Γεννήθηκα λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Από κει έβλεπα τη θάλασσα, την αγάπησα κι από πολύ μικρός θέλησα να βρεθώ κοντά της.
Θυμάμαι ότι όταν πρωτοέκανα την πρώτη μου βουτιά, κόντευα να πνιγώ. Ήμουνα δέκα χρονών, έφυγα απ’ το σπίτι μου κρυφά απ’ τη μάνα μου, πήγα τότε στην περιοχή Πικροδάφνης, που ήτανε στο ΕΔΕΜ, που λέγανε. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη προβλήτα κι έβλεπα και τον κόσμο να πηδάει και να χαίρεται, ένα πράμα. Πέφτω κι εγώ στο νερό... και μετά με βγάλανε κάποιοι και με είχανε ανάποδα να βγάλω, λέει, νερό από το στόμα! Κατάλαβα. Λέω, κάτι πρέπει να μάθω!
Ξετρελάθηκα με το να κολυμπάω και προσπαθούσα με τα μάτια, έτσι, χωρίς μάσκα, να δω τον βυθό. Όταν κάποια στιγμή ήρθε αυτό το μαγευτικό πράγμα, δηλαδή μία μάσκα με έναν σωλήνα, τον αναπνευστήρα, στην Ελλάδα κι είδα τον βυθό μαγεύτηκα. Μαγεύτηκα. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε άλλη μεγάλη επιθυμία, να μπορέσω να πάω κάτω, να πλησιάσω, να γίνω ψάρι, πώς το λένε; Να ζω κάτω στον βυθό. Όταν έμαθα ότι στον Πειραιά κάποιος Νίκος Καρδελιάς άνοιξε σχολή κι ενοικιάζει μπουκάλες, ο πρώτος πήγα. Ο πρώτος. Διδάχτηκα από εκείνον την κατάδυση.
Μου άρεσε πάρα πολύ να φωτογραφίζω τον βυθό. Κράτησα την Calypso, τη μηχανή Calypso. Είναι της Nikon η πρώτη μηχανή, λέγεται Calypso. Με αυτό έκανα αρκετές φωτογραφήσεις. Οι πρώτες μου ήτανε ασπρόμαυρες και δε με ενθουσίαζαν, ήθελα το χρώμα.
Το χρώμα όμως... Σιγά-σιγά, άρχιζα να βλέπω ότι ο συγκεκριμένος βυθός που πήρα, στη Ρεβυθούσα, έξω απ’ το Μεγάλο Πεύκο, είδα ότι τα χρώματα σιγά-σιγά χανόντουσαν, σκεπαζόντουσαν. Μία σκόνη τα κάλυπτε... Σιγά-σιγά, συγκρίνοντας δύο χρονών, τριών χρόνων εικόνες στο ίδιο ακριβώς σημείο, είδα ότι κάποια λάσπη άρχισε να καλύπτει και να σκοτώνει τον βυθό. Άρχισα να βλέπω ότι τα ψάρια άρχισαν να ελαττώνονται, να χάνονται. Ψάρια, καθαρά ψάρια, άρχισαν να μην υπάρχουν εκεί. Και πρωτοδημοσίευσα σε μία εφημερίδα εικόνες από το πώς ήταν και πώς ήταν τότε, την εποχή εκείνη. Δεν υπήρχε μήνας που να μην έχω τέσσερις-πέντε δημοσιεύσεις για τη ρύπανση του Σαρωνικού. Υπήρχαν ντοκουμέντα κι ο κόσμος έβλεπε. Είκοσι πέντε χρόνια κυνηγούσα αυτό το θέμα. Φωτογράφιζα, και τα ‘χω, χιλιάδες φωτογραφίες έχω.
Το στατικό πια το είχα χορτάσει, ήθελα την κίνηση. Είδα στη Θεσσαλονίκη μία μηχανή η οποία είχε στεγανό κουτί και μέσα υπήρχε μία 8άρα ρωσικής κατασκευής, μία πολύ σπουδαία μηχανή. Την παίρνω κι αρχίζω και τραβάω φιλμ. Θυμάμαι το πρώτο μου φιλμ το ονόμασα «Κάτω από τη βάρκα». Κι άρχισα να φωτογραφίζω χταποδάκια σε κίνηση, τέτοια πράγματα. Ένιωσα υπέροχα. Ένιωσα ότι δημιουργούσα κάτι. Ήταν μία δημιουργία, πραγματικά μία δημιουργία…
Θυμάμαι ότι το «Κάτω απ’ τη βάρκα» έλαβε και μέρος σε κάποιον διαγωνισμό ερασιτεχνικού κινηματογράφου και το απορρίψανε, γιατί την εποχή εκείνη, τότε, ήταν ο Κουστώ με τον «Κόσμο της σιωπής». Και μου λένε: «Όχι, αυτά πρέπει να ‘ναι πλάνα παρμένα μέσα από φιλμ του Κουστώ» και τέτοια και μου το απέρριψαν. Βέβαια αυτό με ενθουσίασε εμένα, γιατί κατάλαβα ότι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία το φιλμάκι που είχα κάνει τότε.
