ΕΠΙΖΗΣΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ
ΕΠΙΖΗΣΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ
Περιγραφή
Μια παρέα φίλων κάνει διακοπές στο Πουκέτ της Ταϊλάνδης τα Χριστούγεννα του 2004, όταν το φονικό τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού χτυπάει τις ακτές της χώρας.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Μακρή
Αφήγηση
- Κώστας Αυλωνίτης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Black Dogs Productions
Αυλωνίτης Κώστας λέγομαι, είμαι σαράντα τεσσάρων. Μένω στους Μακράδες, Κέρκυρα.
Ήταν απόφαση καλοκαιριού. Είχαμε καθίσει εγώ με τους δύο φίλους μου και κουβεντιάζαμε ότι θέλουμε να κάνουμε ένα ταξίδι κάποια στιγμή μαζί, κάπου να πηγαίναμε πριν κάποιος από τους τρεις παντρευτεί, κάνει οικογένεια ή οτιδήποτε. Κι είχαμε πει να κοιτάξουμε κάποια στιγμή να πάμε Ταϋλάνδη. Εμείς βρήκαμε εισιτήρια, μάλλον ο φίλος μου βρήκε εισιτήρια μέσω Αιγύπτου κι έτσι τα κλείσαμε. Ήμασταν πολύ ενθουσιώδεις. Ότι θα πάμε, θα κάτσουμε εκεί, θα πάμε Ταϋλάνδη, Πι Πι Λέι, Πατάγια, Πουκέτ, θα τα γυρνούσαμε όλα αυτά… Και τίποτα, απλά είπαμε πάμε και βλέπουμε, τελείως, τελείως χωρίς πρόγραμμα, μηδέν.
Θυμάμαι με το που φτάσαμε Μπανγκόκ είχε πάρα πολλή ζέστη, πάρα πολλή κίνηση, δε θυμάμαι αν κάτσαμε μία μέρα, νομίζω, Μπανγκόκ και φύγαμε για Πουκέτ. Πήγαμε Πουκέτ, βρήκαμε ένα δωμάτιο. Εντάξει, βγαίναμε το βράδυ, εκεί είναι νυχτερινή ζωή πάρα πολύ. Πάρα πολλά κλαμπ, ωραία ήταν, όμορφα ήταν… Το πρωί πηγαίναμε, πηγαίναμε για ύπνο 4, 5, 6… Ξυπνούσαμε μεσημεράκι, πηγαίναμε παραλία…
Είχαμε πάει, είχαμε περάσει από κάτι μαγαζάκια και κάνανε μονοήμερες εκδρομές στα Πι Πι island. Εκεί πού έχει γυριστεί η «Παραλία» με τον Ντι Κάπριο, το «James Bond», το «Νησί». Μπαίνουμε στο καραβάκι και πάμε στα Πι Πι. Η απόλυτη εφορία!
Ένα τρομερό νησάκι, ένα beach bar με αιώρες… Κι είχαμε αράξει στην παραλία κι ήταν ένα πράγμα, δηλαδή, φανταστικό. Ησυχία… έπαιζε λίγο η μουσικούλα…. ήταν παράδεισος. Πραγματικά, παράδεισος.
Πρέπει να ‘ταν προπαραμονή Χριστουγέννων ή παραμονή. Το βράδυ, επειδή ήταν Χριστούγεννα, είχαμε κανονίσει ένα παρτάκι, ήταν μικρό γκρουπ. Ήταν από Βραζιλία τρεις κοπέλες, ήταν ένα ζευγάρι από Ιταλία, τέλος πάντων, γύρω στα δέκα άτομα ήταν. Είχαν ανάψει φωτιά στην παραλία, «ho ho ho, Μerry Christmas», είχαμε πιει τις βότκες μας, χορεύαμε γύρω-γύρω από τη φωτιά, συνεχίσαμε εκεί το πάρτι μας Χριστούγεννα βράδυ… όμορφα. Τέλος πάντων, γελάσαμε πάρα πολύ και πήγαμε για ύπνο. Χριστούγεννα βράδυ.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ε, κάπως κάνω έτσι, σηκώθηκα κι έκανα έτσι το κεφάλι μου κι είδα τον Ταϊλανδό που ήμασταν χθες το βράδυ και τα πίναμε ακριβώς έξω, σε ένα τρελό τρέξιμο και φωνές. Πριν συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσω τι γίνεται, ακούσαμε έναν υπόκωφο θόρυβο. Ένα πράγμα σαν «ββββ», ένα βουητό… Ο Γιώργος από δίπλα σηκώθηκε από το κρεβάτι λέει: « Σίφουνας!» Υπέθεσε αυτό.
Εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι, ανοίξαμε την πόρτα. Αυτό που είδαμε ήταν ένα καφέ πράγμα, ήταν γύρω στο ένα-ενάμισι μέτρο, το οποίο έρχονταν με φόρα. Νερό...
Νερό... Δεν καταλάβαμε καν τι έχει γίνει. Τι είναι αυτό που έρχεται; Πώς έρχεται;
Μέχρι να καταλάβουμε τι έχει γίνει, πώς, τι, το νερό έχει φτάσει μέχρι τα γόνατα!
Σιγά… ανέβαινε πάρα πολύ γρήγορα. Σηκώθηκε κι ο Μαρίνος, μέχρι να σηκωθεί, να βγει έξω ο Μαρίνος, το νερό μάς είχε φτάσει μέχρι το στήθος! Δηλαδή, τώρα μιλάμε για δευτερόλεπτα, έτσι; Δε μιλάμε ούτε καν για λεπτό!
Η πρώτη κίνηση που κάναμε, που σκεφτήκαμε, αφού ανέβαινε το νερό και στο μπαλκόνι… Έξω υπήρχαν κάτι φράχτες, ανεβήκαμε επάνω στο φράχτη και πιαστήκαμε από το δοκάρι το πάνω. Η σκέπη. Πιαστήκαμε κι οι τρεις από εκεί, το νερό ανέβαινε… Τέλος πάντων, το νερό ανέβηκε, αν θυμάμαι καλά, μέχρι τον λαιμό.
Ανέβηκε μέχρι ένα σημείο, εκεί λέει ο Γιώργος: «Παιδιά, ανεβαίνουμε πάνω, στη σκέπη!»
Και μετά, ξαφνικά, το αισθανθήκαμε να κατεβαίνει. Αλλά πάλι κατέβαινε... δεν κατέβαινε αργά, δηλαδή κατέβαινε πάλι γρήγορα, δηλαδή σαν να αισθάνεται κάτι να σε ρουφάει. Αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο να κρατηθούμε, από όταν ήρθε το νερό...
Ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί δε μας χτύπησε τίποτα. Δηλαδή, όλο το νερό αυτό, ό,τι είχε φέρει μαζί του κι ό,τι πήρε μετά, από λαμαρίνες μπορεί να ήταν, από το οτιδήποτε, ακόμα από κρεβάτι, από οτιδήποτε υπήρχε μπροστά από τα σπίτια… Και μόλις κατέβηκε το νερό κι έφυγε κοιταχτήκαμε μεταξύ μας: «Είμαστε καλά;»
Βγήκαμε έξω από το δωμάτιο, κοιτάξαμε… βλέπαμε θάλασσα. Αμάν! Πού είναι τα σπίτια; Κάτι έγινε εδώ, τι έγινε; Προχωρήσαμε προς την παραλία, είδαμε πάρα πολύς κόσμος φώναζε, άλλοι ψάχνανε μέλη της οικογένειάς τους, ένας χαμός. Κόσμος να κλαίει, κόσμος να φωνάζει, κόσμος τραυματισμένος, με αίματα… Πάνω στα σπίτια, μέσα στην πόλη είδαμε καράβι να είναι επάνω στη σκέπη! Η προβλήτα δεν υπήρχε, διαλυμένα τα πάντα. Τα παιδιά είχανε τις παντόφλες, εγώ δεν είχα παντόφλες.
