Βρουχάκης Αντώνης. Είμαι απ' τα Καλουδιανά της Κρήτης, Καλουδιανά Χανίων Κρήτης, γεννημένος το 1953. Το 1974 επιλέχθηκα απ’ τη στρατολογία να πάω Κύπρο, ΕΛ.ΔΥ.Κ. Και φύγαμε από το Λουτράκι με το οχηματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», πήγαμε στην Κύπρο.
19 του μηνός φτάσαμε στην Κύπρο, 20 του μηνός έγινε ο πόλεμος. Μπήκαμε στο στρατόπεδο, προλάβαμε και πήραμε τα στοιχεία, τα ΠΑΟ, πήραμε τον οπλισμό... Το πρωί 6 η ώρα άρχισε το πανηγύρι, άρχισε ο βομβαρδισμός. 6 η ώρα το πρωί. Δηλαδή, ούτε 24ωρο δεν είχαμε στην Κύπρο, δεν είχαμε 24ωρο, δέκα ώρες.
Οι πρώτες μέρες ήταν δραματικές. Βομβαρδισμός… βόμβες, να ρίχνουν βόμβες ναπάλμ οι Τούρκοι, απαγορευμένες τότε λέει από το… δεν έπρεπε να... Και ρίχνανε ναπάλμ, μας καίγανε ζωντανούς, καιγόταν τα παιδιά! Βρήκαμε στρατιώτες καμένους.
Να γίνεται ο χαμός. Ρουκέτες από 'δώ, ρουκέτες από 'δώ, να μην ξέρουμε από πού να πάμε! Άλλοι χτυπούσαν τ' αεροπλάνα —ένα αντιαρματικό είχαμε μες στα ΕΛ.ΔΥ.Κ— χτυπούσαμε εκεί, άλλοι μαζεύομασταν ρίχναμε, οι περισσότεροι προσπαθούσαμε, δεν προλαβαίναμε να κάνουμε κάτι, γιατί βομβαρδίζαν συνέχεια. Μπαίνω στον θάλαμο για πέντε-δέκα λεπτά να πάρω κάτι, ξέρω 'γω, να καλυφτώ κιόλας και σκύβω κάτω απ' το κρεβάτι το δικό μου και βλέπω ένα Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη. Την παίρνω, τη βάζω, λέω θα με προστατέψει. Συνέχιζαν οι βομβαρδισμοί, το βράδυ έγινε η εισβολή στον Κιόνελι.
Αφού βομβαρδίστηκε η ΕΛ.ΔΥ.Κ, εμένα την τρίτη μέρα μου λέει ότι ανθυπασπιστής:
«Πάνε στο Ύψωμα Β να καθίσεις εκεί, δίπλα στον Λόχο Διοικήσεως». Το ύψωμα, μη φανταστείς, ήταν ένα υψωματάκι. Από τη μεριά τη δικιά μας, δηλαδή την ελληνική, ήτανε τρία-τέσσερα μέτρα, ένα υψωματάκι. Μπροστά εμείς βλέπαμε τον Κιόνελι, τον Πενταδάκτυλο, το βουνό, εκεί είχε διοίκηση, ήταν η διοίκηση της τουρκικής… οι Τούρκοι ήταν εκεί τέλος πάντων.
Είκοσι μέρες κάναμε τις δουλειές εκεί, ορύγματα, και διάβαζα και το Ευαγγέλιο, διάβαζα και το Ευαγγέλιο, διάβαζα το Ευαγγέλιο. Καθένας μου ζητούσε μια σελίδα: «Δώσε, είναι τυχερό», «δώσε, γιατί είναι τυχερό» κι έδινα κι εγώ από μια σελίδα κι έγινε μισό το Ευαγγέλιο.
Αύγουστο, 14 Αυγούστου, έγινε μια επίθεση στο Ύψωμα Β και κάναμε μια ελαφρά οπισθοχώρηση προς τα πίσω, καμιά τετρακόσια-πεντακόσια μέτρα, αλλά το πυροβολικό τους γύρισε πίσω προς τον Πενταδάκτυλο. Ένα στοιχείο ΠΑΟ είχε έρθει, το μοναδικό αντιαρματικό που είχαμε, γιατί τ' άλλα τα αντιαρματικά τα είχαμε χάσει μες στον βομβαρδισμό. Το ΠΑΟ των 106 χιλιοστών, έκανε καλή δουλειά. Έριξε στους Τούρκους πολλά βλήματα. Κι οπισθοχώρησαν. Κι απ' τα πολλά βλήματα που έριχνε το ΠΑΟ, μπλόκαρε. Πήγε ο σκοπευτής να το ξεμπλοκάρει, και ξέρεις το ΠΑΟ έχει αέρια από πίσω, βγάζει αέρια, πολλά αέρια και το βρήκανε τ' αέρια και το σκότωσαν το παιδί. Κι αναγκάστηκαν τα παιδιά, αφού χάλασε το ΠΑΟ και τα λοιπά, να οπισθοχωρήσουν για να φύγουν από 'κει και μείναμε στις 16 Αυγούστου, ήμασταν τελείως χωρίς βαρύ οπλισμό, τίποτα δεν είχαμε.
