Η μητέρα μου είναι από την Ελλάδα, από τη Νάξο συγκεκριμένα κι ο πατέρας μου είναι απ' την Γκάνα. Τώρα η δική μου καταγωγή ακριβώς, δεν ξέρω να σου πω...
Ο πατέρας μου έρχεται Ελλάδα με ένα μεγάλο τότε κύμα μετανάστευσης από την Αφρική το ‘90. Με τον πατέρα μου δε μεγαλώσαμε μαζί, γιατί είχε μπει στη φυλακή λόγω εμπορίου ναρκωτικών. Κι ήταν ξεκάθαρα υλικές οι ανάγκες που τον έσπρωξαν στο να «σπρώχνει» ναρκωτικά. Έχει να κάνει κυρίως με το σύστημα ενσωμάτωσης της Ελλάδας, το οποίο ήταν κι εξακολουθεί να είναι, παντελώς ανύπαρκτο.
Η Κυψέλη, γενικά, είναι μία πολυπολιτισμική περιοχή. Κι έβλεπες στην πλατεία, ας πούμε, όλες τις εθνικότητες που υπήρχαν. Πάω δημοτικό στο 30. Κι εκεί πέρα που έβγαινα στην πλατεία κι είχα Ρώσους, Πολωνούς, Αλβανούς, Αφρικανούς, Φιλιππινέζους κι ένα σωρό άλλες εθνικότητες που παίζαμε όλοι μαζί, στο σχολείο ξαφνικά ήμουνα εγώ ο μοναδικός Μαύρος κι άλλα δύο άτομα, που ήτανε η αδερφή μου κι ο αδερφός μου, σε ολόκληρο το σχολείο.
Την πρώτη μου μέρα στο σχολείο μπαίνω μες στην αίθουσα κι ήταν όλα τα παιδιά παραταγμένα, καθόντουσαν περιμετρικά της αίθουσας σε πάγκους. Και πήγα, ας πούμε, να καθίσω στο πρώτο κενό που βρήκα και το παιδί που καθόμουνα δίπλα του σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε πιο δίπλα να κάτσει. Και συνεχίστηκε αυτό για άλλα δύο-τρία παιδιά μέχρι να τους σταματήσει η δασκάλα, ας πούμε, από το να φεύγουν από δίπλα μου επειδή καθόμουνα εκεί. Κι αυτή ήταν κι η πρώτη μου μέρα στο σχολείο κι εκεί πέρα ξεκίνησα να συνειδητοποιώ ότι όντως έχω μία ταυτότητα ιδιαίτερη.
Έχω ελάχιστους φίλους. Δηλαδή, οι φίλοι που έχω από το σχολείο είναι Αλβανοί που βγαίνουν και στην πλατεία. Παίζαμε μπάλα. Το πιο συνηθισμένο ήτανε Αλβανοί, Έλληνες και Πολωνοί, είχαμε σαν εθνικές ομάδες ας πούμε. Εγώ ήμουνα στην ομάδα των Ελλήνων συνήθως, ασχέτως πώς ένιωθα εγώ και πώς με κάναν να νιώθω στο σχολείο αυτοί οι ίδιοι οι Έλληνες. Είναι εύκολο να με στοχοποιήσεις σαν Μαύρος και κυρίως από Αλβανούς γινόταν αυτό, ας πούμε, οι οποίοι όντας καταπιεσμένοι ήθελαν να βρουν κάποιον που μπορούν να καταπιέσουν περισσότερο. Κι επίσης τους βοηθούσε αυτό να δημιουργήσουν κοινή ταυτότητα με Έλληνες.
Δεν είναι μόνο ότι είχα ταυτότητα μετανάστη δεύτερης γενιάς, που είναι πολύ εμφανέστατη, γιατί είμαι Μαύρος. Είχα και ταξική ταυτότητα. Ξεκάθαρα ήμουνα από τα πιο φτωχά παιδιά του σχολείου. Δηλαδή, τρώγαμε στο ολοήμερο κι ήμουν από τα παιδιά που δεν είχαν ποτέ ή σχεδόν ποτέ φαγητό μαζί τους. Κι ήταν πολλοί δάσκαλοι, ας πούμε, που καταλαβαίνανε και με βοηθούσαν σε αυτό. Μου λέγαν: «Πήγαινε πάρε μου», ξέρω γω, «από το κυλικείο κάτι, πάρε κι εσύ ό,τι θες» κι έβγαζα έτσι τα γεύματα μου. Ή παιδιά ξεχνούσαν μες στα ψυγεία τα γεύματά τους κι άμα ήταν εκεί πέρα για κάνα-δυο-τρεις μέρες, μετά οι κυριούλες που ήταν εκεί μέσα που σου ζεσταίναν το φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων, μου το δίνανε και το έτρωγα εγώ.
