Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΩΝ
Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΩΝ
Περιγραφή
Ο Ανάργυρος Βαμβακούσης, από τους γηραιότερους κατοίκους των Αναφιώτικων, ζει για δεκαετίες στα γραφικά σοκάκια της γειτονιάς κάτω από την Ακρόπολη, που θυμίζει Κυκλάδες.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Αγγελική Αγαλιανού
Αφήγηση
- Ανάργυρος Βαμβακούσης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Γιώργος Αθανασίου
Είμαι ο πιο παλιός στα Αναφιώτικα. Στη γειτονιά αυτή ζούσαμε τριακόσια άτομα.
Ήτανε τόσο όμορφα τα παιδικά μας χρόνια... είχαμε παιχνίδια, τα οποία σήμερα τα παιδιά τα υστερούνται: η σπηλιά της Ακροπόλεως δεν ξέρουνε τι έχει πιο μέσα, τι είναι πιο μέσα. Αλλά εμείς ξέραμε τι είχε! Είχε τα δώδεκα γουρουνάκια, με τη γουρούνα. Μας λέγανε ότι υπάρχει η γουρούνα με τα δώδεκα γουρουνάκια, χρυσά. Κι εμείς ψάχναμε να βρούμε και πηγαίναμε όλη την ώρα στη σπηλιά. Και κάναμε, ας πούμε, τις παιδικές τρέλες εκεί...
Τα Αναφιώτικα είναι περίπτωση. Είναι κάτι που δε γίνεται εύκολα. Κι αυτό οφείλεται στο παλάτι, που έφερε τους πρόγονούς μας κι ήτανε τεχνίτες και δημιουργήσανε την Αθήνα. Γιατί δεν ήτανε μόνο στα παλάτια, ήτανε στα λιμάνια, κάναν τα μπλόκια και τέτοια, κάνανε πολλά οι Αναφιώτες. Κι οι Αναφιώτες κι οι Σαντορινιοί οι Ναξιώτες, όλοι οι Κυκλαδίτες. Βοηθήσανε πολύ, ας πούμε, στην οικοδόμηση, ας πούμε, της Ελλάδας.
Τα Αναφιώτικα δεν είναι αυτά που βλέπετε μόνο. Τα Αναφιώτικα υπήρχανε και μια σειρά από πάνω, μέχρι τον Άγιο Συμεών, και τα πήρε η Αρχαιολογία, γιατί τα βράχια είχανε ρωγμές κι ήταν επικίνδυνο να πέσουνε.
Ο τοίχος του σπιτιού μας ήτανε στον βράχο χτισμένος. Αλλά επειδή βρέχει κι είναι υγροί, ας πούμε, τα βράχια, έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε... Μια φορά είχε η μητέρα μου πάει στην αγορά να ψωνίσει κι ήρθε, και μόλις μπήκε στην πόρτα, μας λέει: «Βγείτε έξω, γιατί πέφτει το σπίτι!» Και μόλις βγήκαμε έξω απ' το κρεβάτι, έπεσε ο τοίχος! Ναι, έπεσε ο τοίχος. Θα σκοτωνόμαστε και τα τρία αδέλφια. Κι από τότε... γιατί έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε, έγλειφε, βέβαια και τον πέταξε τον τοίχο. Αλλά μας πήρε είδηση η μητέρα μου.
Και της λέω: «Καλέ μαμά, πως το πήρες είδηση;»
Μου λέει: «Μου ήρθε ένας αέρας και μια φώτιση».
Ναι. Κι έτσι έγινε ο δρόμος του περιπάτου. Γιατί πήρανε την πάνω σειρά.
Έχω ιστορίες δύσκολες, αληθινές, τις οποίες δεν μπορώ να τις εκφράσω, γιατί με πάνε στο παρελθόν και το παρελθόν είναι πολύ σκληρό, πολύ, ας πούμε, οδυνηρό... αλλά είναι αληθινό. Αλλά η ζωή, έτσι είναι.
Ο πατέρας μου ήτανε επιπλοποιός. Είχαμε στην Αγία Φωτεινή, εκεί στον Ιλισσό, είχαμε εργοστάσιο με το επίθετο «Βαμβακούσης». Μετά ήρθε η πείνα, η δυστυχία. Ήμασταν εφτά αδέρφια κι ο ένας πέθαινε πίσω απ' τον άλλονε... κι εγώ ήμουνα ο μικρότερος. Μέχρι κι έκλεβα, μέχρι και ζητιανευα, στην Κατοχή κι αυτά, τέτοια πράγματα.
Στη Φιλελλήνων υπάρχει, ας πούμε, η Ρωσική Εκκλησία και δίπλα είναι ένα εστιατόριο, το οποίο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Και πήγαινα κι έπαιρνα τις πατατόφλουδες εγώ από κει και τις βράζαμε και περνούσαμε, και ζούσαμε. Ε, μια φορά αντί για τις πατατόφλουδες πήρα κι ένα τσουβαλάκι πατάτες. Κι ο σκοπός εκεί πέρα μού έριξε με το πολυβόλο! Κι εγώ πού να τ' αφήσω; Ήρθα στο σπίτι κι άνοιξα το τσουβαλάκι κι οι πατάτες ήταν θερισμενες από τις σφαίρες... κι εγώ δεν είχα «φάει» καμία.