Τελευταία μέρα του πολέμου, 16 του μηνός, μου λέει ο αρχιλοχίας: «Δεκανέα, πάρε δύο στρατιώτες και πάνε μπροστά». Πάω το πρωί, 6 η ώρα, μαζί μ' ένα τηλέφωνο στο χέρι με σύρμα, όχι ασύρματο, ενσύρματο και δύο στρατιώτες και πάμε. Τα αεροπλάνα πετούσανε, έξι η ώρα το πρωί ήδη άρχισαν να κάνουνε βομβαρδισμούς και να ρίχνουνε.
Πάμε εκεί πέρα, καθόμαστε, ενώ δεν περνάει κανένα τεταρτάκι και βλέπω απέναντι —τον Κιόνελι τον βλέπαμε πεντακάθαρα— κινήσεις, σαν να χτύπησε συναγερμός. Τούρκοι να βγαίνουν, να τρέχουν από 'δω, να τρέχουν από 'κει, τα άρματα να παίρνουνε μπρος. Μέτρησα τριάντα-σαράντα άρματα, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα ήτανε. Λέω αν έρθουν αυτά όλα προς τα 'δω, δε θα μείνει ούτε ένας ζωντανός από μας. Εμείς είχαμε ένα πολυβόλο 30άρι εκεί κι ο Λόχος Διοικήσεως να είχε άλλα δυο κι η ΕΛ.ΔΥ.Κ, δεν ξέρω τι υπήρχε μέσα στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. Λέω αν έρθουν αυτοί εδώ, δε γλιτώνει κανένας!
Πλησιάζουνε, έρχονται προς τα εμάς. Η απόσταση από τον Κιόνελι μέχρι το ύψωμα εκείνο να 'τανε τέσσερα χιλιόμετρα, πέντε; Το ύψωμα, εν τω μεταξύ, μη φανταστείς, σου λέω να, ήτανε κρανίου τόπος. Δεν είχε τίποτα, ούτε φυλλαράκι, ούτε δέντρο, ούτε τίποτα δεν κάλυπτες, πέτρα! Κι είχαμε κάνει, στο εικοσαήμερο που ήμουνα εκεί, πέτρες πάνω στην πέτρα κι είχαμε κάνει θέσεις με πέτρες, το οποίο το έπαιρνε, το άρμα τη χτυπούσε και διαλυότανε.
Να χτυπάνε οι μεν από τη μία μεριά κι οι άλλοι από την άλλη. Πάω να χτυπήσω το τηλέφωνο να τον ειδοποιήσω τον αρχιλοχία, το τηλέφωνο νεκρό. Είχε κοπεί το σύρμα απ' τους βομβαρδισμούς. Πάει ένας στρατιώτης να τον πει ότι έτσι κι έτσι, πλησιάζουν πολύ οι Τούρκοι, έρχονται επάνω μας, δε γυρίζει ο στρατιώτης, γιατί γινόταν ο χαμός! Πάει κι ο δεύτερος, το ίδιο. Τελευταίος. Λέω Αντώνη, πρέπει να φύγεις κι εσύ τώρα, γιατί αλλιώς δε γλιτώνεις με τίποτα. Σηκώνομαι εγώ, παίρνω το όπλο μου. Πώς έφτασα στη διμοιρία, ένας Θεός ξέρει! Φτάνω στον αυτό, στον αρχιλοχία, του λέω: «αρχιλοχία, πρέπει να φύγουμε», του λέω. Πρέπει να ήτανε τώρα 11 η ώρα, 12. Μου λέει: «Δεν κουνάμε από 'δω με τίποτα!» Μας έδινε και κουράγιο, μας έλεγε: «Παιδιά, μη φοβάστε. Θα 'ρθουνε δυνάμεις, θα 'ρθουνε ενισχύσεις, θα 'ρθει η αεροπορία!» Τίποτα δεν ήρθε! Ό,τι του λέγανε του διοικητή, μας έλεγε κι αυτός.