Οι γείτονες ποτέ δε μας χωνεύανε, για διάφορους λόγους. Ο συνηθισμένος Έλληνας νοικοκύρης δεν την έχει συνηθίσει αυτή τη δικιά μας τάξη, ας πούμε. Ήμασταν πάρα πολύ ελεύθεροι, γενικά. Βγαίναμε εμείς, ας πούμε, απ' το σπίτι και γυρνούσαμε όποτε γουστάραμε ουσιαστικά κι αλητεύαμε στο δρόμο όσο θέλαμε και δε μας έλεγε ποτέ τίποτα η μάνα μας κι ήταν κάποιοι που λέγανε ότι: «Δεν μπορεί να μεγαλώνουν έτσι παιδιά». Εγώ τώρα να είμαι έξι κι επτά χρόνων και να παίζω στην πλατεία μέχρι τις δέκα-έντεκα η ώρα το βράδυ, λέγανε: «Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί τέτοια ώρα έξω. Είναι επικίνδυνο για το παιδί», ας πούμε. Που όντως ήταν επικίνδυνο, δεν το νιώθαμε τότε.
Στα εννιά, μέσω μιας εισαγγελικής κατηγορίας που γίνεται από τους γείτονες, βρισκόμαστε σε ένα ίδρυμα. Το οποίο λέγεται Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων κι είναι στη Νέα Ιωνία.
Η κοινωνική λειτουργός η οποία ανέλαβε όλη αυτή τη διαδικασία, ήταν το λιγότερο παντελώς ανίκανη. Ήρθε μία τύπισσα σπίτι μας, είχε έρθει δυο-τρεις φορές, δεν ήξερα καν τι είναι, ποια είναι και τι κάνει. Και μία μέρα μας λέει: «Πάμε κατασκήνωση». Πήγαμε, ετοιμαστήκαμε για κατασκήνωση εγώ κι ο αδερφός μου, ας πούμε, κι αντί για κατασκήνωση, μας πήγαν στο ίδρυμα.
Μες στο ίδρυμα κάνεις παρέα με όλους. Κάνεις παρέα με όλους. Γιατί έχετε πολλά κοινά βιώματα, ας πούμε, που σε φέρνουν κοντά. Δηλαδή μπορεί κάποιον να μην τον πηγαίνεις, ας πούμε, αλλά είναι ουσιαστικά μία καινούργια οικογένεια κι όσο και να μη σου αρέσουν κάποια πράγματα στην οικογένειά σου, εξακολουθεί να είναι η οικογένειά σου. Αυτή ήταν η σχέση μας ολονών όταν ήμασταν εκεί πέρα, στο ίδρυμα. Κι όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία ενδεχομένως να μας χωρίζανε, αποδομούνταν τελείως, από την αρχή.
Δηλαδή, είχαμε πάρα πολύ το να πιάνουμε κάποιον, ας πούμε, και να πιάνουμε ένα χαρακτηριστικό του το οποίο τον κάνει να ξεχωρίζει και τον έχει στοχοποιήσει και μ’ έναν πολύ βάναυσο τρόπο,που ήταν να τον κοροϊδεύουμε όλη μέρα, αποδομούνταν τελείως αυτό το στοιχείο. Το γεγονός το ότι εγώ ήμουνα Μαύρος, ας πούμε, αποδομήθηκε με αυτόν τον τρόπο τελείως. Το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι Αλβανός, αποδομήθηκε τελείως, το γεγονός ότι κάποιος είναι τσιγγάνος, αποδομήθηκε τελείως, κι έμενε μόνο ο πυρήνας της ταυτότητάς μας, ας πούμε, που είχε να κάνει πιο πολύ με τα βιώματά μας και τα συναισθήματά μας, παρά με το τι έβλεπε ο κόσμος σαν εικόνα.
Πήγα σχολείο στη Νέα Ιωνία μετά, επειδή ήμουνα σ’ αυτό το ίδρυμα. Μπαίνοντας μες στην τάξη, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω γύρω μου και να ψάξω τους ξένους. Κι είδα ότι στην τάξη μας υπήρχε μόνο ένας Αλβανός, μόνο ένας Αλβανός!