Μετά όμως, ξαναπήγα εγώ εκεί. Ξαναπήγα, μ' εδειρε ο Γερμανός και μου 'λεγε... τις λέξεις τις Γερμανικές, τις οποίες τις θυμάμαι. Δεν ξέρω Γερμανικά, αλλά τις λέξεις τις θυμάμαι...
Έχουμε ιστορικό αληθινό. Όταν γινόταν ο Εμφύλιος, ήμαστα αποκλεισμένοι. Κι ήμασταν μια εβδομάδα. Κι όταν τελείωσε, ας πούμε, η μάχη, βγήκαμε για να πάμε να βρούμε κάτι να φάμε. Εγώ ξεκίνησα και πήγα στα Πετράλωνα, πάω να φέρω λαχανίδες, να φάμε. Πέρασα απ' του Φιλοπάππου... ήτανε περισσότεροι οι νεκροί απ' τα δέντρα! Και περνούσα από πάνω και πήγαινα στα Πετράλωνα και γύρισα και πάλι το είδα... κι έβλεπα, ας πούμε, που τους μαζεύανε και τους βάζανε στο κάρο... ναι. Είναι μια εποχή η οποία δε φεύγει ποτέ απ' το μυαλό μου.
Ε, από εκεί και πέρα συνέχισε η ζωή. Τύχαμε στα χρόνια αυτά, τα οποία, ας πούμε, τα ζήσαμε με πείνα, με δυστυχία, με ευτυχία... τι να κάνουμε έτσι είναι και γι' αυτό, ας πούμε, είμαι ευτυχισμένος. Ε, από εκεί και πέρα, συνέχισε η ζωή... σιγά-σιγά, μπήκα στην τράπεζα ως κλητήρας. Μετά, σιγά-σιγά, έβγαλα το νυχτερινό γυμνάσιο, μετά πήγαινα στις ταβέρνες, πουλούσα λουλούδια και κοιμόμουνα από τις 1 μέχρι τις 5 κι από τις 5 πήγαινα στο παζάρι, έπαιρνα τα λουλούδια, γύριζα στις 7, μετά πήγαινα στην τράπεζα, μόλις σκόλαγα απ' την τράπεζα ερχόμουν εδώ, τα ετοίμαζα τα λουλούδια, να γράψω…
Οπότε μια φορά ο καθηγητής μου, μου λέει: «Είσαι ο καλύτερος μαθητής», μου λέει, «γιατί μου γράφεις για 4 και για 6;» Γιατί έπαιρνα προφορικά εγώ κι έπαιρνα 20-18. Γιατί δεν είχα χρόνο. Και του λέω: «Κύριε καθηγητά, εγώ δεν έχω χρόνο, γιατί στα διαλείμματα γράφω και μετά από δω, μόλις σχολάω από εδώ, πάω στις ταβέρνες και πουλάω λουλούδια, 10-1 και μετά 1 με 5 κοιμάμαι, και μετά δεν έχω χρόνο. Και γι' αυτό», λέω, «μου βάζετε 4 και 6». Συγκινήθηκε --Βλαχόπουλο τον λέγανε, Θεός σχωρέστονε-- και με αγκάλιαζε, με φίλαγε κι έκλαιγε κιόλας...
Είμαι άξιος, είμαι υπερήφανος και δοξάζω τον Θεό. Πιστεύω, ας πούμε, στην Ανωτέρα Δύναμη, αλλά αφού η ανθρωπότητα έτσι είναι... Δεν είμαστε μόνιμοι. Γι' αυτό ό,τι κάνεις, λαμβάνεις στη ζωή. Έτσι δεν είναι;
Όταν η Ακρόπολη χάσει τα Αναφιώτικα, θα ορφανέψει. Θα ορφανέψει, γιατί τώρα δεν είναι ότι μόνο οι Έλληνες, είναι διεθνή τα Αναφιώτικα, τώρα είναι σε όλο τον κόσμο. Κι όταν, ας πούμε, αφαιρεθούνε ή παρθούνε και φτιαχτούνε γκαρσονιέρες και τέτοια, θα χάσουνε την αίγλη αυτή. Μ'αυτο γεννήθηκα, αυτό αγάπησα και το συντηρώ όσο μπορώ περισσότερο. Καλλωπίζω τον δρόμο και με δικά μου έξοδα, γιατί θέλω να ομορφαίνω, ας πούμε, το τοπίο, γιατί οι ξένοι έρχονται που έρχονται εδώ. Πρώτα έρχονται στα Αναφιώτικα και μετά πάνε στην Ακρόπολη.
Κι αγαπάμε πολύ εδώ τον τόπο. Τα βράχια είναι η πατρίδα μας, ζήσαμε πολύ ωραία. Είχαμε και κακοτυχίες, αλλά ο άνθρωπος γεννιέται και για το καλό και για το κακό, οπότε όλα μέσα είναι στη ζωή. Στα βράχια γεννήθηκα. Και να θέλω να μην τα αγαπάω, τα αγαπάω. Όπως αγκαλιάζεις, ας πούμε, τη γιαγιά σου, αγκαλιάζω κι εγώ τα βράχια.