Γεννήθηκα στο Μεσόβουνο το 1932. Λέγομαι Γεώργιος Παραστατίδης. Η καταγωγή μας είναι από την πατρίδα, από την Αδριανούπολη. Από κει είναι η καταγωγή και σηκωθήκανε, ήρθανε προς Σεβάστεια κι από εκεί ήρθαν εδώ. Δηλαδή κι εκεί πρόσφυγες ήταν και πάλι πρόσφυγες ήρθαν εδώ και μετά έγιναν χειρότεροι πρόσφυγες.
Οι δικοί μας ανέκαθεν ήταν αντίθετα με το καθεστώς το φασιστικό. Και δημιούργησαν μια οργάνωση στο Μεσόβουνο, οργάνωση, αντιστασιακή οργάνωση, το '41. Ήτανε φθινόπωρος, Αγίου Δημητρίου. Όρμησαν οι Γερμανοί, κύκλωσαν το χωριό, νύχτα. Όρμησαν εις το χωριό μέσα και με τα όπλα άνοιγαν τις πόρτες και «Kom! Κom!» «Εκκλησία! Εκκλησία!» τους σπρώχνανε στην εκκλησία. Δεν τους αφήσανε να ντυθούνε οι άνθρωποι κι έτσι πολλοί ήταν με εσώρουχα μόνο, δεν ήταν ντυμένοι, δεν τους άφησαν να ντυθούν. Πήγανε στην εκκλησία, γέμισε η εκκλησία.
Τα σπίτια καιγόντανε. Τα 'καψαν τα σπίτια, όλο το χωριό καιγότανε. Έναν μήνα καιγόντανε τα σπίτια. Γιατί ήτανε φθινόπωρος, την εισοδειά όλη τη μαζέψανε κι ήτανε στις αποθήκες και στα τέτοια μέσα. Ετοιμαστήκανε για το χειμώνα. Αυτά όλα τα κάψανε, δεν άφησαν σπίτι για σπίτι. Με πέτρα χτισμένα ήταν, πετροχτισμένα, τα ντουβάρια, έγιναν ασβέστης από το κάψιμο.
Αυτοί είχανε σκοπό να μας κάψουν εκεί μέσα, στην εκκλησία. Αλλά αφού γέμισε η εκκλησία, είδανε δε χωράει ο κόσμος μέσα, τους έδιωξαν παρακάτω. Και τους έβγαλαν έξω από το χωριό, όπως είναι το γήπεδο τώρα, προς τα εκεί, προς τα Κομνηνά. Κι εγώ, μικρός, ήμουνα εκεί κι η μάνα μου κι όλοι πήγανε εκεί.
Μάζεψαν τον κόσμο, τους άντρες όλους, από δεκαέξι μέχρι εξήντα, τους χωρίζανε.
Η μάνα μου με φώναξε: «Έλα εδώ, παιδί μου». «Τι είναι», λέω, «μάνα;» Λέει: «Πάνε στο σπίτι, πάρε τον κουβά. Να βάλεις τα ρούχα μου μέσα, να πας να τα δώσεις στον πατέρα σου και να τον πεις». Ήρθα, του τα έδωσα και λέω: «Πατέρα, διαλέγουνε», λέγω, «τους άνδρες από δεκαέξι μέχρι εξήντα, τους παίρνουνε. Η μάνα μ’ έδωσε τα ρούχα της και με είπε να πας, να φύγεις από εκεί που περνάει όλος ο κόσμος, από εκεί που γινόταν ο έλεγχος».
Πέρασε τη γραμμή ο πατέρας μου. Αφού πέρασε τη γραμμή, τον έλεγχο δηλαδή, πήγε παρακάτω. Είδε αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς… στα γόνατα όλοι, τα πολυβόλα στημένα κι ο κόσμος καθότανε και κοιτούσε. Απελπισμένοι ήτανε. Και λέει: «Αυτοί όλοι θα σκοτωθούνε, αδέρφια, ξαδέρφια, συγχωριανοί, κι εγώ θα ζήσω; Δεν τη θέλω αυτήν τη ζωή! Τι να την κάνω αυτήν τη ζωή;» Κι έβγαλε τα ρούχα και πήγε και αυτός μαζί τους.
Ένας θείος μου, είπε: «Ας ορμήσουμε στα όπλα!» Κι ορισμένοι σκέφτηκαν πιο λογικά: «Εάν ορμήσουμε στα όπλα θα σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα! Δε θα αφήσουν γυναικόπαιδο, θα σκοτώσουν όλα!»
Ήτανε πεδιάδα, τριφύλλια ήταν εκεί κοντά κι ήτανε η πεδιάδα κι εκεί τους βάλανε. Τους σκοτώσανε. Εκατόν εξήντα πέντε. Εκατόν εξήντα πέντε, σε αυτούς μέσα ήταν και τρεις δάσκαλοι, ήταν ξένοι. Κι αυτούς, τους σκοτώσανε.
Και τότε σηκώθηκε ένας θείος, σηκώθηκε με έναν άλλον και φύγανε. Ο άλλος ήταν πιο μπροστά. Εκείνος τον χτυπήσανε, τον σκοτώσανε εκείνον. Αφού καιγόταν τα σπίτια, ο θείος μου αυτός χώθηκε στο φούρνο μέσα. Οι Γερμανοί έτρεξαν να τον βρούνε, δεν τον βρήκανε. Έμεινε τρεις μέρες στο φούρνο μέσα αυτός. Αυτός έζησε, τέλος πάντων.
Τότε τα γυναικόπαιδα όλα τα διώξανε προς τα Κομνηνά, με τα πόδια. Απ’ τα Κομνηνά-Πτολεμαΐδα, μας πήγαν μέσα στα χάνια. Ήτανε χάλια. Να σκεφτείς, εκατό άτομα ήτανε σε ένα «τόσο» μέρος. Όρθιοι κοιμότανε, ο ένας επάνω στον άλλον, δεν ήτανε… Κι είπανε: «Όσοι έχετε συγγενείς και μπορείτε να πάτε, να πάτε να ζήσετε εκεί. Αλλιώς, δε μπορείτε, εδώ δεν μπορείτε να ζήσετε».
Εμείς φύγαμε, πήγαμε κάτω, στα Πολλά Νερά. Εκεί έχω θεία, του πατέρα μου αδερφή, και πήγαμε εκεί. Όταν πήγαμε στα Πολλά Νερά, εγώ ήμουνα νηστικός. Η θεία μου με έφερε πολύ φαΐ να φάω κι η άλλη γυναίκα βρέθηκε εκεί, λέει: «Όχι τόσο φαΐ, θα πεθάνει το παιδί!»
Στο Μεσόβουνο... τι να σε πω! Κατεστραμμένα τα πάντα. Δεν έβλεπες σπίτι. Όλα καμένα, πεσμένα… δηλαδή, ήταν ένα πράγμα, σαν να ήτανε… πώς να σε πω... ένας ανεμοστρόθαλος κι όλα τα ρήμαξε. Έτσι ήτανε, δεν άφησαν τίποτα. Εκάναμε υπόστεγο κι εκεί κάτω ίσαμε να κάνουμε ένα δωμάτιο, δωμάτιο, μαυροδωμάτιο να κάτσουμε μέσα, σαν άνθρωποι, να κοιμηθούμε το βράδυ μέσα. Αυτό ήτανε.
Οι Γερμανοί ήρθαν πάλι. Ήταν κι οι «πατριώτες» από εδώ απ' τον Πελαργό, οι Παοτζήδες λεγάμενοι. Προδότες. Προδίνανε τον ελληνικό λαό και σκοτώναν τον ελληνικό λαό.
Μόλις έγινε η επιχείρηση για το Βέρμιο, εφύγαμε στο βουνό. Εν τω μεταξύ, παιδιά μικρά φύγανε στο βουνό, εφτάσανε στο Γραμματικό, ένα χωριό Γραμματικό, επάνω, ψηλά. Με τις μάνες τους και με γειτόνους και ξέρω εγώ, ήταν κανα τριάντα-τριάντα πέντε παιδιά. Και σε ένα σημείο, ενδιάμεσα Μεσόβουνο-Γραμματικό, απότομο είναι, οι Παοτζήδες πηγαίνανε κι οι Γερμανοί από κάτω προς τα πάνω, αυτοί ερχόντανε έτσι κι ανταμωθήκανε εκεί απάνω. Ανταμωθήκανε εκεί απάνω.
Τότε, σκοτώσαν γυναικόπαιδα. Εκεί έκαναν τα αίσχη! Σκοτώσανε τα παιδιά. Με συγχωρείς… και τα κορίτσια τα.... άστα μην, μην... Και μετά, για να μην φανούν τα ίχνη τους, οι «πατριώτες» 'ριξαν, τους μαζέψανε, ρίξανε πετρέλαιο και τους κάψανε! Για να μην καταλάβουνε τα αίσχη που κάνανε. Για να μην τα καταλάβουν, τους μαζέψανε, ρίξαν πετρέλαιο και τους κάψανε. Τριάντα δύο άτομα. Γυναικόπαιδα.
Γυναίκες ήτανε. Μία, συγκεκριμένα, είχε έναν κουμπάρο απ' τον Πελαργό και του λέει: «Κουμπάρε! Κουμπάρε!» Λέει: «Κουμπάρο δεν έχει τώρα εδώ!» αυτός.
Ήταν ένα παιδί, αυτός ήτανε στην οργάνωση, είχε όπλο. Έστειλαν το παιδί απ' το κάτω μέρος του χωριού για να μπει στο χωριό να δει τι γίνεται, σαν σύνδεσμο τον στείλανε. Οι Γερμανοί τον είδανε, τον πιάσανε και τον φέρανε στην πλατεία του χωριού. Φέραν, μάζεψαν το χωριό όλο και τον πατέρα του και τον κρεμάσανε στο δέντρο και τον σκοτώσανε. Στον πατέρα του μπροστά και στον κόσμο μπροστά.
Τρεις μέρες ήμουνα στο βουνό. Ήτανε μια σπηλιά, χωθήκαμε εκεί μέσα. Μπορεί να χωρούσε είκοσι άτομα. Εξήντα άτομα ήμασταν ο ένας επάνω στον άλλο. Από εδώ το φράξανε με κέδρα και πέτρες, για να μη φανεί.
Οι Γερμανοί είχαν εγκαταστάσεις λίγο πιο εδώ κι ένας παππούς πήγε να πιεί νερό.
Τέλος πάντων, ήπιε νερό και μόλις είδε έρχονται οι Γερμανοί πάλι, χώθηκε σε έναν κέδρο απάνω. Ήρθε ο Γερμανός, με συγχωρείτε για τη φράση, κατουρούσε απάνω του, στον κέδρο κατουρούσε, απάνω του! Κι αυτός τσιμουδιά δεν έκανε, τι να έκανε;
Από τον φόβο του, τραυματίας ήταν κιόλας. Κι έφυγαν οι Γερμανοί κι έμεινε αυτός, γλίτωσε.
Ήρθε η μάνα μου το βράδυ κι είπε: «Εγώ θα πάω. Εδώ θα πεθάνουν τα παιδιά μου. Εγώ θα πάρω τα παιδιά μου και θα κατεβώ σε ένα χωριό, οπουδήποτε. Κι όσοι θέλετε, ελάτε, δεν παίρνω ευθύνη». Κατέβασε είκοσι πέντε άτομα, κατέβασε. Σαν στρατηγός ήτανε! Οι Γερμανοί μάς είδανε το πρωί, εμείς εκεί επάνω πολλά άτομα.
«Α-ου-α-ου» κάτι λέγανε, ήρθαν μας πήρανε. Κι ο ένας ο Γερμανός έκλαιγε, γιατί μια κοπέλα έμοιαζε την αδερφή του. Καλά, ήταν και άνθρωποι μέσα. Τι σημασία έχει αυτό…
Και πήγαμε στο Μανιάκι. Μας έβαλαν στην εκκλησία, ξημερώσαμε ένα βράδυ εκεί.
Το πρωί ήρθανε τα «Τζέιμς» απ' τους Πύργους. Ζώα κι από παντού ήτανε ζώα επάνω στα «Τζέιμς» και μας 'χώσαν κι εμάς μέσα. Και τα ζώα μας πατούσαν, μας έχεζαν… προσέχαμε όσο να μη μας πατήσουν και μας σκοτώσουνε… Και μας πήγανε στην Πτολεμαΐδα. Πάλι πρόσφυγες.
Το '47 μας κάψαν οι «πατριώτες» πάλι με τον στρατό, οι Έλληνες. Ήρθαν εδώ. Εμείς, Αύγουστος μήνας ήταν, Αύγουστος-Ιούλιος, αλωνίζαμε. Απ’ τον Πελαργό ερίξανε τις οβίδες, η μία έπεσε αριστερά στο χωριό, πέρα μακριά. Η άλλη έπεσε πιο απάνω απ' το χωριό κι η άλλη έπεσε στο κέντρο του χωριού. Όταν έπεσε, τα μουλάρια εκείνα τιναχτήκανε, καπίστρια, τίποτα δεν αφήσανε. Κοιτάω τα βουνά, όλα γεμάτα στρατιώτες! Πού να ήξερα που είναι και Παοτζήδες μέσα; Έφυγα! Έτρεχα και τα χώματα τιναζότανε! Έριχναν σφαίρες να με χτυπήσουνε. Και μπήκα στην πέτρα μέσα, πίσω, και κρύφτηκα, γλίτωσα από εκεί.
Φώναξανε ύστερα: «Όσοι ζείτε, ελάτε!» Κατεβήκαμε στην πλατεία. Η μάνα μου πού ήταν δεν ξέρω, με τα παιδιά έφυγε κάπου. Όλοι σκορπιστήκανε, όπου μπορούσε ο καθένας κι έφευγε. Τι να έκαμαν; Αυτό ήταν. Οι πατριώτες πα, αυτό εκάνανε. Τρεις φορές μας κάψαν, τρεις φορές. Τι να πεις;
Ήμασταν τέσσερα αδέλφια. Εγώ ήμουν ο μεγάλος και το κορίτσι το μικρό ήτανε στην κούνια. H μάνα μας, οι δικές μας οι μάνες ήταν ηρωίδες. Όχι μόνο. Γιατί όλο το χωριό, δεν είχαν άντρες. Πήγαμε όπου ευρίσκαμε. Δεν είχαμε στέκι να πάμε, θα πούμε να πάμε στους Πύργους ή στο Μεσόβουνο. Όπου ευρίσκαμε. Ζητιανεύαν εδώ κι εκεί, δεν είχαν τίποτα. Ρούχα δεν είχανε, φαΐ δεν είχανε, τίποτα δεν είχανε. Ό,τι πήγαιναν σε ένα σπίτι και ζητούσανε, όχι εδώ, σε άλλα χωριά. Αν τους έδιναν, καλώς τους έδωσαν. Αν δεν τους έδιναν, τίποτα.
Μας έδωσε η UNRRA μουλάρια κι έτυχε να πάρουμε ένα εμείς κι ένα ο θείος μου και τα ζεύαμε μαζί. Μ’ αυτό το μουλάρι κάναμε γεωργία και σπέρναμε τα χωραφάκια μας και παίρναμε και ξύλα και ζήσαμε. Αλλά μικρό παιδί, πόσο θα έφερα εγώ τότε, τι ήμουνα; Έντεκα χρονών μωρό, τι ξύλα θα έφερνα εγώ; Τι γεωργία θα έκανα; Αλλά σε είπα: οι μάνες μας ήταν ηρωίδες! Όχι μόνον η δικιά μου, όλες οι γυναίκες του χωριού. Ζήσανε τα παιδιά τους. Και ζήσαμε. Με το ζόρι, ζήσαμε! Γεννήθηκα στο Μεσόβουνο και ζω στο Μεσόβουνο κι εδώ θα πεθάνω.