Πίσω ακριβώς ήταν μια σχολή, η «Σχολή Γρηγορίου». Η σχολή είχε γίνει διάτρητη. Απ' τις σφαίρες, απ' τις βόμβες κι απ' τα άρματα. Με τον Γιωργάκη, έναν Γιωργάκη που είχαμε δεθεί πολύ, μου λέει: «Αντώνη, αν σκοτωθούμε, θα πας», μου λέει, «στη Λευκάδα, στα Σφακιώτικα Λευκάδας, να πεις στη μάνα μου ότι ο γιος σου σκοτώθηκε εδώ». Λέω: «Θα πάω ρε», του λέω, «αλλά θα κάνεις κι εσύ το ίδιο του λέω. Αν πεθάνω εγώ», του λέω, «θα πας στα Καλουδιανά να πεις στη μάνα μου ότι…»
«Έγινε». Δώσαμε τα χέρια και συνεχίζαμε, προχωρούσαμε, να πούμε.
Να γίνεται ο χαμός, να μη βλέπεις μπροστά σου από τα βλήματα. Ο διοικητής του Λόχου Διοικήσεως, κι απ' ότι άκουσα από τον υποδιοικητή, σκοτώθηκε πηγαίνοντας, άνοιξε το καπάκι του άρματος, του πρώτου άρματος που βρήκε μπροστά του, δηλαδή, μπήκε και σκότωσε τον οδηγό. Και το επόμενο άρμα που ερχόταν, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Δηλαδή ήταν φοβερά τολμηρός, αυτός ο άνθρωπος ήταν γίγαντας!
Οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει στα εκατό μέτρα. Κι έδωσε εντολή κατά το μεσημεράκι ένας υποδιοικητής να κάνουμε οπισθοχώρηση προς τα πίσω λίγο, προς τη Διοίκηση, δηλαδή. Κανένας δε θα γλίτωνε αν δεν ήταν αυτός ο υποδιοικητής, να δώσει αυτήν την εντολή. Και πήγαμε προς τα 'κει.
Πηγαίνοντας προς τα κει να πω ότι, σου λέω, να, πάνω τα αεροπλάνα να χτυπάνε, οι άλλοι σκοτωνόταν δίπλα μου, δεξιά, αριστερά… Κι όπως έφτανα στο τέλος της διαδρομής προς το σχολείο Γρηγορίου και κάνω δεξιά-αριστερά να δω, βλέπω έναν καταδρομέα. Έρχονταν κάτι άρματα, πλησιάζανε άρματα, μου λέει: «Μη φοβάσαι» μου λέει, «Άσ' τα σε μένα!», λέει. Με το ΠΑΟ το 90άρι τραβάει μια το πρώτο άρμα, που ήταν το πιο κοντινό, πάει αυτό. Ξανά το δεύτερο, δώσ' του! Λέω: «Αντώνη, τη γλίτωσες!»
Λέει: «Από πού είσαι;»
Λέω: «Απ' τα Χανιά».
«Τα Χανιά!» μου λέει, «κι εγώ Χανιώτης είμαι ρε!» μου λέει.
«Χανιώτης;» λέω, «από πού;»
«Μέσα απ’ τα Χανιά. Εσύ;»
«Απ' τα Καλουδιανά». Αυτό ήτανε.
«Γεια σου φίλε!»
«Γεια!»
Δε μου είπε όνομα, ούτε όνομα, απλώς «από πού είσαι». Κι εγώ ακολουθούσα τον λόχο μου. Αφού φτάσαμε στη Μακεδονίτσα, είχαμε ήδη γλιτώσει. Οι Τούρκοι σταματήσανε εκεί, μέχρι εκεί. Οι λοκατζήδες κάνανε χρυσή δουλειά. Αν δεν ήταν, δηλαδή, αυτοί οι λοκατζήδες, οι καταδρομείς κι ο υποδιοικητής από την ΕΛ.ΔΥ.Κ, δε θα είχε γλιτώσει κανένας. Κανένας.
Την επόμενη μέρα, μαζεύαμε τους πεθαμένους, τους πηγαίναμε στα Λακατάμια, ένα νεκροταφείο, τους σκοτωμένους και τους θάβανε προσωρινά, τους θάβαμε με χώμα έτσι από πάνω κι αν δεν τον ήξερες έγραφες «άγνωστος στρατιώτης», αυτόν που γνώριζες έγραφες το όνομά του. Κι εκεί έβλεπα ποιοι σκοτωθήκαν και ποιοι δε σκοτωθήκαν. Άσ’ τα, μη συζητάς. Μόνο με θαύμα μπορώ να το χαρακτηρίσω ότι γλίτωσα από εκεί πέρα κάτω.