Στο χωριό μας, το Δοκίμι, το σχολείο είχε χώμα και παίζαμε τα παιδιά. Εγώ ήθελα να γίνω τερματοφύλακας.
Το καλοκαίρι εμείς τώρα, στο χωριό κάτω, όλοι βάζαμε καπνά. Το καλοκαίρι δεν είχαμε χρόνο να παίξουμε τα απογεύματα. Δηλαδή ελάχιστο χρόνο, γιατί ήμασταν όλη μέρα βοηθούσαμε τους δικούς μας στο αρμάθιασμα του καπνού, στο μάζεμα του καπνού, όμως μόλις τελειώναμε τα καπνά τον Αύγουστο, τελείωναν τα καπνά αρχές Αυγούστου, μέσα Αύγουστου, μαζευόμασταν τα παιδιά. Είχαμε φτιάξει ένα γήπεδο θυμάμαι στο σπίτι μου από κάτω ακριβώς, είχε ένα χωράφι. Το φτιάχναμε το τέρμα με καλάμια και είχαμε έδρα δικιά μας εμείς. Παίζαμε, μπορώ να σας πω, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, τόσο πολύ, γιατί το ευχαριστιόμασταν. Είχαμε τον χώρο μας και παίζαμε κιόλας και κάναμε αγώνες, πάνω-κάτω γειτονιά.
Τότε, επειδή ήμουν τερματοφύλακας, στη γειτονιά μου, απέναντι στο σπίτι το δικό μου, το πατρικό μου, ήταν ένας κύριος που ήταν προπονητής. Ο κύριος Αντώνης ήταν προπονητής στην ομάδα στο χωριό μου. Άλφα, η ομάδα του χωριού μου, είχε καλή ομάδα. Λέει στον πατέρα μου: «Νίκο, τον Θωμά θα τον πάρω στην ομάδα». Ο πατέρας μου δεν ήθελε ν’ ακούσει καθόλου για ποδόσφαιρο. Έλεγε: «Θα γίνει αλήτης». «Όχι», λέει, «μωρέ Νίκο, εγώ θα παίρνω το παιδί στο γήπεδο, θα το φέρνω, θα του κάνω προπόνηση. Είναι καλός». Τελικά, με τα χίλια ζόρια, δεκαπέντε χρονών, έφτιαξα δελτίο στην ομάδα του χωριού μου, Άλφα ατομικό.
Στην αρχή ήμασταν πέντε τερματοφύλακες. Έλεγα από μέσα μου: «Πότε θα παίξω, πρέπει να παίξω». Έλεγα: «Αυτός ο τερματοφύλακας δεν πρέπει να παίξει. Πρέπει κάτι να γίνει». Μόλις έλεγα έτσι, έπιασε δουλειά στην αστυνομία, έφυγε. Ήταν μεγαλύτερος από μένα, έφυγε αστυνομία. Ο άλλος τερματοφύλακας τραυματίστηκε, ο άλλος ερχόταν για προπόνηση, του έλεγε ο προπονητής: «Άμα δεν έρχεσαι στην προπόνηση, δεν παίζεις!» Και έτσι, σιγά-σιγά, έπαιξα. Δηλαδή είναι ο Θεός, δεν ξέρω πώς, έπαιξα βασικός στο χωριό μου.
Βέβαια, πρώτα κοίταζα να διαβάσω, να βοηθήσω τον πατέρα μου. Διάβαζα φυλώντας τα πρόβατα. Προπόνηση πήγαινα πριν ή μετά, ανάλογα. Δεν πήγαινα συνέχεια προπόνηση. Όταν πήγαινα όμως, πήγαινα για προπόνηση και θυμάμαι τότε τα μέσα δεν ήτανε… και παίζαμε έτσι, χωρίς γάντια, αλλά έπαιξα.
Μετά, όταν πέρασα πανεπιστήμιο, πήγα στην Αθήνα. Στο Μοσχάτο ήταν ομάδα, στήνανε καλή ομάδα, καλή σειρά. Θυμάμαι τότε εγώ, μέσα στα αποδυτήρια είχαμε έναν φροντιστή, από τότε φροντιστή, που μας είχε, μέχρι μπουρνούζι μας είχε.
«Ωραία πράγματα», είπα. Εγώ λέω, από πού ήρθα, πού έφυγα, πού ήρθα. Μέχρι σαμπουάν, το μπάνιο μας το ζεστό μετά την προπόνηση…
Ήταν καλή ομάδα και μάλλον ήταν ο όμιλος που παίζαμε, γύρισα όλα τα νησιά. Σύρο, Μύκονο, Χίο, Μυτιλήνη, Κω, Κάλυμνο, δηλαδή δεν υπάρχει νησί, που να μην πήγα.