Όταν είδα πως αγκάλιασαν οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τη ρύπανση, είπα πρέπει να κάνω μια ταινία. Μια ταινία. Και πήρα τη 16άρα την κινηματογραφική, την Ariflex. Την παρήγγειλα στην Καλιφόρνια και ξεκινάω να κάνω το «SOS Σαρωνικός». Κι έκανα τριάντα τρία λεπτά, μία ταινία μοναδική.
Το πρώτο μου ναυάγιο το βρήκα στη Σέριφο, αρχαίο ναυάγιο όμως. Αχ, ήταν πάρα πολύ όμορφο! Οι αμφορείς ήτανε όπως κάθισε το ναυάγιο, όπως κάθισε το ναυάγιο!
Φαινόντουσαν, ήτανε δίπλα-δίπλα, ζευγαρωτοί. Με έπιασε ένας μεγάλος ενθουσιασμός και θυμάμαι ότι είχα πάει στην Εφορία, δεν υπήρχε τότε Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, πήγα εκεί και τους λέω: «Ξέρετε, εγώ βρέθηκα με το δικό μου το σκάφος εκεί κι έκανα μία βουτιά και μία κατάδυση».
«Πού το βρήκες;»
Λέω: «Εκεί». Μου δείξανε που, ένα χάρτη. Λέω: «Να, εδώ υπάρχει ένα τέτοιο ναυάγιο».
Με απογοήτευσαν, η αλήθεια. Και μου είπανε ότι: «Αν σε ξαναδούμε εκεί, θα θεωρηθείς αρχαιοκάπηλος!» Αυτό ήτανε μία απογοήτευσις.
Είδα πολλά αρχαία ναυάγια, από τότε. Το Ναβαρίνο ήτανε μία πολύ ωραία εμπειρία.
Είχα διαβάσει από το σχολείο τη ναυμαχία που έγινε εκεί. Παίρνει τηλέφωνο από την ΕΡΤ και λέει: «Στα 150 χρόνια, επετειακό, θα κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ. Μπορούμε να τραβήξουμε υποβρύχιες λήψεις;» Τώρα, λέω, να του πω «όχι»; Αποκλείεται. Ήθελα τόσο πολύ να το δω αυτό το πράγμα! Χαίρομαι που άγγιξα τα λείψανα της τουρκο-αιγυπτιακής αρμάδας. Είδα καρίνες, είδα καταστρώματα, είδα μπομπάρδες, είδα πολλά πράγματα. Ο βυθός εκεί είναι ένας θησαυρός. Θησαυρός, πραγματικός θησαυρός.
Είχε γίνει πολύ γνωστό το όνομά μου και κάποια στιγμή είμαι στον Πειραιά, σε έναν χώρο που συγκεντρώνονται δύτες. Με φωνάζει κάποιος, μου λέει: «Ονομάζομαι Κλήμης, Νικήτας». «Αλέξη», μου λέει, «εγώ με τον αδερφό μου κι ένα τσούρμο» --έτσι λεγόντουσαν-- «κόψαμε το “ΕΛΛΗ”».
«Ποιο; Το “ΕΛΛΗ”; Το “ΕΛΛΗ”; Που ρίχνουμε κάθε τόσο τα στεφάνια;»
«Ναι», μου λέει. Μου περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια, μου λέει: «Να φανταστείς, Αλέξη, ότι για την πρώτη φορά το στρίψαμε», λέει, «δε θέλαμε να το κόψουμε. Ήταν γεμάτο», λέει, «μπρούτζα και μπακίρια. Είχε πολύ μεγάλη αξία για τον εργολάβο».
Και μου είπε την εξής λεπτομέρεια, που αυτό με άφησε άφωνο. Μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Όταν εμείς τελειώσαμε τη δουλειά, είπαμε απ’ τον εργολάβο: “Mας αφήνεις να μαζέψουμε τα ψιλά;”» Μίλαγε έτσι, κάπως, «τα ψιλά». Και τους λέει: «Μαζεύετε το». Κι έφυγε ο εργολάβος και πλέον δουλέψανε για τον εαυτό τους. «Και δεν αφήσαμε κάτω τίποτα», μου λέει, «το σκουπίσαμε».
Πέρασαν τα χρόνια. Και μετά από χρόνια με καλέσανε και μου είπανε: «Πάμε να κάνουμε το “ΕΛΛΗ”». Μας διαθέτουν το «ΑΝΝΙΝΟΣ», την πυραυλάκατο «ΑΝΝΙΝΟΣ», παίρνω δυο παλικάρια καλά, γιατί ήταν και σαράντα εφτά μέτρα, και πάμε. Να ‘μαστε εκεί και να έχει δύο-δυόμισι μέτρα κύμα… ξέρεις πως πιάνει εκεί το κύμα; Να ‘μαστε απίκο. Να μην μπορούμε να πέσουμε. Θα χάσουμε την ευκαιρία να το δούμε... ήθελα τόσο πολύ να κατέβω!