Πατούσαμε σε συντρίμμια, έτσι; Πατούσαμε σε… δεν υπήρχαν ούτε πέτρα να πατήσουμε, πετρούλες δηλαδή, ούτε γκαζόν ούτε τίποτα, υπήρχαν μόνο συντρίμμια.
Δηλαδή, προσπαθούσαμε να πατήσουμε ώστε να μην κοπούν τα πόδια μας.
Είχε τραβηχτεί πάλι το νερό, και βλέπαμε το νερό κι έρχονταν πάλι σε μικρά κυματάκια. Δηλαδή, ερχόταν κύμα-κύμα-κύμα κι ανέβαινε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Εκεί, πήραμε τα πράγματα κι ανεβήκαμε, λέμε: «Πάμε πάνω». Ανεβήκαμε πάνω στο εστιατόριο, τέλος πάντων, ανέβηκε λίγο, ξανακατέβηκε… έφυγε και μετά έμεινε κανονικά η στάθμη της θάλασσας.
Ήμασταν πάνω στο εστιατόριο, σε αυτά τα τραπεζάκια, τέλος πάντων, που είχαν μείνει. Και σε κάποια στιγμή, μου λέει ο Μαρίνος: «Πήρε και τις κούκλες από τα μαγαζιά!» Ήταν κάτω μας δυο-τρεις κούκλες. Μόνο που δεν ήταν κούκλες. Ναι, ήταν πτώματα.
Συγκεκριμένα το ένα… Έπεσε ένας Ταϊλανδός, έδεσε ένα σκοινί στη μέση του, έπεσε μες στα νερά, τη βγάλαμε έξω τη γυναίκα. Το θέαμα, εντάξει, δεν μπορώ να το… Ήταν μελανιασμένη, ήταν φουσκωμένη από τα νερά… ξέρεις πώς είναι ένας νεκρός.
Εκεί μας ψιλοκόπηκαν τα γόνατα. Καταλάβαμε ότι έχει γίνει κάτι πολύ άσχημο.
Αυτό που σκεφτήκαμε είναι ότι ΟΚ, πρέπει να ειδοποιήσουμε πίσω. Πώς θα ειδοποιήσουμε όμως; Τηλέφωνα άλλα δεν υπήρχαν. Κι έτσι βρίσκουμε έναν Ιταλό του οποίου του ζητήσαμε το τηλέφωνο να στείλουμε ένα μήνυμα πίσω ότι είμαστε εντάξει. «Είμαστε καλά, μην ανησυχείτε». Μόνο αυτό στείλαμε.
Το βράδυ είδαμε όλο τον κόσμο κι ανέβαινε πάνω στο βουνό για να κοιμηθούν.
Προφανώς πάνω στο βουνό, γιατί φοβόταν μήπως γίνει και κάτι άλλο. Δεν ξέραμε τι έχει γίνει, δεν είχαμε μιλήσει με έξω από το νησάκι κόσμο ή να βρούμε κάποιον που έχει μιλήσει και να ξέρουμε τι έχει γίνει. Δεν ξέραμε καν τι είναι τσουνάμι.
Ανεβήκαμε το βράδυ στο βουνό. Κοιμηθήκαμε, όσο μπορούσαμε να κοιμηθούμε, τώρα φαντάσου πάνω σε πέτρες, έτσι; Να κρυώνουμε, γιατί το βράδυ είχανε, έκανε κρύο… Εγώ είχα κάποιες πληγές στα πόδια μου με πονούσανε, με τσούζανε… Και το πρωί, με το ξημέρωμα, σηκωθήκαμε «μπαμ» για να κατέβουμε, να βγουν τα καραβάκια, γιατί είδαμε το ένα καραβάκι που ερχότανε. «Πάμε να φύγουμε!»
Το πρώτο σοκ που είδα μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν σοροί με σεντόνια.
Καταλαβαίνεις, ήταν πτώματα, νεκροί, τέλος πάντων. Τους είχαν σκεπασμένους με σεντόνια, γιατί με 40 και 42 βαθμούς και 45 που έχει, είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και για αρρώστιες.
