Γεννήθηκα Ηράκλειο, μεγάλωσα Ηράκλειο. Επειδή η μητέρα μου ήτανε, καταγόταν από ένα παραθαλάσσιο χωριό, τις Κάτω Γούβες, η επαφή με το θαλασσινό περιβάλλον ήτανε πάρα πολύ στενή. Με τα βραχάκια της, με τα καβούρια της, με το καλαμάκι που κόβαμε από τον ποταμό βάζοντας ένα κομμάτι πετονιά κι ένα κομμάτι ψωμοτύρι, εκείνη την εποχή, ή ταραμά για να πάμε να βγάλουμε καμία γόπα… Ήτανε τόσο μεγάλη η έλξη της θάλασσας που ψυχή τε και σώματι, που λέει ο λόγος, δινόμασταν εκεί.
Είμαι φαρμακοποιός. Πριν καν ανοίξω το φαρμακείο, είχα την πρώτη βάρκα μου. Όπου όταν πρωτο-μπήκα μέσα, ένιωθα ότι θα κατακτήσω τον κόσμο! Είναι απίστευτο το συναίσθημα. Αρχίσαμε να εξερευνούμε τα νησάκια σε όλη την Κρήτη, που ήτανε γύρω-γύρω στην Κρήτη. Εγώ, η βάρκα, ένα σκυλάκι που είχα, ένα κόκερ τότε, τον Έντι, κι η γυναίκα μου. Ειδικά το καλοκαίρι ήτανε, σχεδόν κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο ήμουνα στο νερό.
Ήτανε το 1996, παραμονές του Σταυρού. Κείνη την περίοδο είχε γεννηθεί ο πρώτος μου… το πρώτο μου παιδί, ο γιος μου. Και την είχα τη βάρκα στο λιμανάκι του «Αφροδίτη» στις κάτω Γούβες, και περίμενα ένα φιλαράκι να πηγαίναμε για ψάρεμα.
Παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Γιάννη, δε θα μπορέσω» --κατέβαινε ο αδερφός του υποψήφιος με την Πολιτική Άνοιξη-- «και θα ‘θελα να τον συνοδέψω σε μία περιοδεία που θα κάνει στη Μεσσαρά, να πάω μαζί του. Οπότε, δεν έρχομαι».
Κατέβηκα στη βάρκα, ήταν η ώρα 5-5και. Βαρέθηκα να κατέβω στο Ηράκλειο και λέω: «Δεν πάω να κάνω μια συρτούλα, να περάσει λίγο η ώρα;»
Άρχισα, λοιπόν, να κατεβαίνω προς τα κάτω, προς τον κάβο της Χερσονήσου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, πέτυχα έτσι, στη μέση του πουθενά, χαζεύοντας και το βυθόμετρο, πέτυχα τα σαυρίδια. Βγάζω το τσαπαρί, «παπ!» τραβάω δυο-τρεις ζεμπιλιές, δυο-τρεις καθετιές, έπιασα καμία δεκαπενταριά, φαίνεται, κομμάτια. Οπότε γυρίζω το σκάφος --«Σταυρό του Νότου» απαραιτήτως το κασετόφωνο-- κι άρχισα να ξεπλακίζω το σαυρίδι. Είχα δόλωμα πλέον. Λέω: «Θα πάω να ρίξω μερικές κάθετες στο βαθύ μπάγκο». «Τσούκου-τσούκου», με χαμηλή ταχύτητα. Ρίχνω την πρώτη καθετή, είχα και καλό χτύπημα, πήρα ένα καλό φαγκρί.
Το σημείο εκεί είναι βαθιά είναι εκατόν τριάντα-εκατόν σαράντα-εκατόν πενήντα μέτρα. Έχω φέρει λοιπόν απάνω το ψάρι, με το που δολώνω και πετάω το αγκίστρι μέσα, σκύβω να ανάψω ένα τσιγάρο. Με το που σκύβω να ανάψω το τσιγάρο, ακούω από κάτω «γκλουπ-γκλουπ-γκλουπ…» Κάνω έτσι, σηκώνομαι, ανοίγω το ταμπούκι, το πίσω ταμπούκι που είναι το κάθισμα, εκεί από κάτω είναι αποθηκευτικός χώρος… τίγκα στο νερό! Λέω: «Αδερφέ...» Βάνω έτσι το μηχανάκι μπροστά κι άρχισε να βγάζει νερό, να ξερνάει νερό έξω από τη βάρκα. Σκύβω να δω μήπως είχε φύγει η τάπα η πίσω, που ήτανε. Ήταν στη θέση της. Εν τω μεταξύ, βλέπω το… τα ντεπόζιτα της βενζίνης κι άρχισαν να βγάζουνε πιρπιλίθρες, που σημαίνει ότι έπαιρνε νερό μέσα στη βενζίνη. Και λέω: «Κάποια στιγμή θα φτάσει και στη μηχανή, οπότε θα σβήσει».
Χτυπάω λοιπόν τηλέφωνο στη γυναίκα να της πω ότι έχω πρόβλημα και θα καθυστερήσω. Τότε ήτανε η πρώτη χρονιά, δεύτερη, δε θυμάμαι καλά, που είχανε βγει αυτές οι μπακατέλες με την κεραία στο πλάι, ήτανε δύο κιλά το κινητό τότε. Και την ώρα που πάω εγώ να πάρω το κινητό να την πάρω τηλέφωνο να της πω ότι έχω πρόβλημα και θα καθυστερήσω… μπατάρισε η βάρκα! Εγώ βρέθηκα μαζί με το κινητό στο νερό κι η βάρκα άρχισε να βουλιάζει. Κι όλα αυτά γίνανε σε… like that ρε παιδί μου, σε κλάσματα του δευτερολέπτου!
Προσπάθησα βέβαια να πλησιάσω, φοβήθηκα. Γιατί δεν ήξερα κιόλας, λέω: «Να μπλέξω σε κάνα σχοινί επάνω, δεν ξέρω…» γιατί επέπλεαν διάφορα σχοινιά και λοιπά. Πήρα ένα ντεπόζιτο που είχε αδειάσει της βενζίνης, μήπως μπορέσω να κρατηθώ απάνω. Δε με βόλευε, το άφησα. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο με μισή ώρα, εξαφανίστηκε κι η βάρκα κι άρχισε μία φάση «τι κάνουμε τώρα».
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ξανακολυμπήσω προς τα εκεί που ήμουνα. Πλέον είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο, η ώρα ήταν κατά τις 7 που έγινε το συμβάν. Είχα χάσει τα σημεία αναφοράς. Με το που άρχισε να φρεσκάρει ο καιρός από μπροστά μου και τον έβλεπα που μου χτύπαγε το κυματάκι, κλείνω τα μάτια μου και κάνω χίλιες απλωτές, μετρώντας: μία-δυο-τρεις.
Δεξιά μου και πίσω ήταν το φανάρι της Ντίας. Ανοίγω τα μάτια μου και το βρίσκω δεξιά μπροστά μου! Δηλαδή, αντί να πηγαίνω έξω, πήγαινα προς τα πίσω! Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγω έξω κι απλά προσπάθησα να συντηρηθώ, δηλαδή να κρατηθώ στην επιφάνεια. Κι απλά ευελπιστούσα ότι θα ανεγογυρευτεί η γυναίκα μου, πέρασε η ώρα, θα δει ότι δεν επιστρέφω…
Νύχτωσε καλά, πέρασε η ώρα, άρχισαν τα δύσκολα. Με την έννοια ποια; Ότι έχανα υγρά. Έκανε απίστευτο κρύο. Εγώ ήμουνα «χα» σε αυτή τη φάση, να μπορέσω να κρατηθώ, να μπορέσω να αυτό, να ζεσταθώ και καλά, διότι έτρεμα σαν το κουλούκι.
Συνειδητοποιώ ότι «φιλαράκι, πολύ πιθανόν να πάθεις κάποια ανακοπή», άρχισα να κάνω σχέδια. Σχέδια τρόμου, σχέδια φόβου, εικόνες από ταινίες που έχουμε δει, από διάφορα αυτά… το που κατέληξε τελικά ο Γιάννης… Περνάει η ζωή σου μπροστά όλη, τη βλέπεις.
Οπότε στο σημείο μηδέν, ας το πούμε έτσι, που λέω: «Φιλαράκι, μέχρι εδώ ήτανε… Θα πάθεις κάποια ανακοπή, δε θα σε βρούνε, κι αν σε βρούνε… ό,τι βρούνε»…
Έκανα τον σταυρό μου, είπα το «Πάτερ ημών» κι άρχισα να νανουρίζω τον Μανώλη.
Ο Μανώλης τότε, έντεκα μηνών, τον νανούριζα με το «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Όταν, λοιπόν, τελείωσα το νανούρισμα του Μανώλη, κάνω μία πατωτή, κάνω μερικές απλωτές, ξανακάνω μία πατωτή, βγαίνω από το νερό μέσα, κάνω μία έτσι… λέω: «Φιλαράκι, δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί τίποτα!»
Αυτό όλο στο λέω κι ανατριχιάζω, μετά από πόσα χρόνια, μετά από είκοσι πέντε χρόνια που είναι αυτή η ιστορία, είκοσι έξι χρόνια. Σου μιλάω τώρα ότι ήτανε ένα πεντάλεπτο, δεν ήτανε: η δικλείδα από το πλην στο συν, από το κάτω στο πάνω, από το μαύρο στο άσπρο, από το τέλος στην αρχή. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί τίποτα. Δεν καταλάβαινα ούτε κρύο, ούτε αυτό, ούτε, ούτε, ούτε...
Κι άρχισα κι έβγαζα μαντινάδες: «Εις στις γυναίκες έδωσα ότι είχα στη ζωή μου, μα μόνο εις τη θάλασσα έδωκα την ψυχή μου». Ήταν αξέχαστη…
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, συνειδητοποιώ ότι είμαι ανοιχτά από τη Χερσόνησο, από τον Μοχό, και βλέπω μία σημαδούρα από ξιφοπαράγαδα. Και λέω: «Θα πάω να βγω απάνω». Οπότε την ώρα που κολυμπούσα προς τη σημαδούρα, καμία απόσταση καμιά διακοσαριά μέτρα από μένα, ακούω το θόρυβο από ένα καΐκι. Πω, άνοιξε η ψυχή μου! Λέω: «Αδερφέ, εδώ ήτανε!» Βάζω εγώ φωνή… που! Δεν ακούγεται τίποτα, να πούμε.
Το καΐκι άρχισε να παίρνει τα πέλαγα. «Φτου σου τον πούστη», λέω, «δε με είδε!»
Άρχισε να ανοίγει αυτός, να ανοίγει, να ανοίγει, παίρνει τα μέσα… Είναι ένα παλικάρι το οποίο έχει, κρατάει μία διόπτρα, έχει ανέβει στο κοράκι μπροστά του καϊκιού και κοιτάζει περιμετρικά, γυρίζει «τακ-τακ-τακ-τακ» και κοιτάζει το αυτό. Και λέω:
«Αδερφέ, αν γυρίσει και κοιτάξει προς τα εμένα…» Και την ώρα λοιπόν που τον βλέπω κι είναι με τη διόπτρα και γυρίζει-γυρίζει, όταν πέφτω απάνω του πετάγομαι από το νερό και κάνω «έτσι» τα χέρια μου. Και τον βλέπω ότι φεύγει από το κοράκι μπροστά και πάει προς τα πίσω, προς τη γέφυρα. Κι εκείνη τη στιγμή γυρίζει το σκάφος, το καΐκι τέλος πάντων, κι ερχόταν προς τα πάνω μου.
Με πλησίασε, μου λέει: «Αδέρφι, τι έγινε;» Μου δώσανε κουβέρτα. Αλλά μου δώσανε, ρε φίλε, ένα κομμάτι σαλάμι, ένα κομμάτι φέτα κι ήτανε η γαμημένη αλμυρή! Και ψωμί, είχε παξιμάδι το παλικάρι -να ναι καλά εκεί που είναι ο άνθρωπος- νερό… Μου δίνει το κινητό, παίρνω τη γυναίκα μου τηλέφωνο. Μου λέει: «Πού είσαι!»
Η ώρα τώρα 7μισι το πρωί. Λέω: «Πριν πούμε οτιδήποτε, μη μου πεις να μην ξαναπάρω βάρκα! Ένα. Δεύτερον, το βύθισα κι έρχομαι!» Μου λέει: «Καλώς να ορίσεις!»
Μετά που μιλήσαμε, βέβαια, εκείνη είχε βγει έξω στο μπαλκόνι για να ανάψει τσιγάρο, που ήταν ο μικρός, σου λέω, μέσα μωρό τότε δέκα μηνών, κι έκανε σκέψεις πού να βάλει το φέρετρο… Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου πιάνει το χέρι και να μου λέει: «Ζεις παιδί μου;» και λιποθυμάει. Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος 5 η ώρα το πρωί -από ό,τι μου είπανε- αγκάλιαζε το τζιπ στην παραλία και τράβαγε κουτουλιές.
Έλεγε: «Το καλύτερο μου κοπέλι έχασα και δεν το βρίσκω!»
Με τον οποίο πατέρα μου, είχα μία εβδομάδα πριν τσακωθεί, γιατί δεν πήγα να κάμω ένα χωράφι στο χωριό. Και μία εβδομάδα μετά το ναυάγιο, δέκα μέρες, του λέω:
«Την άλλη Κυριακή, άμα είναι και βρεθώ, θα πάω να δω το χωράφι στο χωριό μου».
Και γυρίζει, η απάντηση του, και μου λέει: «Ποιος το γαμεί, παιδί μου, το χωράφι!»
Το τι ήτανε τώρα αυτό που με κράτησε; Σου λέω, τα πέντε λεπτά αυτά που ήταν το απ’ το πλην στο συν, ήτανε: μία προσευχή κι ένα νανούρισμα του Μάνου. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ.
Δύο εβδομάδες μετά το ναυάγιο, είχε ναυτικό σαλόνι. Ανέβηκα και πήρα ένα φουσκωτό. Και ξαναξεκίνησα πάλι! Τη θάλασσα παραμένω να τη λατρεύω. Περνάω, δηλαδή, όσο μπορώ, δίπλα της πολλές ώρες. Έστω και να την αγναντεύω…