Από την ομάδα, δηλαδή, ήμασταν στον όμιλο του Πειραιά. Παίζαμε με άλλες του Πειραιά, Κερατσίνι, Πέραμα, Ιωνικό, Ζέα, ομάδες του Πειραιά και ομάδες από νησιά. Γύρισα όλα τα νησιά.
Έπαιζα ποδόσφαιρο εκεί και σπούδαζα κιόλας. Τέλειωσα τις σπουδές μου, δεν ήθελα να καθίσω καθόλου Αθήνα, δε μ’ άρεσε η Αθήνα. Μετά, μόλις τέλειωσα το πανεπιστήμιο, ήρθα μεταγραφή στον Παναιτωλικό.
Στα αποδυτήρια μέσα, μπαίναμε στα αποδυτήρια, ήτανε χάλια και μερικές φορές, όταν έβρεχε, επειδή το ταβάνι έσταζε επάνω, κρατάγαμε ομπρέλα για να μην βρεχτούμε, να αλλάξουμε, να κάνουμε προπόνηση. Ή χαλούσε ο θερμοσίφωνας, δεν είχαμε ζεστό νερό να κάνουμε μπάνιο. Είχαμε ξερό το γήπεδο, ήταν ξερό σε εμάς.
Όταν πηγαίναμε να παίξουμε στον Ατρόμητο Αθηνών, που ήταν και αυτός Γ΄Εθνική τότε ο Ατρόμητος Αθηνών, ή πηγαίναμε να παίξουμε στο Χαϊδάρι, είχανε χόρτο αυτές οι ομάδες και έπρεπε να κάνουμε προπόνηση σε χόρτο, να το συνηθίσουμε.
Όταν παίξαμε, όταν ήμουν εγώ στον Παναιτωλικό, Γ΄Εθνική τότε που ήμουνα, τη χρονιά που ήμουνα. Γράψαμε ιστορία εκείνη τη χρονιά, το ‘93. Είχαμε αποκλείσει εμείς ομάδες: Ιωνικός, Εθνικός, ομάδες ιστορικές που ήταν Α’ Εθνική εκείνη την εποχή. Είχαμε κερδίσει 1-3 μέσα στη Νίκαια και ήρθαμε εδώ στο Αγρίνιο, πήγαμε 0-0 και περάσαμε εμείς στην επόμενη φάση. Τότε είχαμε γράψει ιστορία, γιατί πρώτη φορά ο Παναιτωλικός είχε φτάσει 16 κυπέλλου, δηλαδή απέκλεισε Ιωνικό, Εθνικό. Γ’ Εθνική εμείς ομάδα, αυτές οι ομάδες ήταν Α’ Εθνικής, που παίζαμε εμείς.
Παίξαμε με την ΑΕΚ μετά, αποκλειστήκαμε βέβαια από την ΑΕΚ, γιατί ΑΕΚ είναι αυτή, παίξαμε στη Φιλαδέλφεια. Μέσα στη Φιλαδέλφεια χάσαμε 4-1. 4-1, θυμάμαι κιόλας, είχα πιάσει και πέναλτι του Δημητριάδη, καλός παίκτης ο Δημητριάδης, center for στην ΑΕΚ και όταν ήρθε η ΑΕΚ εδώ, μιλάμε δεν έπεφτε καρφίτσα κάτω. Πρώτο ημίχρονο ήμασταν 0-0. Ήμασταν καλοί και έλεγα στο φίλο μου τον Χρήστο, που έπαιζε πίσω άμυνα, λέω: «Κάτσε εδώ», λέω, «όπως είμαστε, να μη γίνουμε ρεζίλι!» του είπα. Και όντως γίναμε. Φάγαμε πέντε γκολ, φάγαμε δεύτερο ημίχρονο, πέντε γκολ.
Το Μεσολόγγι, ΑΕ Μεσολογγίου, ήταν Α΄κατηγορία και ‘θελαν να βγούνε παραπάνω κατηγορία και επειδή θέλανε, με ξέρανε έμενα σαν τερματοφύλακα. Ήρθε ο προπονητής, ο Αντρέας, δε λέω επώνυμο, λέει: «Θωμά, θα έρθεις να παίξεις ποδόσφαιρο στην ΑΕ». Ήρθε, με πήρε στο Αγρίνιο, πήγα κάτω για προπόνηση στο Μεσολόγγι. Εκεί με πήραν, μου μοίρασαν, μου δώσανε σακ-βουαγιάζ, φόρμες και αυτά, γάντια πέντε-έξι ζευγάρια γάντια. Θεός.