Όταν είσαι ξένος υπάρχει πολύ μεγάλη επικάλυψη με το να είσαι φτωχός. Και γι’ αυτό έψαχνα τους Αλβανούς. Γιατί ήξερα πως κατά πάσα πιθανότητα, είναι φτωχοί σαν κι εμένα. Γιατί ήτανε ακόμα πιο έντονο το ταξικό κομμάτι, ας πούμε, πολλά παιδιά είχανε κινητό, είχανε ποδήλατα, όλοι είχανε μπαλκόνι, ας πούμε, στο σπίτι τους. Που εγώ έχω συνηθίσει στην Κυψέλη να βλέπω σπίτια φίλων μου που οι περισσότεροι μένανε σε υπόγεια, ούτε καν ημιυπόγεια. Κι έπαθα σοκ εκεί πέρα.
Γυμνάσιο, Λύκειο, πάλι στη Νέα Ιωνία. Κι ένιωθα καλύτερα. Κι είχαμε και πάρα πολύ καλούς καθηγητές στο σχολείο οι οποίοι ήξεραν για το ίδρυμα, ας πούμε, και μας βοήθησαν πολύ να ενσωματωθούμε. Είχα παρέες από το σχολείο, κυρίως Έλληνες. Δηλαδή τώρα πια μπορώ να κάνω παρέα και με παιδιά τα οποία είναι πιο πλούσια. Σ’ αυτό με βοήθησαν πολύ οι ερωτικές μου σχέσεις, ας πούμε. Δηλαδή, μια κοπέλα που είχα, που διατηρούσα σχέση, είχε ένα πενταόροφο σπίτι ή δυο-τρία-τέσσερα με πισίνες κι όλα αυτά, εξοχικά κι ιστορίες. Και κατάλαβα σε μία στιγμή μες στη σχέση μας πως εάν επικεντρώνομαι σε κοινές ιστορίες και κοινά βιώματα προκειμένου να κάνω παρέα με ανθρώπους, θα καταλήξω μόνος μου. Ξεκίνησα να εστιάζω στα συναισθήματα που νιώθουνε οι άνθρωποι. Και τα συναισθήματα είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους.
Κατά σύμπτωση είναι όλες Ελληνίδες, όλες αυτές με τις οποίες έχω διατηρήσει σχέση, ας πούμε, που διήρκησε για παραπάνω από μήνες. Ποτέ δε θα μου άρεσε, από την αρχή, μία κοπέλα στην οποία δε θα άρεσα επειδή ήμουνα Μαύρος. Αλλά ναι, υπάρχουν και τέτοιες γυναίκες που μπορεί να με θέλουνε μόνο και μόνο γιατί είμαι Μαύρος.
Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου την ταυτότητά μου τη φυλετική, με αντιλαμβάνομαι μόνο σαν μία συναισθηματική μονάδα. Συναντάω Μαύρους, ας πούμε, και με αυτούς νιώθω μία απόσταση, γιατί δεν έχω μεγαλώσει και με τον πατέρα μου, άρα δεν έχω καθόλου το πολιτισμικό μπαγκράουντ που έχουν αυτοί. Από την άλλη δεν έχω το οπτικό εσάνς ενός Έλληνα, ας πούμε, άρα είμαι πολύ στη μέση. Και καταλαβαίνω πως όταν συνίσταται η ταυτότητά σου από δύο κουλτούρες κι εσύ έχεις υιοθετήσει την κουλτούρα την οποία δεν αντικατοπτρίζει το δέρμα σου, υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Είμαι σε μία φάση της ζωής μου τώρα που προσπαθώ να ξεπεράσω, δηλαδή, το γεγονός ότι με συναντά ένας Έλληνας και περιμένει να είμαι πολιτισμικά Αφρικανός, και δεν είμαι. Το γεγονός ότι με συναντά ένας Αφρικανός και περιμένει να έχω αφρικανικά πολιτισμικά στοιχεία, και δεν έχω, με έχει βγάλει πολύ έξω, ας πούμε, νιώθω πολύ στο κενό.
Είμαι εδώ πέρα στην Ελλάδα που μεγαλώνω κι είμαι Έλληνας κι είναι η μοναδική χώρα που ξέρω, ας πούμε, και συναντάω ανθρώπους στο δρόμο και με ρωτάνε από πού είμαι, από πού είμαι, συνέχεια, ενώ ξεκάθαρα είμαι Έλληνας, ας πούμε. Δηλαδή, πολλές φορές ξυπνάω, ας πούμε, και με βλέπω στον καθρέφτη και ξαφνιάζομαι γιατί είμαι Μαύρος! Λέω: «Ωχ, είμαι Μαύρος!» Και συνειδητοποιώ μόνο τότε ότι έχω μία ταυτότητα που βλέπει όλος ο κόσμος κατευθείαν.