Στο καραβάκι που πήγαμε φτάσαμε νομίζω Πουκέτ, Πουκέτ πήγαμε. Θυμάμαι πάντως εκεί που αράξαμε στην προβλήτα, μια καταστραμμένη προβλήτα, βρήκαμε και κάποιους άλλους Έλληνες και θα μας παίρνανε στην πρεσβεία κι από κει θα μας παίρναν με λεωφορείο κανονικά, στο αεροδρόμιο.
Πήγαμε στην πρεσβεία, ήμασταν αρκετοί Έλληνες. «Τι έχει γίνει;» «Τι έχει γίνει;» Εκεί ήταν η πρώτη φορά που είδαμε τηλεόραση κι είδαμε το τι έχει γίνει. Εννοείται ότι μείναμε με το στόμα ανοιχτό, έτσι; Δεν… Το Πουκέτ κατεστραμμένο, όλο! Έδειχνε φωτογραφίες, φωτογραφίες έδειχνε από ρεπορτάζ εκείνη τη στιγμή κι ήταν το ένα Πουκέτ κατεστραμμένο, τα Πι - Πι κατεστραμμένα…
Την άλλη μέρα μπήκαμε σε ένα αεροπλάνο, τεράστιο. Ήταν η πιο όμορφη πτήση που έχω κάνει, επιστροφής. Όταν φτάσαμε αεροδρόμιο ήτανε κάποιες κυρίες μπροστά μας οι οποίες τρέχανε να φτιαχτούνε, «και να φτιαχτούμε» κι «έτσι» και «μα» και «μου». Τι έγινε; Ε, περιμένανε κάμερες έξω. Τέλος πάντων, μόλις ανοίγουν οι πόρτες του αεροδρομίου, φλας! Κάμερες! Δημοσιογράφοι! Αμάν… Εμείς τρομάξαμε, φύγαμε από τη γωνία. Οι κυρίες μπροστά να πάρουνε συνέντευξη, και «τι κάναμε και…» Εμείς, τουκ-τουκ, φύγαμε από τη γωνία.
Αισθανόμουνα πολύ παράξενα, με όλα αυτά που είχα δει. Δεν είχα καθόλου διάθεση για κόσμο, δεν είχα διάθεση για πολλά πράγματα, ήμουνα πολύ… με είχε πειράξει. Ήθελα να φύγω, ήθελα να φύγω, να πάω κάπου ασφαλής. Ήθελα να ξέρω ότι θα πάω κάπου και θα ‘μαι, θα ‘μαι σπίτι μου, θα ‘μαι ασφαλής, θα ‘μαι εκεί. Εντάξει, δεν ήταν και λίγο αυτό που βιώσαμε. Δηλαδή, τα πρώτα βράδια θυμάμαι ότι ξύπναγα στον ύπνο μου, ξύπναγα. Δηλαδή, κατέβαινα κάτω στον Άη Γιώργη, στη θάλασσα, αν είχε φουρτούνα καθόμουν από απόσταση. Είχε μείνει κάτι ψυχολογικό.
Εννοείται ότι κάθε 26 Δεκέμβρη τηλεφωνιόμαστε μεταξύ μας και λέμε «χρόνια πολλά» κι οι τρεις! Γιατί σου λέω ότι αυτά που είδαμε εκεί στο νησάκι ήταν πραγματικά σαν κάποιος να έβαλε το χέρι του, να μας σήκωσε και να μας ξανα-άφησε κάτω μόλις τελείωσε. Δηλαδή, όλα τα συντρίμμια από μπροστά, όλα τα σπίτια, ήρθαν πίσω και ξανακατέβηκαν και δε μας χτύπησε τίποτα. Δηλαδή, ούτε καν να περάσει κάτι να μας γρατζουνίσει. Πραγματικά, λες κι υπήρχε κάτι γύρω μας και δε μας ακούμπησε τίποτα. Τι να πεις; Δεύτερη ευκαιρία; Δεύτερη ζωή; Ήτανε κάτι που σαν κάποιος να μας έλεγε: «Δε σταματάει το καντήλι σας εδώ». Αυτό.