Και πήγαμε να παίξουμε με τη Βόνιτσα, μια ομάδα, που η Βόνιτσα είναι, εντάξει, έξω από το Αγρίνιο. Είναι πολύ είναι καμία ώρα έξω από το Αγρίνιο. Όποια ομάδα κέρδιζε, μάλλον ήμασταν τώρα, όχι τώρα όσο θυμάμαι, ήμασταν τρεις ομάδες. Τρεις ομάδες, το Κομπότι Άρτας, εμείς και η Βόνιτσα, για να βγει η μια και παίξαμε μεταξύ μας παιχνίδια. Μέσα στο Μεσολόγγι, στο Κομπότι και στη Βόνιτσα. Η Βόνιτσα, όταν παίξαμε μέσα στο Μεσολόγγι, φέραμε 2-2 με τη Βόνιτσα και έπρεπε μέσα στη Βόνιτσα να κερδίσουμε εμείς, για να βγούμε κατηγορία τελευταίο παιχνίδι.
Και πάμε να παίξουμε στη Βόνιτσα, κόσμος πολύς. Πολύ κόσμο, λέμε τώρα: «Τι ήρθαμε εδώ;» Εν τω μεταξύ κάτι είχε γίνει, κάτι είπαν οι Μεσολογγίτες, λέει: «Μη βάλεις τον Καρτσακλή να παίξει, να βάλεις τον άλλον τερματοφύλακα, που έπαιζε και πριν». Εγώ δεν, λέω του Αργέλη- είπα του προπονητή, είπα και το επώνυμο του- λέω: «Αντρέα, μη βάλεις έμενα, λέω, να παίξει ο άλλος. Δεν έχω πρόβλημα εγώ».
Όμως ο Θεός ήθελε να παίξω εγώ. Γιατί ήθελε να παίξω εγώ;
Αυτοί με «Χ» περνούσαν αυτοί την κατηγορία. Εμείς έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε. Με το που ξεκινάει το παιχνίδι μας πίεζαν αυτοί, γκολ. 1-0, ήταν κάτι Μεσολογγίτες φίλαθλοι εκεί, όχι ότι έφταιγε το γκολ αλλά… «Τώρα γιατί να παίξει ο Καρτσακλής, γιατί να παίξει ο Καρτσακλής, να παίξει ο άλλος τερματοφύλακας!
Έβαλες τον Καρτσακλή πάλι! Προπονητή, μα Αργέλη Αντρέα!» τον φώναζαν τον Αντρέα, εγώ δε μίλησα καθόλου.
Ξεκινάει δεύτερο ημίχρονο, προς το 60΄ μας πίεζαν αυτοί, έκανα κάνα-δυο καλές αποκρούσεις εγώ, εντάξει, ο τερματοφύλακας αυτή τη δουλειά πρέπει να κάνει. Να πιάνει έτσι, ό,τι γίνεται. Εγώ πάντα το έλεγα, ο τερματοφύλακας είναι εκεί και πάντα ό,τι αποκρούσεις κάνει, τις κάνει γιατί πρέπει να τις κάνει. Γι’ αυτό είναι εκεί πέρα.
Εντάξει έκανα κάνα-δυο αποκρούσεις καλές, στο 70΄ πώς έτυχε, φεύγει μπροστά ένας συμπαίκτης μου, 1-1 εμείς, ισοπαλία.
Με ισοπαλία αυτοί πάλι περνούσανε. Εμείς έπρεπε να κερδίσουμε. Φτάνει προς το…
Κόκκινη κάρτα ένας παίκτης δικός μας, με δέκα παίκτες εμείς. Αυτοί, αντί να παίξουν λίγο αμυντικά, τώρα μιλάμε για θέμα τακτικής, πάνε να παίξουν επιθετικά, να βάλουν κι άλλο γκολ, ενώ με «Χ» περνούσαν αυτοί. Προς το 90΄ μας πίεζαν να βάλουν γκολ, μας πίεζαν. Κάνουν ένα κόρνερ αυτοί, κάνει κεφαλιά ο αντίπαλος, αποκρούω εγώ και φωνάζω στον συμπαίκτη μου, αποκρούω την μπάλα και ήρθε μπροστά μου η μπάλα, αλλά το θυμάμαι αυτό, το θυμάμαι πολύ καλά. Αποκρούω τη μπάλα και λέω, φωνάζω:
«Να την πιάσω πάλι εγώ!» αλλά ο συμπαίκτης μου δε με αφήνει να την πιάσω, τη διώχνει μακριά. Και διώχνει τη μπάλα μακριά, φεύγει από το κέντρο και φεύγει ένας παίκτης, ένας συμπαίκτης μου και κάνει το 1-2.
Πέσαμε όλοι κάτω, δηλαδή κερδίσαμε τον αγώνα. Δηλαδή μετά, μέσα στα αποδυτήρια τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε, δεν το έχω ζήσει.