Έρχεται τελικά μία, ένα τρεχαντήρι. Κατεβάζουμε τα πράγματα με δυσκολία και «μπαπ», πέφτουμε μέσα στο νερό. Ξέρεις, άμα πέσεις στο νερό, νιώθεις βασιλιάς! Νιώθεις ουδετέρα πλευστότητα, νιώθεις ότι γαλήνεψαν τα πάντα. Δεν πα να ρίχνει από πάνω! Και κατεβαίνουμε κάτω και με πλημμυρίζει αυτή η απογοήτευση, η οποία είναι η πραγματικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα! Ένας βυθός ήσυχος, χωρίς τίποτα.
Κάποια στιγμή, μέσα σε αυτόν τον βυθό, βλέπω να διακρίνεται ένα πράγμα σαν χωνί, έτσι σαν… Κι επειδή ήξερα από τα παλιά καράβια λέω να, ξέρεις, είναι η ανεμοδόχος. Η ανεμοδόχος του «ΕΛΛΗ». Η ανεμοδόχος του «ΕΛΛΗ», παιδιά, συγκινούμαι... Πλησιάζω και πραγματικά, είναι η ανεμοδόχος του «ΕΛΛΗ». Πλησιάζουν κι οι δύτες, κάνουν τον σταυρό τους και το προσκυνούν. Ένιωσα συγκίνηση… Παιδί ήμουνα όταν έμαθα ότι το βυθίσανε. Το πλοίο αυτό δεν πολέμησε, ηρωικά... δολοφονήθηκε.
Δηλαδή τι κάναμε; Το πουλήσαμε. Δηλαδή, δραχμοποιήσαμε την ιστορία μας. Γιατί; Εντάξει, κόφτε ό,τι κόψετε, που δεν έπρεπε να κοπεί. Έπρεπε στη συμφωνία να πει: «Θέλουμε την πρύμνη, ατόφια. Θέλουμε την πλώρη του. Θέλουμε τη γέφυρα». Χάθηκαν ψυχές. Χάθηκαν ψυχές! Το δένουμε με ένα σκοινί, το ανεβάζουμε απάνω και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο το πολεμικό, το Ναυτικό Μουσείο στον Πειραιά.
Πάντα μου άρεσε η έρευνα, όμως. Μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα διαβάσει ότι είχε ψάξει κι ο Κουστώ, δύο φορές, για τη χαμένη Ελίκη. Ήταν πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ο Παυσανίας αναφέρει το 373 π. Χ. έγινε ένας σεισμός, λένε, άνοιξε η γη και κατάπιε τη «Δωδεκάπολη», γιατί ήτανε δώδεκα πόλεις. Ο θρύλος υπήρχε ότι εδώ υπήρχε μία πολιτεία κι εκεί σκαλώνουν τα δίχτυα των ψαράδων. Όλα αυτά με ερέθισαν. Άρχισα, λοιπόν, να ψάχνω.
Έψαχνα δύο χρόνια. Μέχρι που κάποια στιγμή, βρήκα μία πελεκημένη πέτρα. Μια πελεκημένη πέτρα όμως, μπορεί να ‘πεσε από ένα καράβι της εποχής εκείνης. Όμως πιο πέρα, βλέπω μία πεσμένη οροφή με κάτι κεραμίδια, τα οποία είναι ένα μέτρο. Τεράστια κεραμίδια, που οι αρχαιολόγοι λένε ότι σκέπαζαν ναούς. Βλέπω... βλέπω... δρόμο με τοίχο. Σκαλίζω και βλέπω αρμούς, χωρίς κονίαμα. Λέω, εδώ είναι έργο ανθρώπινο. Και βγάζω φωτογραφίες και κάνω το φιλμ.
Εγώ πιστεύω ότι είναι. Αν δεν είναι η Ελίκη, ήτανε δώδεκα πόλεις γύρω-γύρω. Ήταν Δωδεκάπολις. Δόθηκε πάρα πολύ δημοσιότητα. Το γράψανε. Εκείνο όμως, το σημαντικότερο, ήταν ότι το συμπεριέλαβε το περιοδικό Αρχαιολογία, που την ευθύνη είχε ο Ανδρόνικος.
Πάντα ήταν το όνειρό μου να γίνει υποβρύχιος τουρισμός. Σήμερα πιστεύω ότι σιγά-σιγά κάτι αρχίζει να χαράζει. Πάντα υπήρχε η δυσκολία ότι «απαγορεύεται η κατάδυσις», γιατί πιστεύανε ότι με αυτό το τρόπο προστατεύουνε τα αρχαία. Ενώ αντίθετα. Οι ευσυνείδητοι θα τα προστατεύανε. Αυτό που πιστεύω είναι ότι οι ταινίες μου ‘φεραν τον κόσμο κοντά. Υπήρχε μία σχολή όλη-όλη στην Ελλάδα. Οι σχολές γίναν πολλές. Βλέπω σήμερα πολλά παιδιά, καμιά φορά κι εδώ, στη θάλασσα. Κάποιες σχολές φέρνουνε κάποιους και κάνουν κατάδυση και τους βλέπω έτσι και λέω, κάποια μέρα ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς.