τους άκουγα στωικά: «Ναι;» «Αλήθεια; «Πω πω, φοβερό!»